Ενα εύστοχο άρθρο περί κουρέματος μισθών και κουρεμένων "κουρόγιδων" -μισθοφόρων της τρόικας και του ΔΝΤ, που καλύτερα θα ήταν να πάνε να κουρεύονται:
Τη φράση αυτή τη λέμε σε κάποιον φίλο που παρουσιάζεται μπροστά μας φρεσκοκουρεμένος, και στα μαθητικά μου χρόνια, επί χούντας, όπου κουρευόμασταν συχνά, όσο κι αν προσπαθούσαμε, βρέχοντας με λεμόνι τα μαλλιά μας και πατηκώνοντάς τα, να αναβάλουμε το μοιραίο για λίγες μέρες, τότε λοιπόν η φράση «με γεια το κούρεμα» συνοδευόταν απαραιτήτως από μια φάπα στο αποψιλωμένο σβέρκο, συνήθως χαϊδευτική και φιλική, αλλά κάποτε γερή από κανέναν άγαρμπο συμμαθητή. Όμως η Αυγή δεν μου παραχωρεί γενναιόδωρα τις στήλες της για να παρουσιάζω τις παιδικές μου αναμνήσεις αλλά για να λεξιλογώ –και αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω και να σας μιλήσω για το κούρεμα και για άλλα συναφή.
Η λέξη «κούρεμα» πράγματι βρίσκεται στην επικαιρότητα, αλλά όχι με την κυριολεκτική της σημασία, αφού όλο και συχνότερα διαβάζουμε στις εφημερίδες ότι το κούρεμα του χρέους, με άλλα λόγια η αναδιάρθρωσή του με γενναία περικοπή του, είναι η πιθανότερη εξέλιξη όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, ίσως και άλλες χώρες της ευρωζώνης (και αναρωτιέμαι τι να λένε τώρα όσοι εγχώριοι αναλυτές μάς επέπλητταν που δεν αδράξαμε την ευκαιρία να γίνουμε Ιρλανδία).
Το κούρεμα λοιπόν του χρέους είναι απόδοση του αγγλικού haircut, που σημαίνει το ίδιο. Στην πιο καθωσπρέπει οικονομική ορολογία λέγεται «περικοπή» αλλά στη γλώσσα της δημοσιογραφίας το «κούρεμα» είναι ακαταμάχητο, όσο κι αν το ψαλίδισμα θα ήταν σωστότερο. Κούρεμα λοιπόν, λέξη που ανήκει σε μια πολύ μεγάλη αρχαία οικογένεια λέξεων. Από το ρήμα κείρω, που δεν σήμαινε μόνο «κουρεύω» αλλά και γενικώς «κόβω», έχουμε το κέρμα, το κομματάκι δηλαδή, που γρήγορα εξειδικεύτηκε στη σημασία του μικρού νομίσματος. Από εκεί και η κουρά, που σήμαινε ακριβώς το κούρεμα, π.χ. των προβάτων, και που τη διατηρούμε στη σημερινή μας γλώσσα για την τελετή χειροτονίας των μοναχών πριν μπουν στο μοναστήρι -και χρησιμοποιούμε, τότε, τον άχρηστο πια αόριστο του ρήματος, όταν λέμε «εκάρη μοναχός», που μας θυμίζει και την απολιθωμένη μετοχή παρακειμένου κεκαρμένος που έδωσε τον τίτλο στο μυθιστόρημα Κεκαρμένοι του Νίκου Κάσδαγλη για τη ζωή στο στρατό.
Από την ίδια οικογένεια και ο κουρεύς, και το κουρείον, που όλα τους είναι αρχαία, και το ρήμα κουρεύομαι και κουρεύω, αλλά υπάρχουν και μερικά απρόσμενα ξαδερφάκια. Καταρχάς, αν θυμάστε τη Βαβυλωνία, ο μεγάλος καβγάς ανάμεσα στον Κρητικό και τον Αλβανό έγινε όταν ο Κρητικός του είπε ότι οι Αλβανοί «έφαγαν κουράδια» στην Κρήτη, εννοώντας κοπάδια με αιγοπρόβατα –και φυσικά ο Αλβανός κατάλαβε το κακέμφατο ομόηχό του. Αυτά τα κρητικά κουράδια μάλλον, αν και όχι σίγουρα, προέρχονται από την κουρά, αφού τα πρόβατα τα κουρεύουμε για το μαλλί τους. Επειδή όμως στον μεσαίωνα το κούρεμα, είτε του δόκιμου μοναχού που αμάρτησε είτε της γυναίκας που λοξοκοίταξε στον έρωτα, ήταν μια επίπονη και εξευτελιστική τιμωρία (δεν θα γινόταν και με τις ανέσεις των σημερινών κομμωτηρίων, αλλά μάλλον με την προβατοψαλίδα), από την κουρά βγήκε το ρήμα «κουράζω» με σημασία τιμωρώ, ταλαιπωρώ, για να πάρει αργότερα τη σημερινή σημασία της καταπόνησης. (Κατά σύμπτωση, σε κάτι στίχους του Σαχλίκη που έπεσαν στα χέρια μου, βρίσκω τον στίχο ‘Όποιος λυπάται πολ’τικήν, Θεός να τον κουράσει”, δηλαδή να τον τιμωρήσει).
Κι επειδή οι ευτυχείς θεατές της κουράς και της διαπόμπευσης αποκαλούσαν «κουρόγιδο», κουρεμένο γίδι, τον δύστυχο ή τη δύστυχη που υπέφερε, πιθανώς να βγήκε από εκεί η λέξη «κορόιδο» και το ρήμα κοροϊδεύω.
Τους προηγούμενους αιώνες, τον κουρέα τον είπαμε μπαρμπέρη και το κουρείο μπαρμπέρικο, λέξεις που είχαν προσωρινά επικρατήσει –είναι δάνειο από το ιταλικό barbiere, που ανάγεται στο barba, τη γενειάδα. Από εκεί είναι και ο βαρβάτος αλλά και ο μπάρμπας, ο θείος δηλαδή, όμως αν ξεστρατίσουμε δεν θα μας πάρει ο χώρος. Πάντως, ενώ ο μανάβης και ο μπακάλης και άλλες δάνειες ονομασίες επαγγελματιών διατηρήθηκαν, ο μπαρμπέρης δεν τα κατάφερε ίσως επειδή το ρήμα κουρεύομαι παρέμεινε πάντοτε σε χρήση.
Και μάλιστα, πρόκειται για ρήμα που έχει έντονη φρασεολογική και παροιμιακή παρουσία. Ακριβώς από το κούρεμα της διαπόμπευσης βγήκε η περιφρονητική φράση άστον να κουρεύεται ή άντε να κουρεύεσαι!, δήλωση αδιαφορίας λέμε για πρόσωπα που δεν αξίζουν προσοχή ή σεβασμό. Και ίσως επειδή τα μαλλιά είναι ένδειξη αφθονίας και πλούτου, όταν κάποιος στήνει μια (συνήθως όχι πολύ καθαρή) επιχείρηση για να κερδίσει αλλά τελικά βγαίνει ζημιωμένος, λέμε ότι πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος. Για μπερδεμένα ή παράλογα πράγματα από τα οποία δεν βγαίνει νόημα, λέμε πιάσ’ τ’ αυγό και κούρεφ ’το –οι αρχαίοι έλεγαν «Ωόν τίλλεις», και κατά σύμπτωση αυτές τις μέρες γίνεται στη Λεξιλογία μεγάλη συζήτηση αν πρέπει να γράφουμε κούρεφ’το ή κούρευ’ το). Όσο για τον αρχάριο επαγγελματία που πειραματίζεται με αποτέλεσμα να υποφέρουν οι πελάτες του, λέμε ότι μαθαίνει κουρευτική στου κασίδη το κεφάλι, φράση που θα μπορούσαμε κάλλιστα να τη χρησιμοποιήσουμε για τους κυβερνώντες μας, τους τωρινούς και τους περασμένους.
Όπως και κάμποσες άλλες από τις παραπάνω φράσεις. Και για να μην υποστούν κι άλλο κούρεμα τα κεκτημένα δεκαετιών, η λύση ίσως είναι ένα γενναίο κούρεμα του χρέους, αλλά με τέτοιους όρους ώστε να φύγουν κουρεμένοι όσοι ήρθαν για μαλλί. Μ’ άλλα λόγια, να τους στείλουμε να κουρεύονται. Και να πούμε στο τέλος «Με γεια το κούρεμα!»
sarantakos.wordpress.com