Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος |
2015: Τρία περιστατικά.
1).
Παλαίμαχος φίλος ψαράς ξυπνάει στις 4 το πρωί, πάει προς Ακρογιαλιά,
ρίχνει τα δίχτυα, τα σηκώνει και στις 10 έχει επιστρέψει στο λιμάνι της
Ερμιόνης. Μια ώρα ξεψαρίζει και τακτοποιεί τα δίχτυα. Τα δίχτυα ανά 10
μέτρα και μια μεγάλη τρύπα. Η "καλή πισκάδα" είναι 4 σκρουπιά, 2 σπάροι,
3 χάνοι, 2 πέρκες, 3 γόπες, 10 κοτσομούρες και 15 μπαρμπουνάκια. Σύνολο
20 ευρώ με πώληση κατευθείαν από το καΐκι, γιατί ο μανάβης δεν θα έδινε
πάνω από 10. Τα έξοδα: πετρέλαιο 5 ευρώ. Καθαρά 15 ευρώ. Αν βάλουμε και
ένα ποσό για να επισκευαστούν δίχτυα, μηχανές, σκάφος κ.λ.π, ο ψαράς
μπήκε μέσα τουλάχιστον 20 ευρώ.
Δεν ήταν μια ξεχωριστή άτυχη μέρα, αλλά η συνήθης καθημερινή ψαριά.
Πώς αντιμετωπίζει ο ψαράς αυτή την κατάσταση;
1). Όσο αντέξει το σκαρί μέχρι να στουπιάσει "σαν την βάρκα του μπαρμπα Σάββα" που λέγανε οι παλιοί. Μετά τέλος.
3).
Είναι τέτοιες οι ζημιές από δελφίνια, φώκιες, χελώνες, που το μπάλωμα
είναι ασύμφορο. Οι τρύπες πολλαπλασιάζονται και όταν το δίχτυ πλέον δεν
ψαρεύει τίποτα (σουρωτήρι δηλαδή) ο ψαράς κόβει το καζήλι με τα φελά και
τα μολύβια, αγοράζει τα νάιλον και ξαναφτιάχνει καινούργιο (μιλάμε για
χίλια τουλάχιστον μέτρα). Τα μεγάλα ψάρια δεν βρίσκουν ψάρι στα βαθιά
όπως τον παλιό καλό καιρό, και με φόρα παίρνουν κατά μήκος τα δίχτυα,
και, καθώς τα ψάρια εξέχουν στην προσπάθεια να διαφύγουν, χράπ! χράπ!,
έτοιμο φαΐ, αλλά κάθε χραπ! και μια τρύπα στο δίχτυ. Ως προς αυτό λοιπόν
οι ψαράδες είναι πραγματικοί οικολόγοι, αφού ταΐζουν τα προστατευόμενα
είδη από το υστέρημά τους και όχι με λόγια και ανακοινώσεις.
Υπάρχουν
φυσικά και λίγοι... εκ των ολίγων πλέον ψαράδων, που έχουν καλύτερα
σκάφη και εργαλεία και μεγαλύτερη ψαριά. Μικρή η διαφορά. Όλοι
αναγκάζονται να κάτσουν στο σκάφος μετά το τέλος της εργασίας να
πουλήσουν την ψαριά τους, να εισπράξουν κάτι παραπάνω, γιατί αλλιώς δεν
βγαίνει. Μας τελείωσε η θάλασσα και μαζί της ο παράκτιος ψαράς.
2).
Κάπου στο Κάμπο της Ερμιόνης απρόσμενη δραστηριότητα σε ένα "ελαιώνα" 6
περίπου στρεμμάτων με ελάχιστες ελιές. Αγορά κτήματος, οργώματα,
κλαδέματα, περίφραξη και μετά ένα μαντρί με λαμαρίνες κ.λ.π. για λίγα
πρόβατα και γίδια. Φυσικά με αγοραστές τροφές. Δηλαδή επανάληψη,
προφανώς λόγω κρίσης, αυτού που όλοι βλέπουν ως ασύμφορο (κόπος μεγάλος,
μικρό το αποτέλεσμα). Άξια συγχαρητηρίων η προσπάθεια όπως και κάθε
παραγωγική προσπάθεια, αλλά πού είναι η πολιτεία, οι συνεταιρισμοί, οι
ενώσεις, που θα οδηγούσαν τον νέο που θέλησε να γίνει κτηνοτρόφος στη
θέση του που είναι το κτηνοτροφικό πάρκο, θέση που δίνει ελπίδα και
σιγουριά για το μέλλον του εντάσσοντάς τον σε πρωτοπόρα σχήματα
παραγωγής, εμπορίας και μεταποίησης; Ξόδεψε τουλάχιστον 30 000 ευρώ, τη
στιγμή που με δική του συμμετοχή 20 000 ευρώ έπαιρνε επιδότηση 70 000
ευρώ και χαμηλότοκο δάνειο 30 000 ευρώ για να στήσει μια μοντέρνα
επιχείριση στο κτηνοτροφικό πάρκο της περιοχής του. Μόνο που το εν λόγω
πάρκο είναι στα λόγια και τα σχέδια, ενώ η ζωή απαιτεί πράξεις.
3).
Αγρότης (δεν είναι ο μόνος) έπαψε να καλλιεργεί βιολογικά τον ελαιώνα
του. Καλά τα λόγια για τα βιολογικά τα ΠΟΠ κ.λ.π. αλλά όταν δεν υπάρχουν
λιτρίβια με προδιαγραφές παραγωγής βιολογικού λαδιού, όταν το
περισσότερο βιολογικό λάδι δεν βρίσκει αγορά στη τιμή του βιολογικού και
πουλιέται στο λιτρίβι κατ' ανάγκη με την τιμή του κοινού λαδιού, πώς να
αντεπεξέλθει ο αγρότης στα έξοδα που απαιτεί η βιολογική καλλιέργεια,
όταν μάλιστα η παραγωγή είναι η μισή από αυτή της μη βιολογικής;
Μετά
ψάχνουμε να βρούμε τα αίτια που, ενώ έχουμε μεγάλη οικονομική κρίση και
ανεργία και είναι λίαν επιθυμητή η αύξηση της αγροτικής, κτηνοτροφικής
και αλιευτικής παραγωγής, η παραγωγή του πρωτογενούς τομέα μειώνεται
συνεχώς και φορολογείται αντί να ενισχύεται!
Η
καραμέλα των επιδοτήσεων που τις τρώνε οι αγρότες και δεν ενδιαφέρονται
για την παραγωγή μπορεί να ισχύει για ένα, ας πούμε 5% μεγαλοαγροτών -
επιχειρηματιών (άγνωστο είδος στα μέρη μας). Για τους υπόλοιπους είναι
βοήθημα που χωρίς αυτό θα φυτοζωούσαν.
Β. Γκάτσος