γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
Στέλνω αυτό το σημείωμα πιστεύοντας πάντα ότι το μέλλον της Ερμιονίδας είναι η πρωτογενής παραγωγή σε στεριά και θάλασσα, η μεταποίησή της σε αγνά ονομαστα προϊόντα, μέσα σε ένα φροντισμένο μοναδικό τοπίο, με εκλεκτή πελατεία τον τουρισμό ήπιας μορφής. Και ζωή χαρισάμενη και πολιτισμένη σε μας και τα γύρω νησιά, με θέληση να προστατεύσουμε τη γη μας τη θάλασσά μας ως μοναδικά.....
Αν αυτό δεν το κάνουν τα χωριά μας, θα το κάνουν τα εξοχικά κτήματα (villae rusticae) των ευφυών πρωτευουσιάνων. Κάποτε το έκαναν αυτό τα Βουλγαρέικα και τα Μπαμπέικα. Από κει το ξεσήκωσαν και οι ντόπιοι. Όμως υπήρχαν ντόπιοι με κτήματα. Αν όλα πουληθούν για εξοχικά οι ντόπιοι θα είναι ακτήμονες. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται.
ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΡΜΙΟΝΙΔΑ
Είναι αυτό που κάνουνε στην Τραχειά και στο Κολιάκι. Κάνουν το στάρι ψωμί και παξιμάδια και αρτύματα.Το γάλα τυριά γιαούρτια μυζήθρες βούτυρο.
Και τα πουλάνε με τις καλύτερες συνθήκες της αγοράς. Δεν ψάχνουν τον πελάτη, περνάει ο πελάτης από τον τόπο τους και τα παίρνει.
Αυτό για την Ερμιονίδα μεταφράζεται:
Πλήρως τυποποιημένο λάδι και ελιές για εσωτερική και εξωτερική αγορά.
Τυριά γιαούρτια μυζήθρες βούτυρο.
Γλυκά.
Βιολογικά κηπευτικά.
Προϊόντα από ρόδια, γλυκά, ποτά, πρόσθετα στη μαγειρική ζαχαροπλαστική.
Κρασιά επώνυμα.
Άλλος τρόπος να ζήσει αξιοπρεπώς ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ερμιονίδας δεν διαφαίνεται. Αυτό κάνουν στην Ιταλία και σε πλήθος άλλες χώρες επιτυχώς. Αυτό πρέπει να γίνει και στην Ερμιονίδα.
Πώς;
Με σκληρή, πολύ σκληρή δουλειά, ρίσκο θέληση φαντασία και όραμα.
Μα άμα ήταν μόνον αυτό θα ήταν η Ερμιονίδα παράδεισος. Δεν είναι το πρώτιστο η σκληρή δουλειά.
Το πρώτιστο είναι το πώς αισθάνεσαι εσύ και ο περίγυρός σου για αυτό που κάνεις ή θα κάνεις.
Στην προηγούμενη αγροτική κοινωνία μας ήταν τιμή και ικανοποίηση σου και ένοιωθες άξιος στη κοινωνία όταν έκανες όλες τις αγροτικές δουλειές και τις δουλείες της θάλασσας. Και τα παιδιά βιάζονταν να τις κάνουν. Πότε αισθανόσουνα απαξία;
Όταν σερβίριζες τον άλλον. Ήταν υποτιμητικό ακόμη και δική σου να ήταν η δουλειά.
Όταν πούλαγες το παραγωγικό σου κτήμα για να τα φας και όχι για να σπουδάσεις, παντρέψεις παιδί.
Από την στιγμή που ο γεωργός «ήταν όλη μέρα μέσα στα χώματα και τις μπάγκλες των ζώων», ο βοσκός το ίδιο, ο λιτριβιάρης «όλη μέρα στις μούργες», ο ψαράς «στο ξενύχτι και στη ψαρίλα», ο ναυτικός «μέσα στις λαμαρίνες να θαλασσοπνίγεται» ενώ ο δημόσιος υπάλληλος «βρέξει χιονίσει στη καρέκλα του», και το γκαρσόνι «μέσα στη κίνηση στον κόσμο και στο φιλοδώρημα», τότε ΤΕΡΜΑ Η ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ.
Από τη στιγμή δε που: «μωρ’ τι θα το κάνω το παιδί γεωργό και τσοπάνι λες κι είναι πακιστανός και αράπης;», ή «θα το βάλλω στη θάλασσα λες και είναι αιγύπτιος», τότε ΤΕΖΑ Η ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ.
Όχι Ανάβαλο να φέρουμε, όχι Τζερτζελιά, όχι Αφαλάτωση, όχι τραίνα και αεροδρόμια, άλλες δουλείες θα ανοίξουν αλλά πρωτογενής παραγωγή και μεταποίηση όχι.
Τις άλλες δουλειές δεν τις βλέπω. Και δεν θα τις ανοίξει κανένας Καλλικράτης, όπως δεν τις άνοιξε και καμιά Νομαρχία ή Περιφέρεια.
Και τα πουλάνε με τις καλύτερες
Αυτό για την Ερμιονίδα μεταφράζεται:
Πλήρως τυποποιημένο λάδι και ελιές για εσωτερική και εξωτερική αγορά.
Τυριά γιαούρτια μυζήθρες βούτυρο.
Γλυκά.
Βιολογικά κηπευτικά.
Προϊόντα από ρόδια, γλυκά, ποτά, πρόσθετα στη μαγειρική ζαχαροπλαστική.
Κρασιά επώνυμα.
Άλλος τρόπος να ζήσει αξιοπρεπώς ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ερμιονίδας δεν διαφαίνεται. Αυτό κάνουν στην Ιταλία και σε πλήθος άλλες χώρες επιτυχώς. Αυτό πρέπει να γίνει και στην Ερμιονίδα.
Πώς;
Με σκληρή, πολύ σκληρή δουλειά, ρίσκο θέληση φαντασία και όραμα.
Μα άμα ήταν μόνον αυτό θα ήταν η Ερμιονίδα παράδεισος. Δεν είναι το πρώτιστο η σκληρή δουλειά.
Το πρώτιστο είναι το πώς αισθάνεσαι εσύ και ο περίγυρός σου για αυτό που κάνεις ή θα κάνεις.
Στην προηγούμενη αγροτική κοινωνία μας ήταν τιμή και ικανοποίηση σου και ένοιωθες άξιος στη κοινωνία όταν έκανες όλες τις αγροτικές δουλειές και τις δουλείες της θάλασσας. Και τα παιδιά βιάζονταν να τις κάνουν. Πότε αισθανόσουνα απαξία;
Όταν σερβίριζες τον άλλον. Ήταν υποτιμητικό ακόμη και δική σου να ήταν η δουλειά.
Όταν πούλαγες το παραγωγικό σου κτήμα για να τα φας και όχι για να σπουδάσεις, παντρέψεις παιδί.
Από την στιγμή που ο γεωργός «ήταν όλη μέρα μέσα στα χώματα και τις μπάγκλες των ζώων», ο βοσκός το ίδιο, ο λιτριβιάρης «όλη μέρα στις μούργες», ο ψαράς «στο ξενύχτι και στη ψαρίλα», ο ναυτικός «μέσα στις λαμαρίνες να θαλασσοπνίγεται» ενώ ο δημόσιος υπάλληλος «βρέξει χιονίσει στη καρέκλα του», και το γκαρσόνι «μέσα στη κίνηση στον κόσμο και στο φιλοδώρημα», τότε ΤΕΡΜΑ Η ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ.
Από τη στιγμή δε που: «μωρ’ τι θα το κάνω το παιδί γεωργό και τσοπάνι λες κι είναι πακιστανός και αράπης;», ή «θα το βάλλω στη θάλασσα λες και είναι αιγύπτιος», τότε ΤΕΖΑ Η ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ.
Όχι Ανάβαλο να φέρουμε, όχι Τζερτζελιά, όχι Αφαλάτωση, όχι τραίνα και αεροδρόμια, άλλες δουλείες θα ανοίξουν αλλά πρωτογενής παραγωγή και μεταποίηση όχι.
Τις άλλες δουλειές δεν τις βλέπω. Και δεν θα τις ανοίξει κανένας Καλλικράτης, όπως δεν τις άνοιξε και καμιά Νομαρχία ή Περιφέρεια.
Έρρωσθε,
Βασίλειος Γκάτσος