Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος |
Όποιος επικαλείται ότι ο τουρισμός είναι το μέλλον του τόπου αν όχι η σωτηρία του, όπως ο σημερινός Δήμαρχος, οφείλει αυτό να μας το δείξει με δείκτες και όχι με ενδείξεις. Ο τουρισμός, ο οικοδομικός οργασμός, κ.λ.π. μπορεί να είναι το μέλλον ορισμένων τάξεων που έχουν επαγγελματικό συμφέρον στον τουρισμό αλλά όχι του τόπου μας.
Αδιάψευστος δείκτης του πού πηγαίνει η Ερμιονίδα είναι τα άδεια σπίτια στο Κρανίδι, Ερμιόνη και στα άλλα χωριά. Το πόσοι πραγματικά μένουν στην Ερμιονίδα τον χειμώνα, δηλαδή είναι πραγματικοί κάτοικοι και όχι κάτοικοι Αθηνών που έχουν ορίσει το εξοχικό τους ως πρώτη κατοικία και έχουν κάνει μεταδημότευση. Πόσο είναι το ακαθάριστο επαρχιακό προϊόν κατ' έτος, σύνολο και ανά παραγωγικό τομέα. Πόσοι νέοι που γεννήθηκαν στην Ερμιονίδα παραμένουν στον τόπο τους για να κάνουν χίλιες δουλειές για ένα ξεροκόμματο όπως πολύ αφοπλιστικά μας λέει ο Άκης Γούτος.
Ας μου επιτραπεί να γνωρίζω πολύ καλά την πορεία του τουρισμού από το πρώτο ξενοδοχείο που φτιάχτηκε μέχρι σήμερα. Και γιατί έζησα αυτά τα ξενοδοχεία, και γιατί ως εκδότης των τοπικών μας εφημερίδων παρακολούθησα τα οικονομικά και τη δραστηριότητά τους. Την τουριστική ανάπτυξη την βλέπω ως πατριώτης και όχι ως πρόσωπο ξένο που είδα επαγγελματική ευκαιρία στην Ερμιονίδα και ρίζωσα. Ως πατριώτης που έχει πίσω του ιστορία προγόνων πριν το 1821.
Οι Ερμιονίδα διέθεσε τις καλύτερες παραλίες στις ξενοδοχειακές μονάδες. Γρήγορα απέκλεισαν την πρόσβαση στους ντόπιους με χίλια τερτίπια. Η ιστορία του ξενοδοχείου στο Σαλάντι δεν ήταν τάχατες ο ο γυμνισμός, αλλά ότι ένα χωριό αποκλείστηκε από τη μοναδική παραλία του.
Στην αρχή τα ξενοδοχεία δούλεψαν καλά λόγω της τεράστιας διαφοράς εισοδήματος των ξένων. Εμείς κάναμε οικονομία μια βδομάδα για να πιούμε ένα ποτήρι ουίσκι στο Σκάρλετ, και μέσα περνούσαν πλουσιοπάροχα οικογένειες τεχνικών σε μεγάλα εργοστάσια της Γαλλίας (εργατική τάξη δηλαδή, γι' αυτό τους διασκέδαζε με τα αντάρτικα τραγούδια ο Πάνος Τζαβέλας και η Παπαδοπούλου). Όταν ο μέσος κάτοικος στην Ερμιόνη είχε ημερήσιο εισόδημα 5 ευρώ τότε ο Γάλλος τεχνικός είχε 100. Το ξενοδοχείο αυτό αργότερα έφερνε τουρισμό από την Πολωνία, και οι τουρίστες απλώνονταν να δουλέψουν στο μάζεμα χαρουπιών και φεύγανε με πιο πολλά λεφτά από όσα ήλθαν.
Τα ξενοδοχεία αυτά πέρασαν όλα αργότερα στις τράπεζες, παρόλο που οι τράπεζες, όπως και σήμερα, δεν επιθυμούν να έχουν ακίνητα στο χαρτοφυλάκιό τους. Η αιτία; Δεν πλήρωναν τα χρέη τους, τα οποία συσσωρεύονταν.
Και γιατί οι τράπεζες δεν τους ενοχλούσαν; Για τον απλό λόγο, ότι η γη που κατείχαν και είχαν υποθηκεύσει, έπαιρνε σε αξία και οι τράπεζες θεωρούσαν ότι καλύπτονταν τα δάνεια, μέχρι που το "σύστημα" έφτασε στο απροχώρητο. Άρα είτε δεν ήσαν ποτέ κερδοφόρα (άρα μία αποτυχία) και δεν μπορούσαν να πληρώνουν τοκοχρεολύσια, ή τα κέρδη τους πήγαιναν "στην τσέπη" και τα ξενοδοχεία δεν ήσαν παρά απλά εργαλεία προσωπικού πλουτισμού. Τα γνωρίζει αυτά ως χρόνια υπάλληλος σε τράπεζα και ο κύριο Γεωργόπουλος.
Όσο για την ευημερία του τόπου μας, ας είναι καλά οι άξιοι αγρότες μας, οι ψαράδες, οι ναυτικοί, οι εργαζόμενοι στα Μεταλλεία και στου Λαναρά, (γιατί υπήρχε ακόμη νερό και ψάρια και είχαμε και βιομηχανία). Αυτοί δούλεψαν και έφερναν πραγματικό χρήμα στον τόπο. Υπήρξε βέβαια και το χρήμα από την πούληση (εκποίηση της πατρώας γης) που έφερε μία πρόσθετη επίπλαστη και μη διατηρήσιμη ευημερία και όχι ευδαιμονία. Υπήρξαν βέβαια και τα οικοδομικά επαγγέλματα, αλλά αυτά είχαν προδιαγεγραμμένο το τέλος τους, εκτός και αν περίμεναν ότι η Ερμιονίδα θα γινόταν Αθήνα.
Όσο για το νοίκιασμα 3000 σπιτιών, τα νοίκια θα πάνε στην Αθήνα και στο εξωτερικό, αφού κανένα εξοχικό δεν ανήκει σε μόνιμα κάτοικο, οι δε ξένοι ενοικιαστές θα παίρνουν ψωμί, ντομάτες και λίγο κρέας και θα περνάνε μπέικα στο εξοχικό τους. Δεν είναι κορόιδα, μετράνε και το λεπτό του ευρώ.
Ως εκ τούτου ο τουρισμός του ξενοδοχείου και του εξοχικού είναι ένας συμπληρωματικός κλάδος της οικονομίας του τόπου μας, κλάδος στον οποίο έχει πάρα πολλά προσφέρει αλλά και πάρα πολλά στερηθεί ο τόπος μας. Ήδη σε άλλες περιοχές της Ευρώπης οι κάτοικοι κατανοώντας ότι χάνουν τον τόπο τους με τα λεφούσια των τουριστών ζητούν περιοριστικά μέτρα.
Το μέλλον του τόπου μας είναι η καλλιέργεια, η κτηνοτροφία, η αλιεία, η μεταποίηση και τα ΑΠΕ. Ο τουρισμός είναι συμπληρωματικός ως προς αυτά, και μάλιστα πρέπει να είναι ειδικά στραμμένος σε αυτά και στην ιστορία του τόπου μας.
Σήμερα οι ξένοι έχουν λίγο εισόδημα πάρα πάνω από μας. Ρίχνουν σε ένα κουμπαρά και επιλέγουν προορισμό που να έχει σε μισή ώρα αεροδρόμιο. Ουσιαστικά δεν επιλέγουν, αλλά τους κουβαλάνε όπου θέλουν τα τεράστια πρακτορεία παίζοντας λίγο με τις τιμές. Στην Πελοπόννησο η μέση δαπάνη του ξένου τουρίστα είναι 350 ευρώ για διαμονή 9 ημερών.
Το μέλλον μας είναι τα φράγματα, ο Ανάβαλος, η αφαλάτωση, τα πάρκα προστασίας αλιευμάτων, η μεταποίηση, που τα συμπληρώνει ο τουρισμός. Αν μονοκαλλιεργήσουμε τον τουρισμό, με ένα μπαμ!, όλοι οι τουρίστες χαθήκανε, ενώ όλα τα υπόλοιπα υπάρχουν και παράγουν.
Αν οι μόνιμοι κάτοικοι έβλεπαν τον τουρισμό ως λύση, θα έστελναν τα παιδιά τους στα τουριστικά επαγγέλματα, ή από μικρά θα τους μάθαιναν δύο γλώσσες και μετά από το Γυμνάσιο θα πήγαιναν να σερβίρουν, να μαγειρεύουν και να στρώνουν σεντόνια, αφού με το εισόδημά τους θα ζούσαν αξιοπρεπέστατα αλλά θα είχαν και την προοπτική να κάνουν δική τους δουλειά στον τουρισμό. Αντίθετα τα μορφώνουν για να φύγουν από αυτόν τον χωρίς πλέον προοπτική τόπο.
Βασίλης Γκάτσος