Πυροφάνι στη Λιμνοθάλασσα των Ποτοκίων.
Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
Φεύγαμε με το που έμπαινε ο ήλιος από Ματράκια για τη μικρή αμμουδιά στο Μαυρονήσι (θέση 1).
Εκεί σενιάραμε τη λάμπα, και καθαρίζαμε λίγη άμμο για λαδιά, αν δεν
είχαμε πάρει από του Μαστρογιάννη. Σε αυτό το μέρος όπως είπαμε και στο
προηγούμενο άρθρο, είναι πολύ γλυκά όταν πέφτει ο ήλιος. Περιμέναμε λίγο
να πέσει το σκοτάδι και ξεκινούσαμε να πάρουμε τη μπάντα του βουνού,
προς το νησάκι (κόκκινο βέλος). Συνήθως φτάναμε στο δεύτερο λιμανάκι στα
Καμίνια και γυρίζαμε για να ψαρέψουμε με σκοτάδι καλό. Αρκετά χταπόδια,
σαργούς σκιούς, σπάρους, καμιά χύβα, κεφάλους, πολλά μουγκριά, μια φορά
αναπάντεχα ένα ροφό!
Επιστρέφοντας
πιάναμε....
.... τη θέση 2, απέξω, όπου στριμώχναμε κεφάλους, ενώ σχεδόν πάντα
πιάναμε μεγάλο χταπόδι. Μετά περνούσαμε τη μισοκατεστραμένη τότε μπούκα
και ψαρεύαμε στο σημείο 3 που ήταν βαθιά τα νερά.
Κεφάλους, καμιά σάλπα, σπάρους, μουρμούρες και λιγδάκια, κάνα μουγκρί
και καμιά λίτσα που κυνηγούσε σαν τρελή αθερίνα. Δεν έλλειπαν και από δω
τα μεγάλα χταπόδια. Αν είμαστε τυχεροί και κάνα μικρό λαυράκι.
Το ενδιαφέρον μας όμως ήταν στα ρηχά της λίμνης, τότε βάθος 60 έως 20
πόντους, σήμερα μόλις 10 με 20 πόντους. Εδώ δεν μπορούσαν να κινηθούν
οι μεγάλες επαγγελματικές παπαδιές των ψαράδων μας.
Κάναμε ασταμάτητα γύρους και κάθε τόσο πεταγότανε καμιά μουρμούρα αρκετά
μεγάλη. Καλύτερα ξεθαβότανε, γιατί την ώρα αυτή είναι θαμμένες στην
άμμο και δεν φαίνονται. Το ίδιο και τα λιγδάκια. Δεν απαγοητευόμαστε.
Κάναμε κύκλους μία με δύο ώρες και καταφέρναμε να πιάσουμε 5-6
μεγάλες μουρμούρες, λίγα λιγδάκια και κεφάλους. Ξαφνικά βλέπαμε στον
μαλακό σαν αλεύρι βυθό μια γραμμή. Ήταν μεγάλο χέλι που κινείται με
ευχέρεια και μεγάλη ταχύτητα μέσα στη λάσπη, και εμείς βλέπαμε τη μικρή
αναταραχή που προκαλούσε στης επιφάνειά της. Μια γραμμή, όπως κινείται
το φίδι, από μία μικρή θολούρα συνεχή. Καμιά φορά καταφέρναμε
και το κτυπάγαμε. Άλλες φορές βρίσκαμε μουγκρί μεγάλο η χέλι τυλιγμένο
να κάθεται αμέριμνο ή καμιά μεγάλη μπάφα. Και οι γλώσσες ήταν θαμμένες
και ξαφνικά πετάγονταν και τρέχανε σαν παλαβές να ξαναχωθούν μέσα στη
λάσπη. Μόνο το σημείο που χώθηκαν απείχε μέτρα από το σημείο που
στάθηκαν τελικά, χωρίς να αφήνουν ίχνος. Παρ’ όλα αυτά καταφέρναμε να
πιάνουμε 2-3 μεγάλες.
Έτσι για το παιδικό πυροφάνι ήταν η λίμνη ο καλύτερος τόπος, ήταν η λίμνη μας.
Κάθε
ένα τέταρτο τα νερά έμπαιναν με όλο και μεγαλύτερη ορμή από τη μπούκα
και μετά αποσύρονταν. Σε ορισμένα σημεία ήταν τόσο ορμητικά, που
έστριβαν τη βάρκα και κατά την απόσυρση δεν ήταν λίγες οι φορές που
κοστέρναμε και περιμέναμε να ξανάρθουν τα νερά να ξεκοστάρουμε. Η
λιμνοθάλασσα ανέπνεε στον ρυθμό της.
Η
λάμπα ήταν παμπάλαια, δώρο του μακαρίτη του Μιχαλάκη του Κοτσογκιώνη
για να πηγαίνω πυροφάνι. «Εμένα δεν μου βαστάνε πια τα πόδια για βάρκα,
πάρτηνε κι όταν σε βλέπω θα είναι σαν να είμαι κι εγώ μέσα.». Δούλευε με
πετρέλαιο και τρόμπα για αέρα. Το κοντάρι της κατσάρας ήταν πάντα δώρο
του Λούη και δεν ήταν λίγε οι φορές που πηγαίναμε μαζί πυροφάνι με
ιστορίες ατέλειωτες. Είχε φτιάξει και ένα λεπτό ειδικό καμάκι για να
κτυπάμε γάμπαρη, που υπήρχε έξω από τη Λιμνοθάλασσα και γύρω από τις
φυκιάδες, τότε μπορώ να πω σε αφθονία.
Όταν δεν πιάναμε πλέον τίποτα, πέρναμε το δρόμο της επιστροφής προς τα Ευκάλυπτα κάνοντας πολλά ζιγιζάκ στη θέση 4 όπως και στη θέση 5 όπου και οι στρογγυλές, σαν ιπτάμενοι δίσκοι, Φυκάδες.
Το
καλοκαίρι ζέστη από τη λάμπα, καυσαέριο στα μάτια, και σκνίπα σαν
σύννεφο που την τράβαγε η λάμπα. Ούτε που το καταλαβαίναμε. Θεία στιγμή
όταν για λίγο σταματάγαμε να φάμε ψωμί, τυρί και ντομάτα πλυμένη στη
θάλασσα.
Το
χειμώνα πολύ παγωνιά, με κουκούλες που μόνο τα μάτια αφήνανε έξω.Τα
χέρια στο καμάκι ξυλιάζανε. Ο κουπάς που δεν τον έπιανε καθόλου η ζέστα
της λάμπας, κοκκάλωνε. Μετά τις έντεκα άρχιζε να φέρνει ομίχλη από τη
μεριά της στεριάς των Ποτοκιών. Πυκνή ομίχλη, όμως το ύψος της δεν ήταν
πάνω από 30 πόντους! Έπεφτε σαν πέπλο στη
θάλασσα, βυθό δεν βλέπαμε και ξαφνικά νόμιζες πως δεν ήσουν στη γη αλλά
σε απόκοσμο μαγικό τοπίο, όπου πραγματικά η πλώρη έσχιζε ομίχλη και τα
κουπιά βυθίζονταν σε σύννεφο, ενώ εμείς πάνω στη βάρκα είχαμε ξάστερο
καιρό! Έλεγε ο Λούης: «και τώρα μπαίνουμε στην Αχερουσία!».
Ήταν και είναι η Λιμνοθάλασσα των Ποτοκίων ζωντανή, δεν είναι απλά ωραία ως περιβάλλον και καταφύγιο πουλιών. Είναι
ένας μαγικός τόπος, μαγικός μικρόκοσμος, μαγικό και το πυροφάνι της και
το περπάτημά της.Ακόμη και τα ψάρια της έχουν άλλη συμπεριφορά. Ούτε η γραφή ούτε η εικόνα έχουν τη δύναμη να την περιγράψουν. Ή ζεις μαζί της ή δεν την ξέρεις, δε σε ξέρει.
Στην
παλιά Λιμνοθάλασσα δεν έμπαινε ούτε μικρή βάρκα, έτσι πριν τη
δημιουργία της νέας δεν υπήρχε, θα λέγαμε, ο όρος "πυροφάνι στη
Λιμνοθάλασσα". Γεννήθηκε με την εγκατάλειψη της νέας, δηλαδή μετά το
1970;; Να και ένα τεχνικό έργο που δημιούργησε ένα μικρό παράδεισο,
γιατί και όλη η λιμνοθάλασσα να είχε γίνει εκμεταλλεύσιμο ιχθυοτροφείο,
ένας μικρός παράδεισος και πάλι θα ήτανε.
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος