Η «αιωνία εξίσωση» της οικονομίας είναι: ΠΑΡΑΓΩΓΗ = ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ + ΕΠΕΝΔΥΣΗ.
Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
Η «αιωνία εξίσωση» της οικονομίας είναι: ΠΑΡΑΓΩΓΗ = ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ + ΕΠΕΝΔΥΣΗ. Πρώτα παράγω και μετά ένα μέρος της παραγωγής το καταναλώνω και ένα άλλο το επενδύω. Αν καταναλώνω όλη μου την παραγωγή τότε μένω αιωνίως οικονομικά στάσιμος (αλλά και ανασφαλής). Αν ένα μέρος το κάνω επένδυση, τότε κτίζω το οικονομικό μου μέλλον (αλλά και την ασφάλειά μου), αφού θα μπορώ να παράγω περισσότερα, καλύτερη ποιότητα, νέα προϊόντα και υπηρεσίες, χώρια την βελτίωση των υποδομών μου, της παιδείας κ.λ.π..........
Την κατανάλωση και μάλιστα την αλόγιστη την γνωρίσαμε όλοι τα τελευταία 40 χρόνια στη χώρα μας και στην επαρχία μας, ώστε δεν χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο, μόνο ότι είναι το πολύ εύκολο μέρος της «αιωνίας εξίσωσης».
Την επένδυση την γνωρίσαμε και αυτήν πολύ καλά, αλλά από την ανάποδη. Διαλύσαμε τα εργοστάσια του ιδιωτικού τομέα, διαλύσαμε τις καλλιέργειες και τα κανάλια εμπορίας, διογκώσαμε το δημόσιο με άεργους τομείς με πολυπληθές άεργο προσωπικό, και ως ήταν φυσικό αυτές οι ‘επενδύσεις’ ήταν σαν να φτιάχνουμε επιχειρήσεις που ο παραγωγικός τους σκοπός ήταν να βγάζουν νερό με το κοφίνι.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να ξεχάσουμε το πατροπαράδοτο παραγωγικό πρότυπο της Ερμιονίδας και να αναπτύξουμε ένα νέο υπερκαταναλωτικό πρότυπο που ‘έτρωγε’ όχι μόνον την παραγωγή μας αλλά και δανεικά. Έτσι ξεχάσαμε και το τι είναι επένδυση, αφού με τα δανεικά ζούσαμε μια χαρά.
Παρακολουθώ ότι στα μπλογκ που αναφέρονται στην Ερμιονίδα η λέξη ΠΑΡΑΓΩΓΗ δεν αναφέρεται ποτέ. Συνέχεια ασχολούνται με υποθέσεις που ανάγονται σε ένα λεκτικό μοτίβο: «το κράτος και η τοπική αυτοδιοίκηση οφείλουν να προσλαμβάνουν, να πληρώνουν, να συνεισφέρουν, να χορηγούν, να καλύπτουν, να χρηματοδοτούν, να έχουν μόνιμο προσωπικό, κ.λ.π.». Δηλαδή να καταναλώνουν. Την δεκαετία του 1950 και του 1960 αυτό το μοτίβο ήταν αδιανόητο. Όλοι έλεγαν: «το κράτος είναι φτωχό. Να εργάζεσαι σκληρά, να καταναλώνεις με προσοχή, να αποταμιεύεις και να επενδύεις». Δηλαδή αν υπήρχαν μπλογκ αυτή την περίοδο οι λέξεις ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΗ, ΕΠΕΝΔΥΣΗ θα ήταν σε συνεχή χρήση. Είναι η παραγωγή το πολύ δύσκολο μέρος της «αιωνίας εξίσωσης».
Και παραγωγή σημαίνει εργασία. Και αυτή έχει πρότυπα. Να μην μας κάνει εντύπωση ότι η εργασία, δηλαδή η παραγωγή έργου, είναι θρησκευτική έννοια. Η προτεσταντική εργασία είναι η βάση του καπιταλισμού. Ο προτεστάντης εργάζεται, εμπορεύεται, κερδίζει, αναπτύσσεται οικονομικά, και όλα αυτά είναι κριτήρια εισόδου του στον Παράδεισο. Αφού τα πετύχει όλα αυτά, το αποτέλεσμα μπορεί να το δωρίσει, να το επιστρέψει οργανωμένα στην κοινωνία, γιατί γι’ αυτόν θρησκευτική επιταγή είναι η οικονομική του επιτυχία, όχι φυσικά χωρίς ήθος και ηθική, όμως με ασέβεια και περιφρόνηση προς τη φύση, τον κτιστό κόσμο του Θεού.
Υπάρχει και η ορθόδοξη εργασία, με υπέροχες αναλύσεις κυρίως από τους Τρεις Ιεράρχες, αναλύσεις που μπορεί να εντοπίσει εύκολα ο καθένας στο διαδίκτυο. Αρκεί να πούμε εδώ ότι η ορθόδοξη εργασία, έχει ως αρχή ότι «είναι στο ίδιον του Θεού να εργάζεται καθημερινά. Δεν εργάστηκε μόνον για να φτιάξει τον κόσμο» και ότι «η εργασία στερείται νοήματος, όταν δεν απευθύνεται στην κοινότητα προσώπων».
Όλοι οι φιλόσοφοι έχυσαν τόνους μελάνι για να αναλύσουν την κατανάλωση και την επένδυση, την δίκαιη ή άδικη διανομή της παραγωγής, την κατοχή των παραγωγικών μέσων, κ.λ.π. Όλοι τους όμως σε ένα συμφωνούν: Ότι η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών είναι τόσο αυτονόητη στο ανθρώπινο είδος, ώστε ο άνθρωπος παράγει αποτελεσματικά κάτω από οποιοδήποτε κοινωνικό σύστημα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αμηχανία και ανησυχία, από αυτήν που απλώνεται στους εργαζόμενους όταν στο εργοστάσιο σταματούν οι μηχανές λόγω διακοπής ρεύματος ή απεργίας. Κάτι το ανεξήγητο, κάτι που έρχεται από τα βάθη χιλιετιών, ότι ξαφνικά σταματά ο κύκλος της ζωής, αυτός που θα μας δώσει τα προς το ζειν. Ίδια με την βραδινή ανησυχία του πρωτόγονου ανθρώπου που ακόμη δεν είχε αποκτήσει την βεβαιότητα ότι ο ήλιος σίγουρα θα ξαναβγεί το πρωί.
Έτσι αυτή η σειρά των άρθρων θα έχει θέμα την ΠΑΡΑΓΩΓΗ αγαθών στην Ερμιονίδα.
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος