''Αν είμαστε κατά σε μια επένδυση, έχουμε χιλιάδες δικαιολογίες και αφορισμούς.
Αλλά με τι την αντικαθιστούμε; Με γενικόλογα και αφορισμούς;''
Ένα ιχθυοτροφείο όντως θέλει ανοικτή και με ρεύματα θάλασσα πολύ καθαρή, όχι για να την ρυπαίνει, αλλά γιατί αν δεν είναι καθαρή θα του αρρωσταίνουν και θα του ψοφάνε τα ψάρια. Έχουν κλείσει ιχθυοτροφεία, γιατί δεν ευδοκίμησαν σε μολυσμένα και ζεστά νερά, ενώ μερικές φορές έχουν μεταφέρει ασθένειες ψαριών στον φυσικό πληθυσμό ψαριών μιας περιοχής.
Η ρύπανση προέρχεται κυρίως από το περίσσευμα της τροφής που διαχέεται στη θάλασσα και από τα περιττώματα των ψαριών. Το κύριο κόστος είναι η τροφή, δηλαδή περίπου 3 – 4 κιλά τροφή για να παραχθεί ένα κιλό ψάρι. Είναι δυνατόν λοιπόν σε ένα κλάδο ανταγωνιστικό να σπαταλιέται με οποιονδήποτε επιπόλαιο και...
..... αντιεπιστημονικό τρόπο η τροφή; Δηλαδή ο ιχθυοτρόφος επιδιώκει από διαστροφή να μπαίνει μέσα; Τα περιττώματα των ψαριών μπορεί πέφτοντας κάτω από τα κλουβιά να δημιουργούν στον βυθό μια εστία συγκέντρωσης αλλά είναι χωνεμένη τροφή για άλλους οργανισμούς.
Είναι αυτονόητο από κακή χρήση, επιπολαιότητα, μη επίβλεψη να υπάρχει μόλυνση γύρω από τα κλουβιά, όμως πλήρως ανεπιθύμητη για τον ίδιο τον ιχθυοτρόφο. Μήπως σε ένα βουστάσιο επιδιώκει τη μόλυνση του βουστασίου του ο ιδιοκτήτης για να καταστραφεί; Νομίζουμε ότι τα ψάρια της ιχθυοκαλλιέργειάς μας που μπαίνουν ως πολύ καλά προϊόντα ακόμη και στις πιο απαιτητικές αγορές της Ευρώπης δεν περνάνε από κανέναν έλεγχο;
Ο Δήμος, η Περιφέρεια, το ΥΠΕΚΑ έχουν αυτονόητο δικαίωμα ελέγχου. Αν δεν το ασκούν ποτέ, φταίει ο ιχθυοκαλλιεργητής;
Για την περιοχή μας προβλέπεται στη Βουρλιά, Πλατειά, μέγιστη παραγωγή γύρω στις 10 000 τόνους ψαριού. Προβλέπεται μεν αλλά δύσκολα επιτυγχάνεται. Στην κατανάλωση η αξία τους είναι 70 000 000 €. Ο ιχθυοτρόφος είναι πολύ ευχαριστημένος αν πουλάει με 4 € χοντρική και προς εξαγωγή (80% των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας εξάγονται). Τα υπόλοιπα τα κερδίζει το εμπόριο, η λαϊκή, ο μανάβης, χώρια τα εστιατόρια κ.λ.π. που δεν υπολογίζονται εδώ.
Για τις ελληνικές θάλασσες η ικανότητα παραγωγής ψαριού με φυσικό τρόπο είναι 10 κιλά ανά στρέμμα θαλάσσης το χρόνο. Δηλαδή τα αλιευτικά πεδία της Ερμιονίδας είναι περίπου 300 000 στρέμματα και μπορούν να δίνουν το χρόνο 3000 τόνους ψάρι. Αυτό βέβαια μπορεί να ισχύσει, όταν δεν ρυπαίνουμε την θάλασσα, όταν την αποκαταστήσουμε και την κάνουμε αειφόρο, όταν όταν.......αλλά όχι σήμερα. Και την αειφορία της ΔΕΝ την εμποδίζουν τα ιχθυοτροφεία, αντίθετα την ενισχύουν.
Οι βοσκοί πουλάνε το αρνί ζωντανό προς 4 € το κιλό. Για να δημιουργηθεί άξια 70 000 000 € πρέπει να πουλήσουν 17 500 000 κιλά αρνί δηλαδή 1750 000 δεκάκιλα αρνιά το χρόνο. Και αυτή η δραστηριότητα να γίνεται εξ ολοκλήρου στην Ερμιονίδα.
Για να εισπράξουν τα ξενοδοχεία μας και τα νοικιαζόμενα 70 000 000 € τη σαιζόν και υπολογίζοντας 50 € το άτομο την ημέρα και με διατροφή πρέπει να φιλοξενήσουν 1 400 000 άτομα τη σαιζόν. Δεδομένου ότι η σαιζόν είναι 60 μέρες πρέπει η Ερμιονίδα να είχε πάνω της 23000 ξένους την ημέρα. Αν αυτό δεν είναι ρύπανση τότε τι είναι; Ή νομίζουμε ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων που θα εξυπηρετήσουν όλους αυτούς δεν θα είναι μετανάστες;
Αν είχαμε καταφέρει να φέρουμε σχολές στον τόπο μας (βιομηχανία σχολών δηλαδή) τότε θα έπρεπε οι σχολές να είχαν 7000 φοιτητές όλους σε νοικιαζόμενα για να δημιουργηθεί τοπική αξία 70 000 000 €.
Θα έπρεπε να είχαμε 2300 δημόσιους υπαλλήλους στην Ερμιονίδα για να εισρεύσει αξία 70 000 000 €.
Θα έπρεπε να πουλούσαμε 23000 στρέμματα κάθε χρόνο με 3000€/στρ για να εισρεύσει αξία 70 000 000 €.
Θα έπρεπε να πουλάμε 140 000 τόνους εσπεριδοειδή το χρόνο για να φέρουμε 70 000 000 € στην Ερμιονίδα (και στη χώρα) και να εξάγαμε το 80% αυτής της ποσότητας. Έπρεπε δηλαδή να είχαμε στην Ερμιονίδα 3 000 000 δέντρα εσπεριδοειδών! Θα είχαμε νερό; Τα λιπάσματα που θα βγαίνανε.... υπογείως;
Η Ερμιονίδα έχει περίπου 4000 οικογένειες μόνιμων κατοίκων. Τα 70 000 000 € αντιστοιχούν σε 17500 €/ ανά οικογένεια.
Δυστυχώς ο κοινός νους έχει προ πολλού πετάξει από την περιοχή μας και τελευταίως πετάει και ο νους. Έχει φύγει το περιεχόμενο και μας έμεινε το τσόφλι.
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος