ΕΜΕΙΣ ΜΟΝΟΙ
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΑΦΘΟΝΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΡΗΜΕΝΕΣ
επιμέλεια για το Εικονοσκοπιο ο συγγραφέας Αντώνης Κασίτας
«Εμείς» ποιοί είμαστε; Οι αριστεροί; Οι Έλληνες; Οι προλετάριοι; Οι εξεγερμένοι; «Εμείς» είμαστε η πρόθεση, η υλική κίνηση για να γεννηθεί ένας λαός. Είμαστε μόνοι γιατί μια αδυσώπητη συγκυρία μας αναγκάζει είτε να βουλιάξουμε στην αθλιότητα είτε να προχωρήσουμε μόνοι μπροστά, να αρχίσουμε τον πόλεμο με τους ομοεθνείς μας και με τους άλλους και να αποτολμήσουμε την επιβεβλημένη «έξοδο», την έξοδο που θα ανοίξει μια πόρτα για όλους εκείνους με τους οποίους θέλουμε να συναντηθούμε.
5 Μαϊου 2010, δρόμοι της Αθήνας, διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι διαδηλώνουν, δεκάδες χιλιάδες συγκρούονται με τις δυνάμεις της τάξης, τρεις νεκροί. Η ημερομηνία αυτή αποτελεί ένα ορόσημο για την μεταβατική κατάσταση στην οποία.....
..... βρίσκεται η κοινωνία μας. Αν με το νέο πρόγραμμα σταθεροποίησης που επέβαλε το Δ.Ν.Τ. και η Ευρωπαϊκή Ένωση κουρελιάστηκε το μεταπολιτευτικό κοινωνικό συμβόλαιο και δρομολογούντας μείζονες ανατροπές στο κοινωνικό και οικονομικό σκηνικό, στις 5 του Μάη ένα μεγάλο πλήθος εφόρμησε στην δημόσια ζωή. Ένα πλήθος το οποίο αυξάνεται μέρα με την μέρα, αρνείται να πειθαρχήσει, εκδηλώνει την αποδοκιμασία του για το σύνολο του πολιτικού κόσμου και διερωτάται τι έφταιξε και τι μπορεί να γίνει.
«Ο όχλος θα καταλύσει το κοινοβούλιο» προειδοποιεί ένας «πνευματικός» άνθρωπος στο Βήμα της Κυριακής της 9/5/2010. Πράγματι βρισκόμαστε σ’ ένα σημείο από το οποίο πολλά ενδεχόμενα φαίνονται να είναι ανοιχτά. Ανοιχτά όμως κάτω από μια προϋπόθεση, με ένα δεδομένο: Οι μέρες της αφθονίας των προηγούμενων δεκαετιών έχουν περάσει ανεπιστρεπτί μαζί και ένας τρόπος ζωής · καμία πολιτική ή κοινωνική δύναμη, κανένα σχέδιο δεν μπορεί να τα φέρει πίσω.
Το μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησε η χώρα την δεκαετία του 1980 και πιο συνειδητά από την δεκαετία του 1990 και μετά εκ των πραγμάτων έχει χρεωκοπήσει. Η ιδέα ήταν ότι στην νέα εποχή η αγροτική και βιομηχανική παραγωγή μπορούν να αφήσουν την θέση τους στην πιο προσοδοφόρα άυλη οικονομία. Η χώρα θα μπορούσε να ευημερεί στηριγμένη στον τουρισμό, ως κέντρο διοίκησης επιχειρήσεων και φιλοξενώντας χρηματιστικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες για την Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια ακόμα και για την υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη. Σ’ αυτή την προοπτική είχαν εγγραφεί τα μεγάλα έργα στην Αττική, η είσοδος στην Ο.Ν.Ε. και η πολυδάπανη διοργάνωση της Ολυμπιάδας του 2004. Η χώρα όμως ήταν αρκετά μεγάλη για να γίνει μια επιπλέον Κύπρος. Διαλύοντας ιδεοληψίες διαδεδομένες επίσης ανάμεσα σε στοχαστές της αριστεράς ή της «αυτονομίας» η παγκόσμια κρίση κατέστησε σαφές ότι η άυλη οικονομία, οι υπηρεσίες, ο χρηματιστικός και ο χρηματιστηριακός τομέας υπάρχουν σε μια συγκεκριμένη σχέση με την υλική παραγωγή. Το δολάριο είναι το παγκόσμιο νόμισμα και την ίδια στιγμή η γεωργία και η βιομηχανία των Η.Π.Α. επιδεικνύουν ένα εξαιρετικό δυναμισμό.
Στο τέλος αυτών των 30 χρόνων η υπερχρέωση της χώρας δεν είναι το μεγαλύτερο κακό. Η γεωργική παραγωγή παραπαίει, η βιομηχανική βάση της χώρας έχει εξαρθρωθεί, ο δημόσιος τομέας βρίσκεται σε τέλμα αναποτελεσματικός ή και παράλυτος, η κρατικοδίαιτη αστική τάξη εξάγει στο εξωτερικό τα κεφάλαια που έχει συσσωρεύσει χάρη στον εξωτερικό κρατικό δανεισμό. Αλλά και στην μεγάλη μάζα του πληθυσμού μέχρι τώρα οι κυρίαρχες αξίες και τα πρότυπα είναι εκείνα του πιο ευτελούς καταναλωτισμού. Από που θα μπορούσε να αρχίσει κανείς;
Κι όμως!
Η κοινωνία φαίνεται να ξυπνάει από την καταναλωτική χαύνωση των τελευταίων δεκαετιών καθώς το νοελληνικό (καταναλωτικό) όνειρο δίνει την θέση του στον εφιάλτη της επερχόμενης κατάρρευσης. Ο Σερζ Λατούς είχε κάνει λόγο για την «παιδαγωγική των καταστροφών». Τρομερή παιδαγωγική! Οι άνθρωποι γύρω μας ακούν, συζητούν, διαβάζουν και ένας απρόσμενα μεγάλος αριθμός ανάμεσά τους είναι ήδη ενήμερος στα ουσιώδη. Ο πλούτος του διαλόγου στην «ηλεκτρονική δημοκρατία δια μέσου του διαδικτύου» την πρώτη άνθιση της οποίας είδαμε τον Δεκέμβρη του 2008 είναι ήδη πολύ σημαντικός.
*
Πράγματι οι προοπτικές, όχι μόνο για τους εργαζόμενους γηγενείς ή μετανάστες, αλλά και για ένα μεγάλο μέρος των μεσαίων στρωμάτων είναι ζοφερές. Σχεδόν ομόφωνα οι πιο γνωστοί και «έγκυροι» ξένοι οικονομολόγοι είναι πεισμένοι ότι οι οδυνηρές θυσίες των επόμενων ετών απλώς αναβάλλουν την χρεωκοπία προς όφελος των πιστωτών και για δική μας ζημία. Δεν υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ. Λίγους μήνες...ένα ή δύο χρόνια μετά η χρεωκοπία θα έρθει να χτυπήσει μια χώρα την οποία θα έχουν εντωμεταξύ ερειπώσει τα προγράμματα λιτότητας, μια χώρα με κατεστραμμένους τους περισσότερους κατοίκους και φορτωμένη με ένα πολύ μεγαλύτερο χρέος. Ακόμα όμως κι αν διαψευστούν όλοι αυτοί και η οικονομία φτάσει σ’ ένα σημείο εξισορρόπησης χωρίς να μεσολαβήσει κάποια χρεωκοπία θα πρόκειται για μια Ελλάδα πολύ διαφορετική απ’ αυτήν που γνωρίσαμε.
Αντίθετα με το ότι ισχυρίζονται στα βραδινά τηλεοπτικά δελτία των οκτώ, οι ευρωπαϊκές ελίτ τους τελευταίους μήνες κινήθηκαν σχεδιασμένα και μεθοδικά. Ο οξυμένος εν μέσω κρίσης οικονομικός ανταγωνισμός στην παγκόσμια αγορά αναγκάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση ν’ απαλλαγεί επιτέλους από το κοινωνικό κράτος κάτι που θεωρείται βάρος στα πόδια της εδώ και πολύ καιρό. Η Ευρώπη χρειάζεται να έχει όπως οι Η.Π.Α, η Ινδία, η Κίνα, η Βραζιλία τις δικές της εκτεταμένες εσωτερικές ζώνες εξαθλίωσης. Προφανώς η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει παραδείγματος χάρη από την Γαλλία. Η Ελλάδα ήταν ο αδύνατος κρίκος. Μια κακόφημη, διεφθαρμένη και ενδοτική άρχουσα τάξη από την μία. Από την άλλη ένας λαός που στους προλετάριους αλλά και στους ριζοσπάστες διανοούμενους της Ευρώπης θυμίζει - δίκαια ή άδικα είναι ένα άλλο θέμα- τον εμφύλιο, την αντίσταση, τον αντιδικτατορικό αγώνα, ένας λαός που μέχρι και τον πρόσφατο Δεκέμβρη του 2008 επιβεβαίωσε την φήμη του που τον θέλει να ξεσηκώνεται, να μάχεται, να αντιστέκεται. Η ερήμωση αυτής της χώρας, ο παραδειγματικός εξανδραποδισμός του λαού της θα ήταν ένα καλό μάθημα για όλες τις Ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις.
Οι Έλληνες εργαζόμενοι δίνουν μια μάχη σ’ ένα πόλεμο που είναι ευρωπαϊκός αν όχι παγκόσμιος. Η ειρωνεία είναι ότι πρώτοι αυτοί μάχονται για το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος αν και οι ίδιοι δεν απόλαυσαν παρά μια λειψή, στρεβλωμένη και διαβρωμένη από τις πελατειακές σχέσεις και την διαφθορά βαλκανική εκδοχή του.
Το ελληνικό κοινωνικό κράτος όμως δεν είναι ούτε βιώσιμο, ούτε υπερασπίσιμο. Απετέλεσε ένα συμπληρωματικό διανεμητικό μηχανισμό ενός πελατειακού κράτους το οποίο προΐστατο μιας οικονομίας υπηρεσιών και μιας κοινωνίας στην οποία δέσποζε το καταναλωτικό ήθος των μεσοστρωμάτων και οι φιλοδοξίες τους για εύκολο πλουτισμό. Όλα αυτά δεν μπορούν να διασωθούν. Οι μέρες αυτού του τύπου αφθονίας είναι μετρημένες. Ίσως όμως το νεοελληνικό όνειρο, η Αλεξάνδρεια που χάνουμε, μια πραγματικότητα για αρκετούς απλώς μια φαντασίωση ευμάρειας για τους περισσότερους, τελικά δεν αξίζει τον κόπο.
Και αν αντί για την επιβεβλημένη ύφεση επιλέγαμε ελεύθερα την απο-ανάπτυξη; αντί την ανέχεια και τις στερήσεις την «χαρούμενη» λιτότητα; αντί για την εξαθλίωση και την περιθωριοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των συμπολιτών μας την δημόσια ευτυχία όλων και τον πλούσιο κοινωνικά άνθρωπο; αντί για την καταστροφή και την ερήμωση του τόπου μια έκρηξη δημιουργικής λαϊκής ευρηματικότητας που θα έδινε μια ανθηρή κοινωνία συμφιλιωμένη με το φυσικό περιβάλλον της;
Τα ίδια ερωτήματα ήταν δυνατό να τεθούν και στους άλλους Ευρωπαίους εργαζόμενους. Και στην υπόλοιπη Ευρώπη το κράτος πρόνοιας ούτε μπορεί ούτε πρόκειται να μακροημερεύσει. Ήδη άρχισαν νέες περικοπές στην Πορτογαλία και την Ισπανία και έπονται οι υπόλοιποι. Επιπλέον εκτός από τις έγνοιες των καπιταλιστών για την «πτώση του ποσοστού κέρδους» και τις προσπάθειές τους για την αντιστροφή της υπάρχει επίσης το πολύ σοβαρό θέμα της εξάντλησης των οικολογικών αντοχών του πλανήτη.
Καθώς έχουμε ήδη ξεπεράσει τα όρια των δυνατοτήτων του πλανητικού οικοσυστήματος, η αφθονία που έδωσε ο βιομηχανικός και ο μετα-βιομηχανικός πολιτισμός δεν θα είναι δυνατή παρά για όλο και λιγότερους ανθρώπους. Και αυτό την ίδια στιγμή που με την βιομηχανική ανάπτυξη της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας πολλές δεκάδες εκατομμυρίων ανθρώπων στους οποίους προστίθενται οι διευρυνόμενες ελίτ των άλλων χωρών του Νότου έρχονται να υιοθετήσουν τα δυτικά καταναλωτικά πρότυπα. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι δεν μπορούν να κρατήσουν στο σύνολό τους τον τρόπο ζωής τους και ένα ύψος κατανάλωσης το οποίο μάλιστα αντιστοιχεί στο σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο που είχε συναφθεί κατά την προηγούμενη φάση του καπιταλισμού όταν επικρατούσε ο κεϋνσιανισμός.
Οι ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις θα πρέπει να σκεφτούν ότι εάν γενικευόταν το βιοτικό επίπεδο του Βορρά η παραγωγή του πλανήτη θα έπρεπε να αυξηθεί 13 φορές και σ’ αυτήν την περίπτωση θα χρειαζόμασταν 3-6 πλανήτες όπως η γη (ή 12 πλανήτες εάν αυτοί θα έπρεπε να είναι οικολογικά βιώσιμοι).
Συζητάμε χωριστά την οικονομική από την περιβαντολλογική κρίση παρόλο που οι επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης περιβαντολογικής κατάρρευσης θα ήταν για τους περισσότερους απροσμέτρητα πιο καταστροφικές από εκείνες της οικονομικής κατάρρευσης. Καιρός να πιάσουμε και τα δύο σημαντικά ζητήματα της εποχής μας με μιας, μέσα στην ίδια συζήτηση. Η πάλη για την διανομή του προϊόντος της εργασίας στα περιορισμένα και στενά πλαίσια του εθνικού κράτους και έχοντας στον οπτικό ορίζοντα μόνο την Δυτική Ευρώπη δεν αρκεί. Πρέπει να τεθεί σε αμφισβήτηση το ίδιο το μοντέλο ανάπτυξης (και φυσικά οι παραγωγικές σχέσεις αφού επιπρόσθετα μια κεϋνσιανή λύση, μια λύση στα πλαίσια του καπιταλισμού, είναι στις συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού εξαιρετικά αμφίβολη).
*
Οι Έλληνες προλετάριοι, οι Έλληνες ναυαγοί της ανάπτυξης, βιώνοντας με μεγαλύτερη ένταση αντιφάσεις που αφορούν όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, θα μπορούσαν να γυρίσουν την πλάτη τους στις απατηλές υποσχέσεις μιας ανάπτυξης αδύνατης πλέον γι’ αυτούς και να επιλέξουν δρόμους οι οποίοι θα είχαν μια τεράστια σπουδαιότητα για όλους τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς και όχι μόνο. Ένας αναγεννημένος από την στάχτη του λαός θα ήταν ικανός να αντιστρέψει τα μειονεκτήματα της ελληνικής κατάστασης σε αντίστοιχα πλεονεκτήματα.
Εκτιμάται ότι τα προγράμματα λιτότητας που έχουν δρομολογηθεί μπορούν να οδηγήσουν σε μια τρομακτική πτώση του ΑΕΠ της τάξης του 25-37%, δηλαδή μια πτώση αντίστοιχη μ’ εκείνη που σημειώθηκε στην Ρωσία την δεκαετία του 1990. (Το 1997 στην Ρωσία το ΑΕΠ είχα πέσει 42% σε σχέση με την δεκαετία του 1980). Μπρος σε αυτόν τον εφιάλτη, εάν ο λαός διάλεγε «τα όπλα αντί για τις αλυσίδες», η χώρα θα έπρεπε να αρνηθεί την πληρωμή του χρέους, να βγει από την ζώνη του ευρώ, να εθνικοποιήσει τις τράπεζες, να πάρει δηλαδή μια σειρά μέτρα που έχουν ήδη περιγραφεί και εξηγηθεί πειστικά στην τόσο πλούσια αρθρογραφία που αυτές τις μέρες βρίσκεται στα χέρια (και τις οθόνες) κάθε σκεπτόμενου πολίτη της χώρας μας. Το πιο κρίσιμο όμως θα ήταν το στοίχημα της ανασύστασης του παραγωγικού μηχανισμού της χώρας · εκεί θα κρινόταν το όλο εγχείρημα. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτή την στιγμή η εύκολη λύση, ένας έτοιμος παραγωγικός μηχανισμός που απλώς πρέπει να αλλάξει χέρια. Πολλά πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή. Αυτή θα είναι η ευκαιρία μας. Δεν μπορούμε πια να ελπίζουμε στην ψεύτικη πλαστική ευημερία που είχαν κάμποσοι ανάμεσά μας. Ας κάνουμε το καλύτερο για εμάς και για την μητέρα γη και ας το κάνουμε μ’ ένα τρόπο που θα μπορεί να αποτελεί παράδειγμα για τους άλλους, μόνο τότε θα αγκαλιάσουν το πείραμά μας, μόνο τότε το εγχείρημά μας θα είναι βιώσιμο.
Μια ανασύσταση του παραγωγικού μηχανισμού εμπνευσμένη από το πρόταγμα της αποανάπτυξης θα στόχευε
-στην αναζωογόνηση της γεωργίας · θα προωθούσε την βιοποικιλότητα, τις βιολογικές καλλιέργειες και θα εξασφάλιζε την αυτάρκεια της χώρας σε τρόφιμα (αυτή η αυτάρκεια σε τρόφιμα αποκαλείται από το «Κίνημα των Χωρίς Γη» της Βραζιλίας και το Παγκόσμιο αγροτικό συνδικάτο Via Campesina «τροφική κυριαρχία» και αποτελεί βασικό αίτημα των κινημάτων εναντίον της παγκοσμιοποίησης)
- στην εξασφάλιση της απαιτούμενης ενέργειας κατά το δυνατόν από ανανεώσιμες πηγές· θα προέβλεπε δρακόντια μέτρα περιορισμού της σπατάλης ενέργειας και αποθάρρυνση του τρόπου ζωής που την ευνοεί.
- στην αυτάρκεια της χώρας σ’ ένα μεγάλο μέρος από τα απαραίτητα καταναλωτικά αγαθά και πιο μακροπρόθεσμα στον απαιτούμενο σχετικά κεφαλαιουχικό εξοπλισμό· θα οργάνωνε τις βιομηχανικές μονάδες σε μικρής κλίμακας «βιομηχανικά οικοσυστήματα».
Ας φανταστούμε αυτό το γιγαντιαίο εγχείρημα να εμποτίζεται σε όλη την παραδοσιακή γνώση (ιδίως στον αγροτικό τομέα) αλλά προπάντων να εμπλουτίζεται με τους πιο προχωρημένους πειραματισμούς και την πιο ανεπτυγμένη τεχνολογία στην εξοικονόμηση ενέργειας, στην ανακύκλωση, στην επαναχρησιμοποίηση των βιομηχανικών αποβλήτων κ.τ.λ. Προγράμματα όπως π.χ. το negawatt το οποίο επιδιώκει την παραγωγή ενός δοσμένου αποτελέσματος με μείωση δια του τέσσερα της χρησιμοποιούμενης ενέργειας θα έβρισκαν εκτεταμένα πεδία εφαρμογής.
Πριν συνεχίσουμε την προσπάθειά μας να δώσουμε μια πρώτη πανοραμική εικόνα της συμβιωτικής κοινωνίας που οραματιζόμαστε θα θέλαμε να διευκρινήσουμε ότι καθόλου δεν αγνοούμε την αδυναμία να προβλεφθούν εκ των προτέρων τα αποτελέσματα και οι μορφές τις οποίες μπορεί να γεννήσει η εκπληκτική θεσμίζουσα δραστηριότητα μιας κοινωνίας σε επαναστατικό αναβρασμό. Όμως αυτή την στιγμή χρειαζόμαστε τέτοιες εικονογραφίες μεταξύ άλλων γιατί ορισμένες ορθές γενικές κατευθύνσεις οι οποίες εξάγονται μέσα σπό συγκεκριμένες αντιφάσεις δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές και να υποκινήσουν την δράση παρά μόνο εάν αναπτυχθούν σε αναλυτικά μοντέλα και σε λεπτομερείς κατασκευές και εικόνες.
Οι νέοι οικονομικοί και κοινωνικοί θεσμοί σ’ ένα μεγάλο βαθμό θα γεννιόνταν από τις προσπάθειες για να (αυτο) οργανωθεί η λαϊκή αλληλεγγύη και επιβίωση μέσα στο περιβάλλον της δριμύτατης οικονομικής κρίσης και των αλεπάλληλων προγραμμάτων λιτότητας. Θα αξιοποιούσαν τις καλύτερες στιγμές της μοναδικής επινοητικότητας, της πρωτοβουλίας ατομικής και ομαδικής που εκδιπλώνει η λαϊκή ψυχή στις κρίσιμες περιστάσεις. Μιλάμε για θεσμούς αντίστασης και αγώνα. Στην ανεπτυγμένη τους θετικότητα μπορούν να σκιαγραφήσουν κάπως την συμβιωτική κοινωνία που ονειρευόμαστε.
Η κοινωνία θα οργανωνόταν σε τοπική βάση μέσω των δήμων ή μεγαλύτερων βιοπεριφερειών. Βιοπεριφέρεια: η αρμονική ενότητα ενός τόπου (φυσικού οικοσυστήματος) της κοινότητας των ανθρώπων που τον κατοικούν και του συνόλου των παραγωγικών τους δραστηριοτήτων. Η εγγύτητα θα είναι καθοριστική στην διαχείρηση των εισροών και των εκροών των παραγωγικών μονάδων, στις ανταλλαγές μεταξύ τους όπως και με τους καταναλωτές. Μιλάμε για μια οικονομία εγγύτητας.
Οι οικονομικές δραστηριότητες θα αναλαμβάνονταν από συνεταιρισμούς παραγωγών ή συνεταιρισμούς παραγωγών- καταναλωτών, αυτοαπασχολούμενους αλλά και δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις υπό εργατικό έλεγχο. Οι κοινωνικοποιημένες τράπεζες θα παρείχαν τα μέσα εργασίας σ’όποια ομάδα πολιτών θα ήθελε να αναλάβει κάποιο παραγωγικό έργο ενώ θα αξιοποιείτο στο μέγιστο βαθμό η ατομική πρωτοβουλία και η πρωτοβουλία μικρών ομάδων.
Ο συντονισμός θα γινόταν με συνελεύσεις σε δημοτικό επίπεδο αλλά και μέσα από τοπικές αγορές με χρήση εκτός από το εθνικό και μη μετατρέψιμων τοπικών νομισμάτων. Οι τοπικές αγορές οι οποίες μάλιστα ενσαρκώνουν κάτι από τον πολιτισμό του δώρου υπήρξαν χιλιετηρίδες πριν από τον καπιταλισμό και ίσως θα υπάρξουν και μετά από αυτόν. Παράλληλα θα επιδιώκετο η σταδιακή μετατόπιση του κέντρου βάρους από την ανταλλακτική αξία στην αξία χρήσης και από το εμπόρευμα στο δώρο. Τοπικά συστήματα ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών θα συμπληρώνονταν με την δωρεάν παροχή ενός αυξανόμενου μέρους των αγαθών και την αυτοπαραγωγή ώστε ο μισθός να μην χρειάζεται να καλύπτει παρά ένα όλο και μικρότερο μέρος των αναγκών.
Σε καμία περίπτωση η έμφαση δεν θα δινόταν στην κρατική ιδιοκτησία αλλά σε συνεταιριστικές, δημοτικές και κοινοτικές μορφές. Θα εθνικοποιούντο παραγωγικές μονάδες που θα εγκαταλείποντο από τους ιδιοκτήτες τους και τομείς κρίσιμοι για την αναδόμηση/αναμετατροπή/ επανεντοπισμό της παραγωγής και για την απρόσκοπτη λειτουργία των τοπικών οικονομιών.
Ο κεντρικός σχεδιασμός θα εποπτευόταν από εκλεγμένους και ανακλητούς αντιπροσώπους και θα περιοριζόταν αυστηρά στα απολύτως αναγκαία αφήνοντας τις περισσότερες αποφάσεις να λαμβάνονται στο τοπικό επίπεδο. Μια από τις σημαντικές αρμοδιότητες που θα έμεναν στην κεντρική διοίκηση θα ήταν η εγγύηση της επάρκειας τροφίμων στην πρωτεύουσα. Ο υδροκεφαλισμός από το μέγεθος της Αθήνας είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που θα μας συνοδεύει για καιρό καθώς η αναγκαία μείωση του πληθυσμού της πρωτεύουσας δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά συναινετικά και σε μεγάλο βάθος χρόνου.
Οι συμβουλιακοί κομμουνιστές στις αρχές του 20ου αιώνα πρότειναν την ανάληψη της διοίκησης των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων και των άλλων επιχειρήσεων από τα εργατικά συμβούλια και την οργάνωση της οικονομίας μέσω του συντονισμού των εργατικών συμβουλίων τα οποία ήταν ταυτόχρονα παραγωγικές και πολιτικές συλλογικότητες. Ένας τέτοιος τρόπος οργάνωσης πλέον έχει μόνο επικουρική σημασία και στην Ελλάδα όπου είναι ολιγάριθμες οι μεγάλες μονάδες βαριάς βιομηχανίας αλλά και διεθνώς γιατί πια η βιομηχανική εργατική τάξη αν και πάντοτε υπαρκτή και πολυάριθμη δεν έχει εκείνη την κεντρική σημασία που είχε στις αρχές του 20ου αιώνα και επιπλέον σήμερα τίθενται τα πολύ πιο περίπλοκα καθήκοντα της αναδόμησης/αναμετατροπής/επανεντοπισμού της βιομηχανικής παραγωγής στην κατεύθυνση της αποανάπτυξης.
Ας συγκρατήσουμε τέλος ότι στην συζήτησή μας δεν έχουμε αρχίσει ακόμα να μιλάμε για τον σοσιαλισμό.
*
Δεν νομίζουμε ότι μπορεί να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα και αν ήταν αδύνατο για την Ε.Σ.Σ.Δ. του 1930 δεν θα μπορούσε να είναι εφικτό για την Ελλάδα του 2010.
Κι αν η συμβιωτική κοινωνία για την οποία μιλάμε δεν είναι ο σοσιαλισμός ή ο κομμουνισμός τότε περί τίνος πρόκειται; Μήπως αποτελεί ένα ενδιάμεσο στάδιο; Κάτι παρόμοιο με την λαϊκή οικονομία που προτείνει το Κ.Κ.Ε. αλλά με οικολογική ευαισθησία; Νεκραναστήσαμε λοιπόν την θεωρία των σταδίων και της λαϊκοδημοκρατικής επανάστασης σε πολεμική με την οποία συγκροτείται εδώ και πολλές δεκαετίες το μεγαλύτερο μέρος της ριζοσπαστικής αριστεράς;
Νομίζουμε ότι ένα τέτοιο εγχείρημα στην χώρα μας εγγράφεται στην κατεύθυνση που με εξαιρετικά διαυγή τρόπο περιγράφει το Μανιφέστο του People’s Global Action (P.G.A.) το οποίο εκδόθηκε στις αρχές του 1998, εκείνες τις αξιομνημόνευτες μέρες που τα κινήματα εναντίον της παγκοσμιοποίησης εισέβαλαν πλέον από παντού στον δημόσιο χώρο. Διαβάζουμε:
Οι αγώνες μας στοχεύουν στο να πάρουν πίσω τον έλεγχο των μέσων παραγωγής από τα χέρια τόσο του πολυεθνικού όσο και του εθνικού κεφαλαίου, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε ελεύθερους, αυτοσυντηρούμενους και κοινοτικά ελεγχόμενους πόρους ζωής, που στηρίζονται στην αλληλεγγύη και στις ανάγκες των λαών και όχι στην εκμετάλλευση και την απληστία. Αυτά τα εργαλεία συντονισμού και ενδυνάμωσης προσφέρουν τους χώρους για να γίνουν πράξη μια ποικιλία τακτικών και μικρής κλίμακας στρατηγικών που έχουν αναπτυχθεί από λαούς σ’ ολόκληρο τον κόσμο στις τελευταίες δεκαετίες με στόχο να αποσυνδεθούν οι κοινότητες, οι γειτονιές ή οι μικρές κολεκτίβες τους από την παγκόσμια αγορά. Οι άμεσοι δεσμοί μεταξύ των παραγωγών και των καταναλωτών τόσο σε αγροτικές όσο και σε αστικές περιοχές, τα τοπικά νομίσματα, τα άτοκα σχήματα δανειοδότησης και παρόμοια εργαλεία είναι τα θεμέλια για την δημιουργία τοπικών αυτοσυντηρούμενων και αυτοδύναμων οικονομιών, που βασίζονται στην συνεργασία και την αλληλεγγύη και όχι στον ανταγωνισμό και το κέρδος...
Η πρόκληση είναι να επιχειρήσουμε στη χώρα μας το πείραμα το οποίο συντελείται στο Τσιάπας του Μεξικού ή στις ζώνες «πολιτικής αυτονομίας» των «Χωρίς Γη» της Βραζιλίας αλλά αυτή τη φορά σε μια ανώτερη κλίμακα, στην έκταση μιας χώρας και μάλιστα μιας αναπτυγμένης χώρας της Ευρώπης.
Καθώς σήμερα δεν υπάρχει εξωτερική ζώνη και ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρίσκεται παντού οι ποικίλες προσπάθειες ανάδειξης εναλλακτικών θεσμών και κοινωνικών σχέσεων προσπαθούν να φέρουν το έξω μέσα, να δουν το έξω σε μοριακό επίπεδο. Όμως «νησίδες ελευθερίας» δεν μπορούν να υπάρξουν όσο υφίσταται αλώβητη η εξουσία του (εθνικού) κράτους αλλά ακόμη κι αν η τελευταία τύχαινε να καταρρεύσει, όσο υφίσταται παντοδύναμη η εξουσία της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ. Απ’ αυτής της σκοπιάς πράγματι δεν είναι δυνατός ο σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα. Ότι θα γεννιόταν από την θραύση του αδύναμου κρίκου δύσκολα θα επιβίωνε καθώς θα απέμενε μόνο του. Όμως ακόμα δυσκολότερο είναι να φανταστούμε την εξ εφόδου κατάληψη της εξουσίας σε πλανητική κλίμακα. Ότι μπορεί να γίνει είναι το δυνάμωμα και η πύκνωση του υπαρκτού δικτύου αγώνων και προσπαθειών αντικαπιταλιστικής θέσμισης το οποίο σε παγκόσμια κλίμακα θα περιλάμβανε από μεμονωμένες καταλήψεις εργοστασίων, στέγης, αγροκτημάτων έως ολόκληρους δήμους και κοινότητες και μέχρι απελευθερωμένες επαρχίες ή και ολόκληρες χώρες. Έτσι θα μπορούσε να καταστεί δυνατή η θραύση του ισχυρού κρίκου, δηλαδή κάποιας από τις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις.
Κάθε κόμβος αυτού του δικτύου κινείται με την δική του ταχύτητα και συχνά όχι από δική του επιλογή αλλά απο τις αναγκαιότητες που επιβάλλουν οι ιδιαίτερες συγκυρίες που αντιμετωπίζει. Το εγχείρημα που προτείνουμε μπρος στα διλλήματα που θέτει η κατάσταση στην ελλάδα, θα ήταν κατά πολύ ευκολότερο αν αναλαμβανόταν ταυτόχρονα σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες. Δυστυχώς όμως- ελπίζουμε μόνο προσωρινά – είμαστε υποχρεωμένοι από τα πράγματα να μιλάμε κυρίως για το κίνημα που γεννιέται αυτή την στιγμή στη χώρα μας και επίσης είμαστε υποχρεωμένοι να συζητήσουμε το πιθανότατο ενδεχόμενο για κάμποσο καιρό να πρέπει να βαδίσουμε μπροστά μόνοι μας. Δεν πρόκειται όμως για μια εθνική υπόθεση και το κίνημα στην Ελλάδα δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την ενεργή ηθική και υλική συμπαράσταση των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων και των λαών όλου του κόσμου.
*
Ο σοσιαλισμός δεν είναι δυνατός σε μία μόνο χώρα. Διευκρινήσαμε τι θέλουμε να πούμε μ’ αυτό. Η θέση μας δεν έχει καμία σχέση μ’ εκείνο το «παραλήρημα καθολικότητας» όπως εύστοχα αποκάλεσε ο Denis Duclos τα ιδεώδη μιας καθολικής ιθαγένειας και ενός πλανητικού κράτους ( ή αν θέλετε τα ιδεώδη μιας άλλης παγκοσμιοποίησης). Δεν φαντασιωνόμαστε ένα παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας ή έστω ένα ανάλογο καταμερισμό σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Οι λόγοι της ρητής εναντίωσής μας σε τέτοιες απόψεις έχουν να κάνουν α) με την Δημοκρατία β) με τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής αλλά και τις αξίες εντοπισμού/ εντοπιότητας που εμπνέει το πρόταγμα της αποανάπτυξης.
Ο Στίβεν Σάλομ έχει παρουσιάσει στο Znet* την έννοια της συμμετοχικής πολιτείας (σε αντιστοιχία με την «συμμετοχική οικονομία» του Μάικλ Άλμπερτ). Φαντάζεται την συμμετοχή όλου του ενήλικα πληθυσμού σε «συμβούλια πρώτου επιπέδου» 25-30 μελών το καθένα. «Κάθε συμβούλιο πρώτου επιπέδου θα επιλέγει έναν αντιπρόσωπο που θα συμμετέχει σ’ ένα συμβούλιο δεύτερου επιπέδου» το οποίο και πάλι θα αποτελείται από 20 έως 50 αντιπροσώπους. Και αυτό θα επαναλαμβάνεται από επίπεδο σε επίπεδο «ώσπου να υπάρξει ένα μόνο ανώτατο συμβούλιο για ολόκληρη την κοινωνία».
Εάν κάθε συμβούλιο απαρτιζόταν από 25 μέλη και υφίσταντο 5 διαδοχικά επίπεδα συμβουλίων θα οργανωνόταν ένας πληθυσμός 19 εκατομμυρίων ανθρώπων. Με συμβούλια 40 μελών και 5 επίπεδα θα καλύπτονταν 200 εκατομμύρια άνθρωποι ενώ με συμβούλια 25 μελών και 6 επίπεδα θα καλύπτονταν 500 εκατομμύρια άνθρωποι. Ο κάθε αντιπρόσωπος «δεν θα δεχόταν υποδείξεις ως προς το πώς θα ψήφιζε από τους εκλογείς του γιατί αυτό θα καθιστούσε αδύνατη την διαβούλευση του με τους άλλους αντιπροσώπους στο συμβούλιο ανωτέρου επιπέδου» συμπληρώνει ορθά ο Σάλομ. Επιπλέον κάθε συμβούλιο θα έστελνε μόνο ένα αντιπρόσωπο στο ανώτερο του συμβούλιο, δηλαδή η τυχόν μειοψηφούσα άποψη θα αποκλειόταν.
Το παράδειγμα του Στίβεν Σάλομ κάνει απολύτως σαφές το ότι μια πλανητική δημοκρατία είναι αδύνατη αν τουλάχιστον θέλουμε οι λέξεις να κρατήσουν κάτι από το νόημά τους. Μια τέτοια «δημοκρατία» δεν θα είχε καμία σχέση όχι μόνο με τις συναινετικές διαδικασίες των τροφοσυλλεκτικών ομάδων, τις συνελεύσεις των πολεμιστών των κοινωνιών χωρίς κράτος ή την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία αλλά θα ήταν επίσης πολύ πιο πίσω και από την ολιγαρχική αστική δημοκρατία του φιλελεύθερου καπιταλισμού του 19ου αιώνα. Ορθά ο Σερζ Λατούς προτείνει για την οικουμενική οργάνωση της ανθρωπότητας που βαδίζει προς την απελευθέρωσή της «όχι μια παγκόσμια κυβέρνηση αλλά μια ελάχιστη αρχή διαιτησίας μεταξύ πολύ διαφορετικών κυρίαρχων πολιτειών». Ο ίδιος λέει: «Ειδικά η δημοκρατία πιθανώς δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο όταν η πολιτεία (politie) είναι μικρών διαστάσεων και γερά αγκιστρωμένη στις δικές της αξίες»*.
Η αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση, η «αναγνώριση της αξίας του μικρού μεγέθους ως τέτοιου» (η διατύπωση είναι της Χάνα Άρεντ), οι υποχρεωτικά περιορισμένες διαστάσεις του δημοκρατικού σώματος των πολιτών θέτουν το ζήτημα του τοπικού ή καλύτερα του επανεντοπισμού. « Να οικοδομηθεί η λαϊκή εξουσία από τα κάτω ξεκινώντας από το τοπικό» λέει κάπου ο Γκιλμάρ Μάουρο εξυπονοώντας αυτήν την στενή σχέση της δημοκρατίας, του «από τα κάτω» και του τοπικού.
Η επανεδαφικοποίηση του ουσιώδους μέρους της οικονομικής δραστηριότητας, η μείωση στο ελάχιστο των κινήσεων των εμπορευμάτων (ενώ φυσικά οι ιδέες πρέπει να αγνοούν τα σύνορα) θέλει να φέρει την ανθρώπινη δραστηριότητα που σήμερα πέφτει πάνω στους ανθρώπους σαν μια αλλότρια εχθρική δύναμη κάτω από τον συνειδητό έλεγχο των ανθρώπινων κοινοτήτων. Η οικονομία της εγγύτητας είναι επίσης αναγκαίο για να περιοριστεί το ανθρώπινο οικολογικό αποτύπωμα μέσα στα όρια των αντοχών του πλανήτη. Τα αγαθά που αγοράζουμε κατά μέσω όρο έχουν ταξιδέψει προηγουμένως 5.000 χιλιόμετρα και ειδικά τα τρόφιμα 2.500 χιλιόμετρα. Το κατεψυγμένο αρνάκι Νέας Ζηλανδίας φτάνει στην Μεγάλη Βρετανία αεροπορικώς διανύοντας μια απόσταση 18.835 χιλιόμετρα. Τα μαρούλια της κοιλάδας Σαλίνας της Καλιφόρνια όταν φτάνουν στις αγορές της Νέας Υόρκης έχουν καταναλώσει για την μεταφορά τους 36 φορές την ενέργεια που περιέχουν σε θερμίδες και όταν φτάνουν στο Λονδίνο έχουν καταναλώσει 127 φορές την ενέργεια που περιέχουν.**
Το έδαφος, ο τόπος, έχουν μια γενικότερη σημασία για τα αξιακά συστήματα της αποανάπτυξης · είναι η σχέση του ανθρώπου με την φύση, η σχέση με την γη, η ανατίμηση της γεωργίας που περιβάλλεται με ένα άρωμα σχεδόν μυστικιστικό καθώς το τοπίο είναι φυσικό αλλά εξίσου ανθρωπογενής υλική, πολιτισμική και σχεσιακή κληρονομιά. Ο τόπος παίρνει ζωή, γίνεται υποκείμενο · δεν είναι ένα αντικείμενο εκμετάλλευσης, ένας παραγωγικός συντελεστής αλλά η κοινή αναφορά, η μεσολάβηση σε ανθρώπινες σχέσεις αμοιβαίας αναγνώρισης.
*
Μερικοί διατυπώνουν σαν το απαύγασμα της επαναστατικής αδιαλλαξίας (αφού απορρίψουν τα συμβιβασμένα αιτήματα της διαγραφής του χρέους, της εξόδου από το ευρώ, της εναντίωσης στο Δ.Ν.Τ.) το αίτημα της γενίκευσης (και γιατί όχι της περεταίρω αύξησης;) σε πλανητική κλίμακα του βιοτικού επιπέδου του γερμανού ή του αμερικανού εργαζόμενου. Οι ίδιοι εξαίρουν την αγωνιστική στάση των εργαζομένων που αντιστέκονται στην μείωση του μισθού τους φορτώνοντας τις πιστωτικές τους κάρτες, παίρνωντας καταναλωτικά δάνεια κ.τ.λ.
Ας έχουμε όμως υπόψη μας ότι εάν η βιόσφαιρα μπορεί να απορροφήσει ετήσια 11 γιγαντοτόνους CO2 οι επιτρεπόμενες εκπομπές ανά κάτοικο δεν θα έπρεπε να ξεπερνάν τον 1,8 τόνο CO2. Αυτή η ποσότητα αντιστοιχεί είτε σ’ ένα αεροπορικό ταξίδι με επιστροφή Παρίσι- Νέα Υόρκη, είτε στο 1/3 της κατασκευής ενός μικρού αυτοκινήτου, είτε σε μια διαδρομή 5.000 χλμ. με αυτοκίνητο είτε σε 180 κιλά βοδινό και 2000 λίτρα γάλα. Ο Αμερικάνος χρησιμοποιεί αυτή την ποσότητα επί 8, ο Ευρωπαίος επί 4 ενώ ο Πακιστανός μόνο κατά 50%.
Με δεδομένες τις αβυσσαλέες ανισότητες ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις και ανάμεσα σε Βορρά και Νότο οι εκπομπές ρύπων σήμερα είναι οι διπλάσιες απ’ όσες μπορεί να αντέξει ο πλανήτης. Η πληρωμή των τόκων για το χρέος είναι ένας μηχανισμός που αναγκάζει σε οικονομική μεγένθυση. Σε παγκόσμιο επίπεδο η αποπληρωμή των συσσωρευμένων χρεών θα απαιτούσε ρυθμούς ανάπτυξης οι οποίοι αν θα ήταν δυνατοί θα επιδείνωναν δραματικά την σημερινή περιβαλλοντική κρίση. Η κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας συναντάει την κρίση του γήινου οικοσυστήματος και περιορίζονται οι δυνατότητες για την διατήρηση ή την διεύρυνση ενός τρόπου ζωής που κάθε άλλο από παρά αξιοβίωτος ήταν. Την εποχή της ανοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου όταν αύξανε ο όγκος των καταναλωτικών αγαθών που περνούσαν στην κατοχή των εργαζόμενων αυτό δεν συνοδευόταν από την άνοδο της ποιότητας ζωής τους, το αντίθετο μάλιστα. Σήμερα σε συνθήκες κρίσης οι εργαζόμενοι αμήχανοι βλέπουν την αφαίρεση αυτής της της αφθονίας της ευτέλειας απλώς να οδηγεί στην σκέτη εξαθλίωσή τους.
Από την δική της πλευρά η ελληνική αριστερά, ακόμα και η λεγόμενη επαναστατική αριστερά, πολύ λιγότερο ο ελευθεριακός χώρος διατυπώνουν αιτήματα με τα οποία απλά διεκδικούν μεγαλύτερη συμμετοχή στην πίτα του ελληνικού καταναλωτικού ονείρου που και δηλητηριασμένη ήταν και επιπλέον αποσύρεται από το τραπέζι. Λειτουργούν ακόμα σαν συνδικαλιστές στα πλαίσια εκείνου του κοινωνικού-πολιτισμικού μοντέλου που καταρρέει. Αν ο τρόπος ζωής που άνθισε τις τελευταίες δεκαετίες διατηρηθεί για κάποιους λίγους αυτό θα γίνει μόνο με την ρητή προϋπόθεση της συντριβής του κινήματος στο οποίο ελπίζουμε. Θα αφορά πολύ λιγότερους ανθρώπους απ’ ότι στις προηγούμενες γενιές και για την μεγάλη πλειοψηφία δεν θα είναι παρά ένα όνειρο που θα εμπνέει ατομικές στρατηγικές και θα εξασφαλίζει την πειθάρχηση. Οι μέρες μιας ορισμένου τύπου αφθονίας τελείωσαν και ίσως καλά έκαναν που τελείωσαν.
Εξακολουθούμε να περιοριζόμαστε απλά στην διεκδίκηση ενός μεγαλύτερου μεριδίου από τον παραγώμενο (εν πολλοίς έξω από την χώρα) πλούτο. Δεν διερωτώμεθα τι είναι αυτός ο πλούτος, πώς παράγεται, ποια είναι η ποιότητα του τρόπου ζωής που τον συνοδεύει, ποιές είναι οι φαντασιακές σημασίες που ενσαρκώνει.
Η αριστερά προσπαθώντας να υπερασπιστεί τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων διεκδικεί 1400 ευρώ ελάχιστο μηνιαίο μισθό, εργάσιμη εβδομάδα 30 ωρών, απαγόρευση των απολύσεων, σύνταξη στα 50-55, ένα αφορολόγητο εισόδημα στα 30.000 ευρώ (!!!) και ακόμα την παραγραφή των χρεών από στεγαστικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Ισχυρίζεται ότι οι απαιτούμενοι πόροι μπορούν να διασφαλιστούν με την αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις σε 45-50% επί των κερδών, με την δρακόντια φορολόγηση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, την άρση των φορολογικών απαλλαγών του εφοπλιστικού κεφαλαίου και την απαλλοτρίωση της εκκλησιατικής μοναστηριακής περιουσίας.
Ορισμένες από τις προηγούμενες προτάσεις είναι ορθές και θα μπορούσαν να εφαρμοστούν. Στο σύνολό του όμως καλλιεργούν την ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα μπορούν να μείνουν ως έχουν και οι καπιταλιστικές φαντασιακές σημασίες αλώβητες αρκεί να γίνουν δραστικές παρεμβάσεις στην αναδιανομή του εισοδήματος βασικά μέσω της φορολογίας. Φρούδες ελπίδες.
Η κατάλληλη πολιτική βούληση και μια χρηστή δημόσια διοίκηση θα μπορούσαν βέβαια να πετύχουν την αύξηση των άμεσων φόρων, την αποτελεσματικότερη φορολόγηση των πιο πλουσίων και τον περιορισμό της φοροαποφυγής αν και το τελευταίο έργο δεν θα ήταν τόσο εύκολο σε μια οικονομία υπηρεσιών όπου το κεφάλαιο έχει μεγάλη κινητικότητα. Θα έπρεπε να πάρουμε επιπλέον υπόψη μας ότι η φοροδιαφυγή έχει να κάνει με τα πιο βαθιά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας με το ότι η οικογενειακή σχέση, η προσωπική σχέση προστασίας/υποταγής, παραμένει πάντοτε η βασική δομή δια της οποίας οργανώνεται η ελληνική κοινωνία σε όλα της τα επίπεδα (από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις μέχρι τις οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς και τις ομάδες του αντι-εξουσιαστικού χώρου). Τις κοινωνικές σχέσεις χαρακτηρίζει η απουσία ισότιμων συνεργασιών, συνεργασιών εκτός του στενού κύκλου εμπιστοσύνης που δημιουργούν οι οικογενειακής μορφής σχέσεις και λείπει ο εργαλειακός σταθμιστικός λογισμός, η απρόσωπη διαμόρφωση των επιχειρηματικών, πολιτικών κ.α. σχέσεων.* Στην Ελλάδα ακόμα και οι ανώνυμες εταιρείες είναι στην πλειοψηφία τους προσωπικές οικογενειακές επιχειρήσεις και κατά συνέπεια είναι απαλλαγμένες από τον έλεγχο των μετόχων και των εκπροσώπων τους ή τον αμοιβαίο έλεγχο μεταξύ των συνεταίρων. (Στην επιχείρηση που κρατάει διπλά βιβλία με την ίδια κίνηση που κλέβουν το κράτος κλέβουν και τους μέτοχους ή ο ένας συνέταιρος τον άλλο κ.ο.κ.).
Τέλος τα περί της φορολόγησης του εφοπλιστικού κεφαλαίου είναι απλώς ανοησίες. Τα ελληνικά πλοία ούτε ελληνικά πληρώματα έχουν, ούτε στην Ελλάδα ναυπηγούνται, ούτε ελληνικά προϊόντα μεταφέρουν. Πρόκειται για ένα κεφάλαιο κατ’εξοχήν διεθνοποιημένο το οποίο όσο παραμένει εφοπλιστικό δεν υπάγεται ή πολύ χαλαρά υπάγεται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό (ίσως η σχέση του με την κινεζική οικονομία είναι στενότερη απ’ ότι με την ελληνική).
Πάντως σε συνθήκες εκτεταμένης κοινωνικής αναταραχής το θέμα δεν είναι η αύξηση της φορολογίας όσων επιχειρήσεων έχουν απομείνει σε λειτουργία αλλά το να μπουν μπροστά τα μηχανήματα σε όσες έχουν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους. Σ’ εκείνες τις συνθήκες τι θα σήμαινε άραγε 1400 ευρώ ελάχιστος μισθός; Και στην συνέχεια, σε μια κοινωνία αποανάπτυξης, τι θα σήμαινε 1400 ευρώ κατώτερος μισθός όταν ένα μεγάλο μέρος των αναγκαίων αγαθών θα είναι δημόσια ή θα παρέχονται από την αλληλέγγυα οικονομία; Θα ισχύει και εκεί η «απαγόρευση όλων των ελαστικών μορφών εργασίας»;
Θα θέλαμε επίσης να επισημάνουμε ότι η επικέντρωση της αριστεράς στην αυστηρότερη φορολογία θα μπορούσε να διευκολύνει το κράτος στον στραγγαλισμό της αυτοαπασχόλησης και της άτυπης εργασίας. Στην άτυπη οικονομία δραστηριοποιείται το τόσο σημαντικό για τον σύγχρονο καπιταλισμό οργανωμένο έγκλημα, εκδηλώνονται οι «λαθρεμπορικές» δραστηριότητες του κεφαλαίου αλλά επίσης η άτυπη οικονομία αποτελεί το πεδίο στο οποίο θα εξασφαλίσει την στοιχειώδη του επιβίωση ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Κατά την Χάρνεκερ σε χώρες της Λατινικής Αμερικής μέσω του μικροεμπορίου, της αυτοαπασχόλησης και της άτυπης εργασίας επιβιώνει έως και το 40% του πληθυσμού.
Στους καιρούς που θα έρθουν ίσως πολλοί Έλληνες μικροαστοί ακόμα και μεσοαστοί θα διακινδυνεύσουν να ξεπέσουν σε κατάσταση πολύ χειρότερη και από εκείνη των μισθωτών που θα καταφέρουν να κρατήσουν τις δουλειές τους. Θα σχηματίσουν (μαζί με τους ανέργους) μια επικίνδυνη εκρηκτική ύλη. Το προς τα που θα στραφούν θα κρίνει αποφασιστικά την έκβαση των πραγμάτων. Είναι οι κατ’εξοχήν φορείς του νεοελληνικού «αναρχικού» οικογενειοκρατικού ατομικισμού που περιγράφτηκε. Εμείς πάντως σκιαγραφώντας τις εικόνες της συμβιωτικής κοινωνίας πήραμε πολύ σοβαρά υπόψη μας την έκταση, τον δυναμισμό αλλά και τα πολύ σοβαρά προβλήματα που συνοδεύουν αυτόν τον νεοελληνικό «αντικρατισμό» που σίγουρα θα επιβιώνει για πολύ καιρό.
Ανάμεσα στους κινδύνους που καραδοκούν στις δύσκολες μέρες που μας περιμένουν ένας από τους μεγαλύτερους είναι η μαζική έξοδος των μεταναστών. Πρόκειται για πραγματικά «εθνικό κίνδυνο». Θα στερηθούμε την προσφορά εκατοντάδων χιλιάδων ενεργών και δραστήριων νέων ανθρώπων. Ο γερασμένος γηγενής πληθυσμός χρειάζεται τους μετανάστες και το «έθνος» εκείνη την «πετυχημένη πολιτική επιμειξιών» που θα εξασφαλίσει την συνέχειά του. Ο Ευτύχης Μπιτσάκης** θυμίζει την ευεργετική εγκατάσταση στον πρώιμο Μεσαίωνα σλαβικών φυλών σε όλη την έκταση της Ηπειρωτικής Ελλάδας και προτείνει να δωθούν κίνητρα σε μετανάστες για να μείνουν μόνιμα σε χωριά. Νομίζουμε ότι θα πρέπει να δωθεί η υπηκοότητα σε όσους μετανάστες βρίσκονται στην ελλάδα και επιθυμούν να συνεχίσουν να παραμένουν σύμφωνα και με το παράδειγμα των Γαλλικών επαναστάσεων που πολιτογραφούσαν Γάλλους όσους ξένους τύχαινε να βρίσκονται στο Γαλλικό έδαφος και ασπάζονταν το επαναστατικό σύνταγμα.
Την έξοδο των μεταναστών θα μπορούσε να ακολουθήσει η μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων νεαρών Ελλήνων. Η χώρα δεν έχει πλέον την γεννητικότητα της δεκαετίας του 1950 ώστε να μπορεί να αντέξει μια τέτοια αφαίμαξη. Το ασφαλιστικό σύστημα δεν είναι πια κατά κανένα τρόπο βιώσιμο και αυτό δεν θα είναι και η σοβαρότερη συνέπεια. Φανταστείτε μια χώρα ηλικιωμένων χωρίς σύνταξη που θα επιζούν φροντίζοντας υπερήλικες από την Βόρεια Ευρώπη. Πόσο πιθανό άραγε είναι να συμβεί αυτό;
Στους καιρούς που έρχονται όλα είναι πιθανά. Ακόμα και το ενδεχόμενο το κίνημα (ή μια τάση του) να αναλάβει χωρίς να έχει τις κοινωνικές προϋποθέσεις μια κυβερνητική εξουσία που έμεινε αδέσποτη και ορφανή γιατί κανένας δεν θα την ήθελε μέσα στον γενικό εκτροχιασμό της κατάστασης. Με ότι θα επακολουθούσε σε κάτι τέτοιο.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα ξημερώσει η αυριανή μέρα. Μπορούμε όμως να συζητήσουμε δυνατότητες και ενδεχόμενα και θα το κάνουμε για να τρομάξουμε τον λαό δείχνοντάς του τον εαυτό του. Έτσι θα του εμπνεύσουμε θάρρος (η φράση είναι του Μαρξ, εδώ σε ελεύθερη απόδοση). Δεν έχει νόημα πια να κολακεύουμε τον λαό. Δεν μπορούμε να κοροϊδεύουμε κανένα και προπάντων των εαυτό μας.
Τους επόμενους μήνες το άνοιγμα μιας περιόδου κοινωνικής αναταραχής θα αποτελούσε πρώτα απ’ όλα μια διαδικασία αυτοκάθαρσης από το άγος των τελευταίων δεκαετιών, συνειδητοποίησης της ευθύνης, ωρίμανσης των μεγάλων αποφάσεων. Μετά τα φουσκωμένα νερά θα μπορούσαν να καθαρίσουν το τοπίο, ίσως και να σαρώσουν μαζί με τ’ άλλα και μια ανάξια των περιστάσεων αριστερά.