Μέγιστο το μάθημα
Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
Όταν
είσαι μαθητής δεν μπορείς να καταλάβεις τι σου μένει ως παρακαταθήκη
από τον δάσκαλο σου. Έχεις την αίσθηση της σχέσεως, αντιδράς όμως
απρόσμενα, άλογα
και εν πολλοίς ακατανόητα, σύμφωνα και με το Αποστολικό «ὅτε
ἤμην νήπιος,
ὡς νήπιος
ἐλάλουν,
ὡς νήπιος
ἐφρόνουν,
ὡς νήπιος
ἐλογιζόμουν».
Πέρασαν
τα χρόνια, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ο δάσκαλός μας, ο «κύριος
Δουρούκος» έφυγε από κοντά μας. Άδειασε από τη σωματική του παρουσία η
γειτονιά μας,
δεν ακούγεται πια το γρήγορο βάδισμά του, το κλαρί της ακακίας που
σήκωνε κάθε φορά για να περάσει από το στενό μας....
......
Ήταν
ο δάσκαλός μας, στην Τετάρτη και Πέμπτη και Έκτη τάξη, εκτός από λίγους
μήνες που είχαμε τον κύριο Παπαβασιλείου, πριν φύγει για την
Πρωτεύουσα.
Στο
μάθημα σχετικά αυστηρός, όμως για να μάθουμε γράμματα και χρήσιμα
χειροτεχνήματα, να μάθουμε να δουλεύουμε ομαδικά, χωρίς να προβάλει σαν
πρότυπο το στερεότυπο
της εποχής αυτής «να μάθετε γράμματα, να σπουδάσετε, να γίνετε γιατροί
και δικηγόροι, να ξεφύγετε από τη λάσπη και τη φουρτούνα». Έδινε αξία σε
κάθε εργασία, σε κάθε ομαδική προσπάθεια, σε κάθε δημιουργία, χωρίς
διάκριση. «Να μάθετε γράμματα, να πιάνουν τα
χέρια σας, να είσαστε άξιοι στη δουλειά σας, οποιαδήποτε δουλειά, να
συνεργαζόσαστε και να είσαστε άξια μέλη της κοινωνίας». Δεν μάθαινε
γράμματα για να ξεχωρίσουμε αργότερα μέσα στην κοινωνία, αλλά για να
προοδεύσουμε ο ένας δίπλα στον άλλο.
Μικρή
σημασία έδινε στους σχολικούς κήπους των ζαρζαβατικών, στα διακοσμητικά
στοιχεία που τότε μετ’ ευλαβείας συγκέντρωνε ο ‘κήπος του Βωμού’
μπροστά από τον
οποίο κάθε μέρα γινόταν η προσευχή, στις δάφνες γύρω από την αυλή του
σχολείου, αλλά και στα εθνικιστικά και θρησκευτικά εκτός προγράμματος
μαθήματα του Σαββάτου, όπως ή μετάφραση του Ευαγγελίου, ο Κολοκοτρώνης
κ.α., τα οποία τότε είχε επιβάλλει το μετεμφυλιακό
κλίμα στη σχολική παιδεία, όπως και τα περιοδικά των οργανώσεων της
ΖΩΗΣ και του ΣΩΤΗΡΑ. Αντίθετα αξιολογούσε θετικότατα την δουλειά των
μαθητών του στα κτήματα, τις βάρκες και τα μαγαζιά των γονιών τους. Ποτέ
δεν παρότρυνε τους γονείς, να αποκόψουν τον μαθητή
από τις δουλειές της οικογένειας, από το παιχνίδι στην αλάνα αλλά και
το παιχνίδι μέσα στην πραγματική παραγωγική διαδικασία, για να μείνει
μόνος με τα γράμματα. Θεωρούσε εξίσου σημαντική την παιδεία στην
οικογένεια και στις δραστηριότητες του οίκου, στη γειτονιά,
στο χωριό, όσο και τη σχολική παιδεία. Το λάθος, η αδεξιότητα, δεν ήταν
αφορμή τιμωρίας, αλλά μάθησης.
Ο
ίδιος ήταν φωτεινό παράδειγμα εργατικότητας, με φυσικό τρόπο, όχι
επιδεικτικό. Τα περισσότερα μεσημέρια, στο κενό μεταξύ πρωινών και
απογευματινών μαθημάτων,
έφευγε από το σχολείο με το μεγάλο μπλε ποδήλατό του για το περιβόλι
και γύριζε για τα απογευματινά μαθήματα.
Από
Φθινόπωρο μέχρι Μάρτη τις περισσότερες ελεύθερες ώρες τις πέρναγε στο
λιοτρίβι του. Και μεις καθόμαστε και παρακολουθούσαμε από την πόρτα
όλες τις θαυμαστές
διαδικασίες της ελιάς και του λαδιού και χαιρόταν. Θεωρούσε αυτό
σημαντικότατο μάθημα. Ποτέ δεν μας έδιωξε, να πάμε να διαβάσουμε. Μας
βουτούσε και ψημένο ψωμί μέσα στο λιμπί για να απολαύσουμε τον κόπο της
εργασίας. Εκεί είδαμε πώς δουλεύουν σκληρά οι εργάτες,
οι αγρότες που έφερναν κατάκοποι με τα ζα τους ελιές, το κουμάντο που
έδινε εντολές, τα μηχανήματα που βογκούσαν ρυθμικά. Εποχές που ακόμη και
από μακριά να βλέπαμε δάσκαλο ή δασκάλα στα Μαντράκια, έπεφτε σύρμα και
κρυβόμαστε όλοι, γιατί κάτι θα γινότανε και
την άλλη μέρα θα είχε τιμωρίες στο σχολείο.
Ποτέ
δεν μας σταμάτησε από το παιχνίδι. Περνούσε ανάμεσά μας, σταματούσαμε
για λίγο ‘το τόπι’ να τον χαιρετίσουμε και μας κουνούσε τα χέρια
γελώντας να συνεχίσουμε,
μόνο να προσέχουμε να μην κτυπήσουμε. Δεν ήταν λίγο για την εποχή αυτή
να παίζουμε ποδόσφαιρο και άλλα παιχνίδια μπροστά από το σπίτι του
δασκάλου, όταν το ποδόσφαιρο ήταν απαγορευμένο από τον Διευθυντή και τα
λίγο μεγαλύτερα παιδιά είχαν φτιάξει μυστικό γήπεδο
πάνω στο Κρόθι, βόρεια του Μύλου, καθαρίζοντας ένα μικρό κακοτράχαλο
πλάτωμα. Και όταν παίζαμε στη θάλασσα, τουμπάραμε τις βάρκες, ψαρεύαμε,
παίζαμε με τα καϊκάκια πηγαίναμε για σίρτια, ποτέ δεν μας σταμάτησε να
πάμε να διαβάσουμε, παρά μόνο μας έλεγε προσέχετε
μη πνιγεί κανείς. Δεν ήξερε μπάνιο, και τότε προσπαθούσε να μάθει με
πολύ πείσμα, με δύο νεροκολοκύθες και μεις βοηθάγαμε και συμβουλεύαμε!
Έδειχνε
επιμονή με τους ανάγλυφους σε γύψο χάρτες. Μαθαίναμε τον κάθε νομό της
χώρας και τον ζωγραφίζαμε, και μετά κάναμε γύψινο ανάγλυφο την
Πελοπόννησο κ.λ.π.
Η ομάδα μας είχε σαν εργαστήριο την αυλή του Ντούρου, μία άλλη την αυλή
του Φασιλή.
Πλέκαμε
με σπάγκο και με χόρτο μπουκάλια, κολοκύθες, κόβαμε με πριονάκι
κοντραπλακέ να κάνουμε μορφές και σύνθετα δημιουργήματα. Να μάθουνε τα
χέρια να δουλεύουνε,
το μυαλό να δίνει λύσεις σε πρακτικά πράγματα.
Είμαστε
επιτροπή συσσιτίου 4 μαθητές. Κάθε πρωί, ερχόμαστε μια ώρα νωρίτερα στο
σχολείο ανοίγαμε την αποθήκη, ζυγίζαμε το γάλα σκόνη, τη ζάχαρη και
κόβαμε το
κόκκινο ολλανδικό τυρί σε μικρά τρίγωνα για κάθε μαθητή. Τα μεταφέραμε
στην αυλή του Σπετσιώτη και εκεί η σεβάσμια γιαγιά έφτιαχνε το γάλα και
μεις μοιράζαμε το τυρί. Με πλήρη πρωτοβουλία, αλλά όσο πέρναγε ο καιρός,
όλο και μεγαλύτερες μερίδες τυρί κόβαμε,
όλο και σερβίραμε τους φίλους στην αποθήκη τυρί. Μετά από κάνα μήνα
διαπιστώσαμε ότι το τυρί που είχαμε για άλλον ένα μήνα δεν έφτανε ούτε
για τον μισό. Μια μέρα εμφανίζεται ο δάσκαλος, κάνει έλεγχο και
διαπιστώνει την κατάσταση. Περιμέναμε τιμωρία, αλλά τον
είδαμε να χαμογελάει και μας λέει «δεν κάνατε σωστή διαχείριση και θα
μείνουμε από τυρί. Τώρα πρέπει να διορθώσετε το λάθος σας». Παίρνει το
μαχαίρι, ανοίγει ένα κουτί και άρχιζε να κόβει το τυρί σε πολύ λεπτά
τρίγωνα. Έκοψε μόνος του όλες τις μερίδες, και
μας λέει: είδατε τι έκανα, χρησιμοποίησα ένα κουτί τυρί αντί δύο. Από
δω και πέρα έτσι θα το κόβετε και κάθε μέρα θα μου λέτε ότι κόψατε μόνον
ένα κουτί. Μα κύριε Δάσκαλε θα γκρινιάζουνε όλοι. Το θέμα είναι να
διορθωθεί το σφάλμα σας, και να έχουν όλοι τυρί.
Αλλά εσείς θα τους εξηγήσετε, γιατί φτάσατε σε αυτό το σημείο. Βέβαια
εξηγήσαμε σε όλους γιατί περιορίστηκε το πάχος του τριγώνου «Ο δάσκαλος
το έκοψε!».
Μια
άλλη φορά στη Τετάρτη τάξη κάναμε μπρόβες στο σχολείο του Συγγρού για
το Αλή Πασά. Κάτι μας έλειπε, και μου δίνει το μπρούτζινο κλειδί της
κεντρικής πόρτας
του σχολείου μας στο Μπίστι να πάω να το φέρω. Μου είπε πώς να στρίψω
το κλειδί και όταν φύγω να βεβαιωθώ ότι πράγματι κλείδωσα. Πήγα, άνοιξα,
αλλά πίεσα το κλειδί, σκάλωσε και δεν έβγαινε με τίποτα. Τότε για να το
βγάλω έβαλα μια βέργα σαν μοχλό και φυσικά
μόλις το περιέστρεψα έσπασε το κλειδί και έμεινε μέσα. Πανικός.
Πλησιάζω την πόρτα, και αμολάω ένα τρέξιμο να πάω να του το πω, χωρίς
βέβαια ..τη χρήση της βέργας. Η πόρτα και το κλειδί φταίγανε. Εκεί που
περίμενα τιμωρία, μου λέει να πάμε μαζί, γιατί το
σχολείο πρέπει να κλειδώσει. Πήρε το άλλο κλειδί από το σπίτι και
εργαλεία και πήγαμε. Μου έδωσε τα εργαλεία και μου είπε: αυτός που ξέρει
να το σπάσει, πρέπει να ξέρει και να το φτιάξει! Και κάθισε υπομονετικά
να με παρακολουθεί και να με συμβουλεύει μέχρι
που μετά από ώρα βγήκε το κλειδί.
Είμαστε
στην Τετάρτη όταν έγινε η πρώτη και μεγαλύτερη πανελλήνια απεργία των
δασκάλων. Κράτησε αρκετές μέρες. Ήταν ο μόνος δάσκαλος που ακολούθησε
την απεργία,
με πόνο για τους μαθητές του, αλλά τις εποχές αυτές οι δάσκαλοι και οι
καθηγητές παίρνανε στην κυριολεξία τρεις κι εξήντα, αδύνατον από το
μισθό τους να συντηρήσουν οικογένεια.
Πέρασαν
τα χρόνια, και συνταξιούχος πια δεν έπαψε να μαστορεύει. Όταν
συναντούσε μαθητές χαιρόταν να ακούει για την πρόοδό τους τόσο στα
γράμματα, όσο και στην
εργασία τους όποια και να ήταν αυτή. Πόσο μάλλον όταν άκουγε ότι έχουνε
έρθει να μαζέψουν τις ελιές. Λάμπανε τα μάτια του και έπαιρνες ένα
χαμογελαστό μπράβο.
Ήταν
ο τελευταίος δάσκαλος από μια σειρά δασκάλων που ήσαν δάσκαλοι στο
σχολείο, δάσκαλοι στα γράμματα, δάσκαλοι στην εργασία κατά αβίαστο
τρόπο, ότι ο άνθρωπος
ποιεί και δημιουργεί τόσο με το πνεύμα όσο και με τα χέρια. Δεν υπήρχε
μεγαλύτερη χαρά και ικανοποίηση για όλα τα παιδιά που τότε εργάζονταν
σχεδόν κανονικά στις δουλειές της οικογένειας, να βλέπουν τον δάσκαλό
τους να σκάβει και να μαζεύει τους καρπούς, να
ιδρώνει στις δουλειές του λιτριβιού.
Πέρασαν
τα χρόνια, και η σχολική παιδεία απέκοψε τους μαθητές όλων των βαθμίδων
από την φυσική καθημερινή εμπλοκή τους στις κανονικές παραγωγικές
διαδικασίες,
ιδιαίτερα τις αγροτικές και θαλασσινές. Τώρα τα μαθαίνεις όλα στο
σχολείο μέσω της εικονικής πραγματικότητας, της αναβίωσης και της
αναπαράστασης. Φυτεύεις ένα φασόλι στη γλάστρα για να δεις πώς θα
μεγαλώσει, μετέχεις στην αναπαράσταση του μαζέματος της ελιάς,
της παρασκευής άρτου και κρασιού, συγκεντρώνεις πληροφορίες από το
διαδίκτυο για τη γίδα, το πρόβατο και τον βοσκό, πλήρως αποκομμένος από
τις πραγματικές παραγωγικές διαδικασίες. Μετέχεις στην διαδικασία
παραγωγής σχολικού έργου του δασκάλου, όχι στην διαδικασία
παραγωγής όντως έργου. Καμία σχολική αργία, καμία σχολική περίοδος δεν
είναι αφιερωμένη στη μετοχή των μαθητών στο μάζεμα της ελιάς, των
μανταρινιών. Αποτέλεσμα η αποξένωση από τα έργα της γης και της θάλασσας
αλλά και των πρακτικών επαγγελμάτων, τόσο που
να προτιμάμε την ανεργία και αεργία πάρα να λερώσουμε τα χέρια μας
προσδοκώντας τη μέρα της τακτοποίησης σ’ ένα γραφείο δημόσιας ή
δημοτικής υπηρεσίας, συνήθως μέσω της ‘πολιτικής διεργασίας’ της
αφισοκολλήσεως.
Μέγιστο
το μάθημα και μακάρι να φυσήξει νέος αέρας στον τόπο μας και στην
παιδεία μας, να βλέπει και να χαίρεται από ψιλά ο δάσκαλός μας.
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος