''Ο δενδρικός
πλούτος Ερμιονίδας συνοδεύεται από έναν δενδρικό μύθο που αφορά όλα τα φρούτα και όχι μόνον τα ρόδια''
Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
Δεν είναι δυνατόν να αναζητηθεί η ροδιά και το ρόδι έξω από
τον δενδρικό πλούτο
της περιοχής μας, δηλαδή να πούμε απλά ότι υπήρχαν τα ρόδια εκεί και εκεί ή
κάποιοι τα έφεραν και τα καλλιέργησαν. Η ροδιά και το ρόδι πάνε παρέα με πλήθος
δενδρικών καλλιεργειών που αναπτύχθηκαν στην περιοχή μας, παρ’ όλη την
έλλειψη βροχών και νερού. Και το φαινόμενο αυτό, θα το έλεγα μάλλον μοναδικό
στην Παλιά Ελλάδα, είναι απόρροια της πρωτοφανούς οικονομικής, πληθυσμιακής,
οικιστικής, ναυτικής και εμπορικής ανάπτυξης της περιοχής μας μετά το 1770....
..... Το
ρόδι όμως σαν πανάρχαια καλλιέργεια και η ροδιά ως ιερό δένδρο συγκεντρώνουν
μεγάλη πιθανότητα να καλλιεργούνταν στην περιοχή μας, έστω και σε υποτυπώδη
μορφή, από πολύ παλαιότερα. Και επειδή μαρτυρίες γραπτές πριν το 1828 είναι
σπανιότατες (ελπίδες υπάρχουν στα ενετικά και οθωμανικά αρχεία), μόνον ο εντοπισμός
παμπάλαιων δέντρων ροδιάς στα περιβόλια, στα μοναστήρια και τις αυλές των
σπιτιών μας μπορούν να βεβαιώσουν από τους ετήσιους κύκλους των κορμών τους την
παλαιότητά τους.
Το βέβαιο είναι ότι πριν το 1770 τα νησιά μας ήταν ουσιαστικώς
ερημονήσια, η Ερμιονίδα φτωχή και μάλλον υποτυπωδώς καλλιεργούμενη, αλλά είχαν
ζωή τα μοναστήρια της μέσω και των εξωκλησιών τους. Αναφέρονται και ορισμένα
οθωμανικά κτήματα χωρίς λεπτομέρειες. Το βέβαιο όμως είναι ότι πριν ξεσπάσει η
Επανάσταση του 1821 ο Βούλγαρης, ως διοικητής της Ύδρας αγόρασε από οθωμανό
γαιοκτήμονα την περίφημη περιβόλα στον κάμπο των Αγίων Αναργύρων που από τότε
πήρε το όνομα «Περιβόλα του Βούλγαρη» και η περιοχή «Βουλγαρέικα». Όταν την
αγόρασε ήταν περιβόλα, δηλαδή περιβόλι με κύρια καλλιέργεια τα εσπεριδοειδή τα
οποία τα άπλωσε σε όλο το κτήμα, ενώ δίπλα δημιουργήθηκε και η παρόμοια
περιβόλα του Ζωγράφου. Το νερό ερχόταν κυρίως από πηγή (σχετικά στοιχεία και
σχέδια και φωτογραφίες υπάρχουν στο βιβλίο μου). Στο μοναστήρι των Αγίων
Αναργύρων υπήρχαν λίγα δέντρα σε μορφή μάλλον κήπου παρά περιβολιού. Στην αυλή
μάλιστα υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, η παλαιότερη πορτοκαλιά Ντόλτσε της
Ερμιόνης.
Στ’ Αλώνια της Ερμιόνης υπάρχει η μεγάλη Περιβόλα του
Λεούση που την πήρε προίκα από τον Λεμπέση και η οποία περιβόλα ήταν
προηγουμένως ιδιοκτησία του σπετσιώτη προύχοντα Μπάμπα ή Βάβα, γι’ αυτό
αυτή η τοποθεσία πολύ παλιά λεγόταν «Μπαμπαίικα», πριν πάρει το όνομα «Μάντρα
του Λεούση». Εδώ το πότισμα γινόταν από μαγγανοπήγαδο και γνωρίζουμε ότι τα
περισσότερα εσπεριδοειδή τα έφαγε η φυλλοξέρα, όπως και άλλων περιβολιών.
Πιθανόν και αυτή η περιβόλα να είχε αγοραστεί από κάποιον οθωμανό γαιοκτήμονα.
Κάτι ανάλογο πρέπει να έγινε και σε ορισμένα άλλα μέρη της
Ερμιονίδας, όπως Κόστα, Πορτοχέλι, με αντίστοιχες περιβόλες που περιήλθαν στα
χέρια σπετσιωτών προυχόντων. Δεν έχω διαβάσει σχετικά στοιχεία και ίσως μπορούν
να μας δώσουν οι συμπατριώτες σπετσιώτες αν έχουν στα αρχεία τους ή από τη
λαϊκή τους παράδοση.
Άρα είναι βέβαιο ότι πριν το 1821 υπήρχαν σε επιλεγμένες
θέσεις της Ερμιονίδας και κυρίως στους κάμπους της Ερμιόνης που είχε και κάστρο
λίγες αλλά μεγάλες για την εποχή τους Περιβόλες η ύπαρξη των οποίων μπορεί να
χάνεται στα χρόνια της Ενετικής κατάκτησης. Φαίνεται λοιπόν ότι ο δενδρικός πλούτος
που είχε μαζευτεί σε αυτές τις περιβόλες ήταν η απαρχή των δενδρικών καλλιεργειών της περιοχής μας,
ποτιστικών και ξερικών, φερμένων από διάφορα μέρη της ενετικής και οθωμανικής
αυτοκρατορίας.
Στην Ερμιόνη, τύχη αγαθή, διασώθηκε σχεδόν πλήρες το αρχείο
του Βούλγαρη το οποίο κατέταξε σε τόμους ο θείος Απόστολος Γκάτσος και
φυλάσσεται στη μονή των Αγίων Αναργύρων. Ένας σχεδόν τόμος είναι με αποδείξεις
εμπορίας προϊόντων και καλλιεργητικά έξοδα της Περιβόλας, πολύτιμος θησαυρός
για την τεκμηρίωση του δενδρικού πλούτου της Ερμιόνης. Στο βιβλίο του Μηλιαράκη
υπάρχουν επίσης συγκεντρωτικά στοιχεία αγροτικής παραγωγής της ευρύτερης
περιοχής μας, όχι όμως, και δυστυχώς, λεπτομέρειες. Πιθανόν και το Αρχείο της
Ύδρας καθώς και οι τοπικές εκδόσεις Υδραίων και Σπετσιωτών μελετητών. Στα βιβλία
του υδραίου Καραμήτσου υπάρχουν διαφωτιστικά στοιχεία για περιβόλια στην Ύδρα
και στο Μετόχι. Από τη μεριά μου ό,τι αφορά όλες τις παραγωγές της Ερμιονίδας
είναι αποτυπωμένο στο βιβλίο μου «Η ανασυγκρότηση της Ερμιονίδας. Κρανιδιωτών
Πολιτεία», ενώ πολύτιμα στοιχεία για τα περιβόλια της Ερμιόνης υπάρχουν στο
βιβλίο του δασκάλου μας Μιχάλη Παπαβασιλείου, μερικά των οποίων θα μεταφέρω στη
συνέχεια στους αναγνώστες, λόγω του ότι το βιβλίο του είναι πλέον δυσεύρετο.
Εννοείται ότι τα ως άνω βιβλία υπάρχουν στην Δημοτική Βιβλιοθήκη Ερμιόνης.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι δενδρικός πλούτος
προϋπήρχε στην Ερμιονίδα και τα νησιά της και αυξήθηκε κατά τα χρόνια της
πρωτόγνωρης ανάπτυξης 1770 – 1821, ευνοήθηκε από την καταστροφή της Χίου,
γιατί όχι μόνον αρκετοί Χιώτες ήλθαν στα μέρη μας και μετέφεραν τις
καλλιέργειές τους, αλλά μετά την καταστροφή η Ερμιονίδα για πολλά πολλά χρόνια
ήταν (μαζί με την Αίγινα όπου και εκεί έφτιαξε Περιβόλα ο Βούλγαρης, αλλά και
με τον Πόρο όπου δημιουργήθηκε το Λεμονοδάσος κυρίως από τους απογόνους του
υδραίου, με καταγωγή από τα Βάτικα Λακωνίας, μπουρλοτιέρη Γεωργίου Βατικιώτη),
ήταν ο τόπος παραγωγής φρούτων που αντικατέστησε την Χίο.
Τα εσπεριδοειδή έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία, γιατί το κρασί και τα οινοπνευματώδη ήσαν απαγορευμένα και ήταν
ως εκ τούτου διαδεδομένοι οι χυμοί εσπεριδοειδών αλλά και των άλλων φρούτων, τα
γλυκά, τα σιρόπια κ.λ.π. Μεταξύ αυτών πρωτεύουσα θέση είχε το λεμόνι, γιατί οι
λεμονιές κάνανε δύο φορές το χρόνο, υπήρχαν και τρίφορες(!), λεμόνια υπήρχαν
και το καλοκαίρι, όταν όλα τα άλλα εσπεριδοειδή απουσίαζαν, κρατούσαν πολύ
καιρό πάνω στο δέντρο, διατηρούνταν πολύ καιρό σε κελάρια και σε αμπάρια
πλοίων, ήταν πολύ ανθεκτικά και ως εκ τούτο ήταν το κύριο όπλο για το
σκορβούτο, δηλαδή ήταν το φάρμακο που έπρεπε να έχει κάθε πλοίο. Δεν ήταν το
λεμόνι όπως σήμερα, να ρίξουμε λίγο στο φαΐ και να φτιάξουμε καμιά λεμονάδα
φυσική στα παιδιά.
Εκτός από τα εσπεριδοειδή μεγάλη πέραση είχαν και τα φρούτα
που γίνονταν γλυκό, ή που ξεραίνονταν στον ήλιο. Γι’ αυτό, έχοντας τα
περιβόλια μπροστά τους μια αγορά που τα ζητούσε όλα, είχαν απ’ όλα και
όχι μόνο ένα είδος. Το ένα ή δύο είδη το επέβαλε η αγορά της Αθήνας μετά το
1960 και έτσι περάσαμε ουσιαστικά σε μονοκαλλιέργειες.
Και όταν μιλάμε για παλιά περιβόλια, δεσπόζουσα θέση κατέχει η Ερμιόνη με τους
κάμπους της, των Αγίων Αναργύρων, Κινέττας και Ποτοκιών, Κουβέρτας, Κάμπο της
Ερμιόνης και Ακρογιαλιά, σε άμεση συσχέτιση με την κραταιά τότε Ύδρα αλλά και
δευτερευόντως με τις Σπέτσες. Ως εκ τούτου ή
Ερμιόνη έχει το ιστορικό υπόβαθρο, και το τεκμήριο να θεμελιώσει όχι μόνον
παραγωγή «Μανταρίνια Ερμιόνης», «Ρόδια Ερμιόνης», που ήδη υπάρχουν αναγνωρίσιμα
στην αγορά αλλά και κάθε φρούτου, αφού εντοπίσει το αρχικό τοπικό δέντρο και το
αναπτύξει σε συστηματική καλλιέργεια. Διαθέτει δεν διακριτό, συνολικό μύθο για τις δενδροκαλλιέργειές της
ανάλογο με αυτόν της Χίου.
Τέτοιος δενδρικός πλούτος με τεκμηρίωση και ιστορία
είναι πολιτισμικός
και οικονομικός πλούτος, για τους έχοντες μυαλό, όραμα και
φρόνηση, για τους μη έχοντες είναι απλές ιστοριούλες περασμένης εποχής. Εννοώ
ότι και η ανεύρεση μιας ποικιλίας παράξενης αχλαδιών, βερίκοκων, μπορεί να
στηρίξει καλλιέργειες «Αχλάδια Ερμιόνης», «Βερίκοκα Ερμιόνης» κ.λ.π.
Και δεν υπερβάλω. Υπάρχει το παράδειγμα του κρανιδιώτη Γιάννη
Κοντοβράκη, που από μια παντελώς ξεχασμένη ποικιλία σταφυλιών, τα αρωματικά
ροκανάρια που μόλις διασώζονταν στα αμπέλια του πατέρα του, έστησε ένα καλό και
με όνομα αμπελώνα με επώνυμο τοπικό οίνο. Στη κυριολεξία από το τίποτα.
Βάζαμε παλιά πολλά κρασιά στο μαγαζί μας και σας πληροφορώ
ότι αν ψάξετε, ακόμη και σήμερα, στις άκρες των κτημάτων σας θα βρείτε να
σιγοσβήνουν κλήματα με σπάνιες ποικιλίες σταφυλιών. Έχουν αξία μεγάλη για
αυτούς που έχουν όραμα.
Έρρωσθε,