Με αφορμή τον ναό
της Δήμητρας Χθονίας. (Μέρος Γ).
Σκέψεις για τη
συνολική αρχαιολογική κληρονομιά της αρχαίας πόλης των Ερμιονέων.
Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
Ο αρχαίος οικισμός της πόλης
των Ερμιονέων.
Λέμε ότι δυστυχώς η νέα Ερμιόνη κτίστηκε στη
θέση της αρχαίας και έτσι χάθηκαν πολλά αρχαία ίχνη. Αν όμως δεν είχε κτιστεί,
τότε και τα ίχνη που σώθηκαν θα είχαν μεταφερθεί αλλού για χρήση, γιατί επί
αιώνες γινόταν αυτή η μεταφορά λίθων και αρχιτεκτονικών μελών και το σχετικό
εμπόριο. Και η Ερμιόνη ως παραθαλάσσιο μέρος προσφερόταν για αυτή τη μεταφορά.
Ίσως η ζημιά να ήταν μεγαλύτερη. Μη ξεχνάμε ότι ο παλιός μόλος της Ύδρας
κτίστηκε με μπλόκια παρμένα από την αρχαία Ερμιόνη.
Στη φωτογραφία βλέπουμε ένα τεράστιο
ογκόλιθο στο Μπίστι, που έχει πλέον σπάσει στα δύο. Ζυγίζει γύρω στους 6
τόνους. Μια απόδειξη των μεγάλων κατασκευαστικών δυνατοτήτων της πόλης των
Ερμιονέων.
Σήμερα η αρχαιολογική πληροφορία προέρχεται:
1.
Από τις υπό την θάλασσα ανασκαφές που όμως δεν
έγιναν ποτέ μέχρι σήμερα. Οι κατασκευή του βορινού λιμανιού, και η εκβάθυνση
που κατά καιρούς ακολούθησε, ξήλωσαν ό,τι υπήρχε στον βυθό χωρίς να γίνει
καταγραφή. Η επιχωμάτωση των Μαντρακιών και η εκβάθυνση έγιναν χωρίς καταγραφή.
Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε χαμένη για πάντα την περισσότερη αρχαιολογική
πληροφορία για τα δύο λιμάνια της Ερμιόνης.
- Από τις επίσημες ανασκαφές που έχουν γίνει από την αρχαιολογική υπηρεσία (νεκροταφεία, πύλη τείχους, Μπίστι, Σχολείο Μπιστιού, πίσω από του Μεϊντάνη, Ταξιάρχης κ.λ.π.).
- Εμφανή αρχαία ίχνη που ακόμη σώζονται.
- Σωστικές ανασκαφές σε οικόπεδα, ή κατεδαφισμένα σπίτια, που πρόκειται να κτιστούν. Έχουν γίνει περί τις 80 τέτοιες σωστικές ανασκαφές, αλλά κυρίως έχουν εντοπιστεί λείψανα αρχαίων θεμελίων, σπιτιών και όχι δημόσιων κτισμάτων. Πολλά παλιά σπίτια έχουν βαθιά υπόγεια και έχει χαθεί η αρχαιολογική πληροφορία από παλιά, πολλά έχουν ανακαινιστεί, οπότε δεν αναμένεται κάτι τι το σημαντικό από αυτόν τον τομέα.
- Ως εκ των άνω, είναι πάρα πολύ σημαντική η αρχαιολογική πληροφορία που προέρχεται από διηγήσεις και περιγραφές παλαιών Ερμιονιτών, από έντυπα κάθε είδους κ.λ.π.
Μέχρι σήμερα δεν έχει συγκεντρωθεί η
υπάρχουσα, έστω αρκετά φτωχή, αρχαιολογική πληροφορία, ώστε να γίνει μια
σύνθεση που να δίνει την εικόνα του αρχαίου οικισμού, την εικόνα της λαμπρής
πόλης των Ερμιονέων. Δεν είναι γνωστή η θέση των ναών της (εκτός ελαχίστων),
του σταδίου, του θεάτρου, των δημόσιων κτιρίων, λουτρών, κρηνών αρχαίων μόλων,
εργαστηρίων, αγοράς κ.λ.π.
Για τη σύνθεση αυτή είναι αναγκαία η
συνεργασία πολλών αρχαιολογικών υπηρεσιών, και ας μη ξεχνάμε, ότι κάθε ανασκαφή
την χρεώνεται ένας αρχαιολόγος που πρέπει να κάνει σχετική ανακοίνωση, κάτι που
κρατά πολύ. Να σκεφτούμε ότι ούτε τα γραπτά τεκμήρια του Φιλαδελφέα που έκανε
ανασκαφές στην Ερμιόνη το 1907 δεν είναι διαθέσιμα και μόλις τελευταίως έφτασε
στα χέρια της αρχαιολογικής υπηρεσίας το ημερολόγιο των ανασκαφών του.
Και όμως υπάρχει πάντα ελπίς! Αρκεί να σκεφτούμε ότι το 50% της έκτασης
του σημερινού οικισμού της Ερμιόνης είναι δημόσιος χώρος μη οικοδομημένος,
άμεσα προσιτός στην αρχαιολογική έρευνα. Είναι το Μπίστι, η θαλάσσια έκταση από
το νέο λιμάνι μέχρι την αρχή του Μπιστιού, που είναι γεμάτη αρχαία, η έκταση
από Φουγάρο του Μέξη μέχρι διασταύρωση που είναι ο χώρος των αρχαίων
νεκροταφείων, αλλά το κυριότερο, οι δρόμοι και οι πλατείες του οικισμού
οι οποίοι δημιουργούν ένα πλέγμα που σχεδόν ακουμπάει όλα τα κτίσματα της
αρχαίας πόλης (οι ανασκαφές στους δρόμους που θα περνάει το ΤΡΑΜ στον Πειραιά
και αυτές για την κατασκευή των σταθμών του ΜΕΤΡΟ, θεωρούνται ως οι μεγαλύτερες
που έγιναν ποτέ στον Πειραιά).
Άρα: Η συγκέντρωση της
αρχαιολογικής πληροφορίας για τον οικισμό της Ερμιόνης είναι στα χέρια των
κατοίκων της και ιδιαίτερα της Τοπικής Κοινότητας Ερμιόνης και του Δήμου
Ερμιονίδας. Μπορούν να εξεύρουν πόρους και χρήματα και βάσει ενός μακρόπνοου
σχεδιασμού να ανακτήσουν την αρχαία τους ιστορία. Μπορούν να αναζητήσουν
μεθοδικά, προγράμματα και δράσεις σε συνεργασία με την Περιφέρεια, τα
Πανεπιστήμια, την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν είναι ζήτημα τουρισμού και οικονομίας. Είναι πρώτα απ’ όλα ζήτημα ταυτότητας.
Στην Ύδρα γεννιέται ένα παιδί και μεγαλώνει
σε έναν ιδιαίτερο οικισμό. Παίζει στην ίδια πλατεία που έπαιξαν οι ήρωες
Υδραίοι ναυμάχοι, βλέπει τα ίδια σπίτια. Γι’ αυτό και ο δήμαρχος Ύδρας θεωρεί
έργο άμεσης προτεραιότητας την αναστήλωση του Φάρου του Δοκού, που κτίστηκε το
1923, ενώ εμείς προσπερνάμε τον ξακουστό ναό της Δήμητρας Χθονίας.
Στην Ερμιόνη ο οικισμός ο παλιός, των
παππούδων μας, σχεδόν χάθηκε, η αρχαία μας κληρονομιά είναι δυσδιάκριτη, δεν
συμβάλλει παρά ελάχιστα στην ταυτότητά μας. Οι
ανασκαφές, το Μουσείο, είναι ζωτικής ανάγκης για την Ερμιόνη, για την ταυτότητά
της.
Ο οικισμός των Ερμιονέων της Προϊστορικής,
Μυκηναϊκής και Γεωμετρικής Εποχής.
Μιλάμε για το λόφο της Μαγγούλας και κυρίως
την υπό την θάλασσα κατοίκηση που περιλαμβάνει μια τεράστια έκταση που φτάνει
μέχρι τα Ευκάλυπτα. Εδώ η αρχαιολογική πληροφορία είναι αδιατάραχτη και δεν υπάρχουν εμπόδια, ούτε σε χερσαία
ούτε σε υποθαλάσσια ανασκαφή. Στο βιβλίο μου «Η ΤΩΝ ΕΡΜΙΟΝΕΩΝ ΠΟΛΙΣ» υπάρχει η
πρώτη γενική περιγραφή του υπό την θάλασσα οικισμού και των λιμενικών του
εγκαταστάσεων. Σήμερα όλοι έχουμε συνειδητοποιήσει τη σπουδαιότητα αυτού του
αρχαιολογικού χώρου.
Η Τοπική Κοινότητα Ερμιόνης και ο Δήμος
Ερμιονίδας πρέπει να ενεργήσουν για την
ανασκαφή αυτού του σημαντικού χώρου.
Προβλέπω ότι μετά από 20 χρόνια, αν εμείς
θελήσουμε να βάλουμε τις βάσεις, η Ερμιόνη θα είναι παγκοσμίως γνωστή για τη
συνεχή ιστορία της.
Με την πλήρη ανασκαφή των νεκροταφείων της,
των υπό την θάλασσα αρχαιοτήτων της, βασικών δρόμων και πλατειών της, την πλήρη
ανασκαφή του χώρου της Μαγγούλας, θα έχει ένα από τα πλέον ονομαστά Μουσεία της
χώρας.
Στη φωτογραφία χώροι που μπορούν να γίνουν
μεγάλες ανασκαφές.
Αν θέλουμε να πιστέψουμε σε ένα τέτοιο όραμα
για την πατρίδα μας, ας ξεκινήσουμε με την πλήρη ανασκαφή του περίφημου ιερού
της Δήμητρας Χθονίας.