ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΚΟΠΙΟ
Ανδριανός στην Ημερίδα για την Επιλογή των Στελεχών στην
Εκπαίδευση: “Αξιολόγηση, αριστεία, ποιοτική εκπαίδευση για όλους: αυτοί είναι
οι άξονες του δικού μας προγράμματος, της δικής μας πρότασης για την Παιδεία”.
Ο αν. Υπεύθυνος του Τομέα Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων της Νέας
Δημοκρατίας, Βουλευτής Αργολίδας κ. Γιάννης Ανδριανός συμμετείχε στην
επιστημονική ημερίδα που συνδιοργάνωσε το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών
“Εκπαιδευτική Πολιτική και Διοίκηση της Εκπαίδευσης” του Τμήματος Φιλοσοφίας,
Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και
η Επιστημονική Εταιρεία Οργάνωσης και Διοίκησης της Εκπαίδευσης.
Ο κ. Ανδριανός στην εισήγησή του τόνισε μεταξύ άλλων τα εξής:
“Θέλω πρώτα απ' όλα να συγχαρώ τους διοργανωτές της σημερινής πολύ
ενδιαφέρουσας επιστημονικής ημερίδας, το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών
“Εκπαιδευτική Πολιτική και Διοίκηση της Εκπαίδευσης” του Τμήματος Φιλοσοφίας,
Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,
και την Επιστημονική Εταιρεία Οργάνωσης και Διοίκησης της Εκπαίδευσης.
Η ημερίδα αυτή
είναι μια ευκαιρία για έναν τεκμηριωμένο διάλογο πάνω σε ένα κρίσιμο ζήτημα,
την επιλογή στελεχών, που αφορά συνολικά τον προσανατολισμό της εκπαιδευτικής
πολιτικής της χώρας μας – ένα ζήτημα που, πρέπει να τονιστεί, όπως είδαμε και
στην παρουσίαση του καθηγητή κ. Παπακωνσταντίνου έχει επιλυθεί στις άλλες
ευρωπαϊκές χώρες.
Στο επίπεδο της
διακήρυξης των προθέσεων, φαντάζομαι ότι όλοι όσοι βρισκόμαστε σήμερα σ' αυτή
την αίθουσα συμφωνούμε: Όλοι θέλουμε η επιλογή των στελεχών στην εκπαίδευση να
γίνεται με κριτήρια αδιάβλητα και αντικειμενικά, που θα διασφαλίζουν τη διαρκή
ποιοτική αναβάθμιση της δουλειάς που γίνεται στα σχολεία της χώρας μας.
Οι διαφωνίες
αρχίζουν και εμφανίζονται όσο η συζήτηση αυτή εξειδικεύεται.
Επιτρέψτε μου να
φέρω ως παράδειγμα το τι συνέβη με τις προβλέψεις του νόμου Μπαλτά – Κουράκη
που αφορούσαν ακριβώς το θέμα της σημερινής ημερίδας, την επιλογή των στελεχών
της εκπαίδευσης. Ακούσαμε τις προθέσεις που διακήρυξε η τότε πολιτική ηγεσία
του Υπουργείου αιτιολογώντας τις αλλαγές που έφερνε. Και αμέσως διαφωνήσαμε με
την Κυβέρνηση σε τρία πολύ σημαντικά κατά τη γνώμη μας σημεία.
Πρώτον, εγκαίρως
επισημάναμε ότι το ο νόμος θα κριθεί αντισυνταγματικός, γεγονός που συνέβη και
δημιούργησε μια σειρά σημαντικών προβλημάτων καθώς τα στελέχη που επελέγησαν έχουν πάρει μια
σειρά από διοικητικές αποφάσεις που πλέον είναι στον αέρα.
Δεύτερον,
τονίσαμε ότι η προωθούμενη αυτή αλλαγή, με την εισαγωγή της μυστικής
ψηφοφορίας, δεν θα εξυπηρετήσει καν τους διακηρυγμένους στόχους της Κυβέρνησης.
Δεν θα οδηγήσει σε κάποιον εκδημοκρατισμό της διαδικασίας, αλλά αντίθετα θα
προωθήσει την αδιαφάνεια και την αναξιοκρατία.
Τρίτον, βεβαίως,
υπογραμμίσαμε τη θεμελιώδη διαφωνία μας, που αφορά τον προσανατολισμό που
πρέπει να έχουν οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση. Εμείς
πιστεύουμε ότι η επιλογή των στελεχών στην εκπαίδευση δεν πρέπει και δεν μπορεί
να μεταβληθεί σε διαγωνισμό δημοφιλίας.
Βεβαίως, είναι
απαραίτητο ο Διευθυντής ενός σχολείου να είναι σε θέση να συνεργάζεται με το
υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό, και ευρύτερα με ολόκληρη την εκπαιδευτική
κοινότητα, χωρίς να δημιουργούνται αχρείαστες τριβές.
Η ψηφοφορία όμως
δεν το διασφαλίζει αυτό, ούτε βεβαίως η διαδικασία αυτή προωθεί ξεκάθαρα και
πάντα την ανάδειξη των καλύτερων, των πιο έμπειρων, των στελεχών με τα
περισσότερα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα.
Η Κυβέρνηση λοιπόν
έκανε μια νομοθετική παρέμβαση που ήταν πρόχειρα σχεδιασμένη καθώς
σκόνταψε στις προβλέψεις του Συντάγματος, εξυπηρετούσε λάθος στόχους, και δεν
θα επιτύγχανε ούτε τους στόχους που διακηρυγμένα επεδίωκε.
Εμείς σταθερά
διαμηνύουμε ότι η επιλογή τόσο των διευθυντών των σχολικών μονάδων όσο και των
περιφερειακών διευθυντών πρέπει να γίνεται υπό την επίβλεψη του ΑΣΕΠ, με
συγκεκριμένες προδιαγραφές και κριτήρια που θα διασφαλίζουν την αξιοκρατία και
τη διαφάνεια.
Στη βάση όμως
αυτής της διαφωνίας βρίσκεται σαφώς μια θεμελιώδης διαφορά αντίληψης για την
ενδεδειγμένη εκπαιδευτική στρατηγική της χώρας.
Εμείς, σε μια
μάλλον αντιδιαμετρική αντίληψη απ' αυτή της Κυβέρνησης, ως πρώτο στόχο θέτουμε
την αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης παιδείας, την επιδίωξη της
αριστείας. Και πρέπει εδώ να επισημάνω ότι η αριστεία είναι μια έννοια που
εσχάτως διαστρεβλώνεται σκόπιμα.
Όταν εμείς
μιλάμε για αριστεία, προφανώς δεν εννοούμε ένα σύστημα που θα ευνοεί μόνο τους
μαθητές εκείνους που πετυχαίνουν υψηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις.
Αντιθέτως,
εννοούμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα επιτρέπει σε κάθε μαθητή να αναπτύξει
την προσωπικότητά του, να αξιοποιήσει τα δικά του ταλέντα, να αποκτήσει τις
γνώσεις και τις δεξιότητες που θα του επιτρέψουν να επιδιώξει μελλοντικά την
ευτυχία και την καταξίωσή του, με τον ορισμό που ο ίδιος ή η ίδια θα δώσει στις
έννοιες αυτές.
Και, καθώς ένας
από τους τομείς της αρμοδιότητάς μου είναι και η τεχνική και επαγγελματική
εκπαίδευση καθώς και η διά βίου μάθηση να ξεκαθαρίσω κι αυτό: Θέλουμε άριστα
πρότυπα σχολεία για τα παιδιά με έφεση στις ακαδημαϊκές επιδόσεις, θέλουμε
άριστα γενικά λύκεια τόσο για τα παιδιά που θα συνεχίζουν στις τριτοβάθμιες
σχολές, όσο και για εκείνα που θα επιλέξουν άλλους δρόμους συνέχισης της
σταδιοδρομίας τους, θέλουμε άριστα επαγγελματικά λύκεια για τα παιδιά που
προτιμούν την καταξίωση σε ένα περιζήτητο και καλά αμειβόμενο επάγγελμα,
θέλουμε άριστες δομές διά βίου μάθησης ώστε οι καταρτιζόμενοι εκεί να
αποκομίζουν χρήσιμες δεξιότητες που θα τους χρησιμεύσουν στη συνέχεια της
επαγγελματικής τους ζωής. Και εδώ παίζει ρόλο η ευελιξία αυτών των μονάδων
εκπαίδευσης και κατάρτισης ώστε να υπάρχει σύνδεση με την αγορά εργασίας.
Στην κατεύθυνση
αυτή, πιστεύουμε ότι το σημερινό πλαίσιο της οργανωτικής υπερσυγκέντρωσης, με
τα περισσότερα εκπαιδευτικά ζητήματα να ρυθμίζονται κεντρικά από το Υπουργείο
με αμέτρητους νόμους, προεδρικά διατάγματα, υπουργικές αποφάσεις και
εγκυκλίους, δεν βοηθά.
Εμείς στη θέση
του ασφυκτικού αυτού ελέγχου της κάθε λεπτομέρειας, πιστεύουμε ότι πρέπει να
μπει η εποπτεία της ποιότητας και του παραγόμενου έργου. Και βεβαίως σ' αυτή
την κατεύθυνση θα είναι πολύ χρήσιμη και η εμπεριστατωμένη μελέτη των οικονομικών της Εκπαίδευσης.
Η αριστεία, όπως
εμείς την αντιλαμβανόμαστε, θα έρθει μέσα από δύο θεσμικά βήματα:
Πρώτον, μέσα από
την ενίσχυση της αυτονομίας των εκπαιδευτικών μονάδων που θα απελευθερώσει τις
δημιουργικές δυνάμεις των εκπαιδευτικών κοινοτήτων και θα δημιουργήσει σχέσεις
υπευθυνότητας, αναγνώρισης, επιβράβευσης και ενίσχυσης της καλής δουλειάς. Το
ένα και μόνο θεσμικό καλούπι είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι δεν λειτουργεί καθώς
δεν λαμβάνει υπόψη υπαρκτές ιδιαιτερότητες και δεν αφήνει τον ζωτικό χώρο να
αναπτυχθούν οι καινοτόμες πρακτικές που θα οδηγήσουν παραπέρα την εκπαιδευτική
μας ζωή.
Και δεύτερον, η
αριστεία θα προωθηθεί μέσω της εισαγωγής της αξιολόγησης σε κάθε επίπεδο, με
κριτήρια που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες αντιλήψεις για την εκπαιδευτική
δράση, αδιάβλητα και αντικειμενικά, που θα επιβραβεύουν τις βέλτιστες πρακτικές
και θα τις αναδεικνύουν ως παραδείγματα προς μίμηση, αλλά και θα δίνουν
ουσιαστικό περιθώριο και ευκαιρίες για βελτίωση εκεί που εντοπίζονται οι
υστερήσεις.
Και να τονίσω
εδώ ότι και η αξιολόγηση είναι μια έννοια που έχει ταλαιπωρηθεί από τις
καταχρήσεις και διαστρεβλώσεις της. Η αξιολόγηση δεν πρέπει να φοβίζει κανέναν
και καμία που κάνει με ευσυνειδησία τη δουλειά του. Ίσα-ίσα είναι η αυτονόητη
προϋπόθεση για την διαρκή βελτίωση, για να δίνουμε στα παιδιά μας ολοένα και
καλύτερη εκπαίδευση.
Η μεγάλη
πλειονότητα των Ελλήνων εκπαιδευτικών είναι αφανείς ήρωες. Και λέω αφανείς,
γιατί η τεράστια προσφορά τους, που ειδικά τα τελευταία χρόνια επιτυγχάνεται σε
εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, δεν αναγνωρίζεται επαρκώς από το κράτος.
Και για να
αρχίζει να αναγνωρίζεται, τουλάχιστον στη δική μας αντίληψη, οι θεσμικές
προϋποθέσεις είναι συγκεκριμένες: Χρειάζεται μεγαλύτερη ελευθερία στην
επιτέλεση του εκπαιδευτικού έργου, με ευελιξία στο ωρολόγιο πρόγραμμα και
δυνατότητα επιλογής του σχολικού εγχειριδίου μέσα από τη σχετική λίστα.
Χρειάζεται η διαρκής αξιολόγηση, επιμόρφωση και επιβράβευση των θετικών
αποτελεσμάτων. Χρειάζεται η αποκέντρωση των αποφάσεων που αφορούν τη λειτουργία
των σχολικών μονάδων, με την ταυτόχρονη θεσμοθέτηση κανονισμού εσωτερικής
λειτουργίας και την ενίσχυση της γραμματειακής υποστήριξης των σχολείων.
Χρειάζεται η ενίσχυση του ρόλου του Συλλόγου διδασκόντων, που θα ενισχύσει την
ανάληψη θετικών πρωτοβουλιών στα σχολεία.
Αυτοί είναι οι
άξονες του δικού μας προγράμματος, της δικής μας πρότασης για την Παιδεία - η
αυτονομία, η αξιολόγηση, η αριστεία, η ποιοτική εκπαίδευση για όλους - πρόταση
που συνεχώς εμπλουτίζουμε μέσα από τη διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους
φορείς, αυτή είναι η δική μας πρόταση, μια πρόταση σαφώς διακριτή από την
εφαρμοζόμενη σήμερα κυβερνητική πολιτική.
Συνεπώς, στο
δίλημμα που θέτει και ο τίτλος της ημερίδας, αν δηλαδή αυτό που χρειαζόμαστε
σήμερα είναι η δημοκρατική ή η τεχνοκρατική ανασυγκρότηση, η δική μας απάντηση
είναι ότι χρειάζεται μια γενική, ευρύτερη ποιοτική ανασυγκρότηση που
περιλαμβάνει και τα δύο αυτά στοιχεία: Τη δημοκρατία μέσα από την ενίσχυση της
δημιουργικότητας των σχολικών μονάδων και των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, στο
πλαίσιο του διπτύχου “Ελεύθερο Σχολείο – Αυτόνομο Πανεπιστήμιο” και την
θεσμική, με τεχνοκρατικά στοιχεία αν θέλετε, θωράκιση με προβλέψεις που θα
διασφαλίζουν ότι τα παραγόμενα αποτελέσματα θα ενισχύσουν την εκπαιδευτική
δράση στη χώρα μας”.