Πρωινό Σαββάτου. Τον πρόλαβα στην πόρτα, λίγο πριν κατεβεί στα Μαντράκια, στο Μιχάλη, να κάνει τη βόλτα του. Θα περνούσε κι από την Εστία, είπε, να ανοίξει τα παράθυρα, ήλιος να μπει. Ήταν ευδιάθετος, αισιόδοξος, «ζωντανός», η άνοιξη τον είχε αγγίξει… Ένιωσα τη χαρά του, όπως, άλλωστε, και κάθε φορά που του τηλεφωνούσα... Μου μετέδωσε το ενδιαφέρον, την αγάπη του, προσπαθώντας να απαλύνει τον πυρετό μου... Μας περίμενε, είπε, να δούμε το δέντρο στην αυλή της Εστίας και τα κλαδιά που δεν κόπηκαν….
... Το επόμενο Σαββατοκύριακο, του Ευαγγελισμού, υποσχέθηκα… Με το μαγνητόφωνο για να γράψουμε τη φωνή του, τις απίστευτες διηγήσεις του, να τις βάλουμε στο περιοδικό. Πόσο το ήθελε ο καλός μου! Είπαμε πολλά! Μου άνοιγε την καρδιά του! Το παράπονό του, τα λάθη του, τις αγωνίες του, τη μοναξιά του. Με περισσή περηφάνια, αξιοπρέπεια και αθωότητα μικρού παιδιού. Χωρίς παρακάλια, πνίγοντας τα «γιατί» του, καρτερικά περίμενε… Εκεί στο μπαλκονάκι του σπιτιού του, τα δίχτυα τριγύρω και τα κογχύλια που μου δώριζε. Οι θησαυροί της θάλασσάς του! Με μια γλυκιά καλημέρα στους γείτονες, στους περαστικούς κι έναν καφέ ελληνικό με γλυκό σταφύλι. Περίμενε… Δυο χρόνια πριν είχε κερδίσει τη μάχη! Φουρτούνα ήταν, είχε πει, πάει, πέρασε, δες το σημάδι ψηλά από το στέρνο που φτάνει χαμηλά, ίσαμε την κοιλιά μου! Και χθες, ποιος το περίμενε… Από την εκκλησιά με το δεντρολίβανο, στα Μαντράκια. Το μεσημέρι στο σπίτι κι ύστερα, το τηλέφωνο να χτυπά ασταμάτητα και τα παράθυρα της Εστίας ανοιχτά, όχι ξεχασμένα… Κακό σημάδι! Ο Μιχάλης, είχε την έννοια, δεν πρόλαβε, ωστόσο, να εμποδίσει το τελευταίο ταξίδι. Έφυγε αθόρυβα, ταπεινά, μοναχικά, όπως ζούσε… Σήμερα, καθώς σου γράφω, Αργύρη μου, τα χέρια μου τρέμουν στο πληκτρολόγιο και οι λέξεις μου σώνονται γρήγορα, βαραίνουν από τα δάκρυά μου, που κυλούν ασταμάτητα... Στο εξής, για μένα, «η πόλη» θα ’ναι διαφορετική, μα «η απουσία σου», θα με συντροφεύει… Θα συνεχίσεις να μου μιλάς με τη σιωπή σου, να καλοπιάνεις τον πόνο μου και να κρατάς τη θύμησή σου ζωντανή … Καλό ταξίδι, καπεταν-Αργύρη, αγαπημένε μου φίλε! Έφτανες κωπηλατώντας ίσαμε το Άγιο Όρος, μα δε χρειάζεται να κοπιάσεις πια! Το χώμα της Ερμιόνης, μια ήρεμη φωλιά γαλήνης, θα σε δεχθεί με αγάπη σαν θα πλαγιάσεις, να ξεκουραστείς…
Τζένη Ντεστάκου