''MY FILMS IN '' |
ΧΑΙΡΕ, ΚΑΙΣΑΡ!
κωμωδία, μυστηρίου 2016
Ένα στέλεχος ενός χολιγουντιανού στούντιο, που φροντίζει να λύνονται τα προβλήματα που προκύπτουν στη διαδικασία της παραγωγής, αυτή τη φορά πρέπει να αντιμετωπίσει την απαγωγή του πρωταγωνιστή μιας ταινίας προκειμένου να συνεχιστούν τα γυρίσματα.
ΣΕΝΑΡΙΟ: Ιθαν Κοέν, Τζόελ Κοέν
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: Τζος Μπρόλιν, Τσάνινγκ Τέιτουμ, Τίλντα Σουίντον, Ρέιφ Φάινς, Τζορτζ Κλούνεϊ, Τζόνα Χιλ, Σκάρλετ Γιόχανσον
ΗΜΕΡ.ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 18/02/16 (Ελλάδα)ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106 λεπτά
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Αμερική, Αγγλία
Το στοιχείο της αυτοαναφορικότητας, είτε αυτή αφορά την διαδικασία της
κινηματογραφικής παραγωγής, είτε τον δημιουργό και
την διαδικασία της έμπνευσης, είτε τις δομές της κινηματογραφικής απεικόνισης και τον τρόπο της υποκριτικής μέσα σε αυτήν, το έχουμε συναντήσει σε πολλές ταινίες στην ιστορία του σινεμά, όπως για παράδειγμα στο “Ένα Αστέρι Γεννιέται” του Τζορτζ Κιούκορ (1954), στο “Αληθινά Ψέματα” του Τζέιμς Κάμερον (1994), στη “Βιτρίνα” (1976) και στο “Παίζοντας στα τυφλά” (2002) του Γούντι Άλεν και σε πιο πρόσφατες, στο “The artist” του Μισέλ Χαζαναβίσιους (2011), στο “Birdman” του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου (2014), στο “Maps to the stars” του Ντειβιντ Κρόνομπεργκ (2014) και στο “Trambo” του Τζέι Ρόουτς (2015).
Εδώ οι αδελφοί Κοέν, δημιουργούν μια από τις πιο δυναμικές και υπονομευτικές διατυπώσεις, σχετικά με τη λειτουργία του κόσμου του θεάματος, τη δημιουργία της δημοφιλούς κουλτούρας, το ρόλο της στην κοινωνική οργάνωση και τη σχέση της με άλλους κοινωνικούς θεσμούς. Κυρίαρχα χαρακτηριστικά της φιλμικής γλώσσας των δημιουργών, που μας έχουν προσφέρει πολύ σημαντικές ταινίες όπως, το Πέρασμα του Μίλερ (1990), Μπάρτον Φινκ (1991), Φάργκο (1996), Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι (1998), Ω Αδελφέ, Πού Είσαι; (2000), Αβάσταχτη Γοητεία (2003) και άλλες, είναι ο σκωπτικός τόνος και το παράδοξο χιούμορ τους, η απομυθοποίηση των πάντων, η χρήση τραγικών ή απροσάρμοστων και αδέξιων πολλές φορές ηρώων που μπλέκονται μέσα σε παράξενες, υπερρεαλιστικές και ιδιαίτερες σε σύλληψη καταστάσεις, οι περίτεχνες αφηγηματικές τεχνικές, οι επιρροές από τα φιλμ νουάρ, η πολυσημία του υποδόριου καυστικού σχολιασμού τους, το ιδιότυπο χιούμορ που ντύνουν τις θεματικές επικεφαλίδες τους, που μπορεί να είναι από ερωτήματα σχετικά με το νόημα της ζωής, σχετικά με τις αγωνίες του απλού καθημερινού ανθρώπου, ζητήματα ηθικής, θρησκείας, πολιτικής, μέχρι τις επιδράσεις της πολιτιστικής βιομηχανίας στην ανθρώπινη κοινότητα.
Στο “Χαίρε, Καίσαρ!”, η παρακολούθηση μιας ημέρας από τη ζωή ενός στελέχους που είναι υπεύθυνο για την εύρυθμη λειτουργία μιας μεγάλης κινηματογραφικής εταιρίας του Χόλιγουντ, χρησιμοποιείται ως τέχνασμα πλοκής για την σύγκρουση άλλων κύριων χαρακτήρων με αντιθετικές κοσμοθεωρίες, ως τέχνασμα εξερεύνησης παλιών κινηματογραφικών ειδών της δεκαετίας του πενήντα και του ιστορικοπολιτικού πλαισίου τους, όπως και ως τέχνασμα σχολιασμού των τρόπων δημιουργίας δημοφιλών προϊόντων του σινεμά, από τους αστέρες του, μέχρι τις ταινίες και την προώθησή τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Το δίλημμα του συγκεκριμένου στελέχους Έντι Μάνιξ, που ο Τζος Μπρόλιν αποδίδει απολαυστικά το αξιοπερίεργο του χαρακτήρα του, μπαίνει από νωρίς στην υπόθεση, εκλαμβάνει πολλές προεκτάσεις και πάντως τίθεται ως βάση συζήτησης σχετικά με την αξία των δημοφιλών προϊόντων του Χόλιγουντ. Να φύγει ή να μείνει σε αυτή τη δουλειά. Ο Μάνιξ είναι μια από τις δυο πιο βασικές φιγούρες - η άλλη είναι ο χαρακτήρας του Μαρκούζε- που ενσωματώνουν δυο βασικά ανταγωνιστικά πιστεύω. Ως καθολικός, πηγαίνει καθημερινά να εξομολογηθεί αναζητώντας άφεση αμαρτιών, γιατί λέει ψέμματα στη γυναίκα του πως έχει διακόψει το κάπνισμα. Δεν τον βαραίνει κάτι άλλο, ούτε ο τρόπος δουλειάς του, ούτε τα εγκλήματα που πράττει στο όνομα της εταιρίας, ούτε οι δωροδοκίες, ούτε οι εκβιασμοί. Η πίστη του Έντι, είναι αποκομμένη από τις καθημερινές του πράξεις -αυτό βέβαια δεν είναι μια παρέκκλιση από την γενική τάση ούτε τότε, ούτε τώρα- και η έννοια της ευσέβειας ή των αρετών περνάει μέσα από τους δικούς του παραμορφωτικούς φακούς. Εξ άλλου πως να ζήσει κανείς μέσα σε έναν τόσο διεφθαρμένο κόσμο αν δεν διατηρεί φλογερή την 'πίστη' του;
την διαδικασία της έμπνευσης, είτε τις δομές της κινηματογραφικής απεικόνισης και τον τρόπο της υποκριτικής μέσα σε αυτήν, το έχουμε συναντήσει σε πολλές ταινίες στην ιστορία του σινεμά, όπως για παράδειγμα στο “Ένα Αστέρι Γεννιέται” του Τζορτζ Κιούκορ (1954), στο “Αληθινά Ψέματα” του Τζέιμς Κάμερον (1994), στη “Βιτρίνα” (1976) και στο “Παίζοντας στα τυφλά” (2002) του Γούντι Άλεν και σε πιο πρόσφατες, στο “The artist” του Μισέλ Χαζαναβίσιους (2011), στο “Birdman” του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου (2014), στο “Maps to the stars” του Ντειβιντ Κρόνομπεργκ (2014) και στο “Trambo” του Τζέι Ρόουτς (2015).
Εδώ οι αδελφοί Κοέν, δημιουργούν μια από τις πιο δυναμικές και υπονομευτικές διατυπώσεις, σχετικά με τη λειτουργία του κόσμου του θεάματος, τη δημιουργία της δημοφιλούς κουλτούρας, το ρόλο της στην κοινωνική οργάνωση και τη σχέση της με άλλους κοινωνικούς θεσμούς. Κυρίαρχα χαρακτηριστικά της φιλμικής γλώσσας των δημιουργών, που μας έχουν προσφέρει πολύ σημαντικές ταινίες όπως, το Πέρασμα του Μίλερ (1990), Μπάρτον Φινκ (1991), Φάργκο (1996), Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι (1998), Ω Αδελφέ, Πού Είσαι; (2000), Αβάσταχτη Γοητεία (2003) και άλλες, είναι ο σκωπτικός τόνος και το παράδοξο χιούμορ τους, η απομυθοποίηση των πάντων, η χρήση τραγικών ή απροσάρμοστων και αδέξιων πολλές φορές ηρώων που μπλέκονται μέσα σε παράξενες, υπερρεαλιστικές και ιδιαίτερες σε σύλληψη καταστάσεις, οι περίτεχνες αφηγηματικές τεχνικές, οι επιρροές από τα φιλμ νουάρ, η πολυσημία του υποδόριου καυστικού σχολιασμού τους, το ιδιότυπο χιούμορ που ντύνουν τις θεματικές επικεφαλίδες τους, που μπορεί να είναι από ερωτήματα σχετικά με το νόημα της ζωής, σχετικά με τις αγωνίες του απλού καθημερινού ανθρώπου, ζητήματα ηθικής, θρησκείας, πολιτικής, μέχρι τις επιδράσεις της πολιτιστικής βιομηχανίας στην ανθρώπινη κοινότητα.
Στο “Χαίρε, Καίσαρ!”, η παρακολούθηση μιας ημέρας από τη ζωή ενός στελέχους που είναι υπεύθυνο για την εύρυθμη λειτουργία μιας μεγάλης κινηματογραφικής εταιρίας του Χόλιγουντ, χρησιμοποιείται ως τέχνασμα πλοκής για την σύγκρουση άλλων κύριων χαρακτήρων με αντιθετικές κοσμοθεωρίες, ως τέχνασμα εξερεύνησης παλιών κινηματογραφικών ειδών της δεκαετίας του πενήντα και του ιστορικοπολιτικού πλαισίου τους, όπως και ως τέχνασμα σχολιασμού των τρόπων δημιουργίας δημοφιλών προϊόντων του σινεμά, από τους αστέρες του, μέχρι τις ταινίες και την προώθησή τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Το δίλημμα του συγκεκριμένου στελέχους Έντι Μάνιξ, που ο Τζος Μπρόλιν αποδίδει απολαυστικά το αξιοπερίεργο του χαρακτήρα του, μπαίνει από νωρίς στην υπόθεση, εκλαμβάνει πολλές προεκτάσεις και πάντως τίθεται ως βάση συζήτησης σχετικά με την αξία των δημοφιλών προϊόντων του Χόλιγουντ. Να φύγει ή να μείνει σε αυτή τη δουλειά. Ο Μάνιξ είναι μια από τις δυο πιο βασικές φιγούρες - η άλλη είναι ο χαρακτήρας του Μαρκούζε- που ενσωματώνουν δυο βασικά ανταγωνιστικά πιστεύω. Ως καθολικός, πηγαίνει καθημερινά να εξομολογηθεί αναζητώντας άφεση αμαρτιών, γιατί λέει ψέμματα στη γυναίκα του πως έχει διακόψει το κάπνισμα. Δεν τον βαραίνει κάτι άλλο, ούτε ο τρόπος δουλειάς του, ούτε τα εγκλήματα που πράττει στο όνομα της εταιρίας, ούτε οι δωροδοκίες, ούτε οι εκβιασμοί. Η πίστη του Έντι, είναι αποκομμένη από τις καθημερινές του πράξεις -αυτό βέβαια δεν είναι μια παρέκκλιση από την γενική τάση ούτε τότε, ούτε τώρα- και η έννοια της ευσέβειας ή των αρετών περνάει μέσα από τους δικούς του παραμορφωτικούς φακούς. Εξ άλλου πως να ζήσει κανείς μέσα σε έναν τόσο διεφθαρμένο κόσμο αν δεν διατηρεί φλογερή την 'πίστη' του;
Απολαυστικός σουρεαλισμός που μας προσφέρουν απλόχερα οι αδελφοί Κοέν,
άλλοτε αγκυλώνει, άλλοτε θωπεύει, ας μην ξεχνάμε πως και οι ίδιοι έχουν
επωφεληθεί από το Χόλιγουντ, γιαυτό και το ξεγυμνώνουν με “τρυφερότητα”
και χιούμορ.
Το στέλεχος βέβαια έχει αντιληφθεί πως όλες αυτές οι ψεύτικες ποικιλομορφίες, οι χολιγουντιανές παραγωγές, το κάθε ριμέικ, η κάθε συνέχεια σουπερηρωικών περιπετειών, είναι τα θεμέλια ενός νέου αναλφαβητισμού, όπου το κοινό σπρώχνεται σε κάτι, στο οποίο δεν υπάρχει το αίτημα της παρακολούθησης, της κατα-νόησης ή αλλιώς της σκέψης, αλλά περισσότερο το παραδοσιακό αίτημα της αίσθησης και δη της φευγαλέας. Ξέρει πως είναι ένα παιχνίδι, που ουσιαστικά στερείται κάθε έννοια εποικοδομητισμού και το μόνο που προσφέρει είναι νοσταλγία, όνειρα και διαφυγή από την σκληρή καθημερινότητα, όπως και γνωρίζει επίσης πολύ καλά την εξουσία που του παρέχει μέσα κι έξω από το γήπεδο του, για αυτό και αποφασίζει να παραμείνει στον χώρο. Παρ όλη την απληστία και την ανηθικότητα του Χόλιγουντ, βρίσκει τη θρησκευτική του εκπλήρωση στη διατήρηση του ονείρου των αστέρων του και των ψευδαισθήσεων του κοινού και θεωρεί πως με αυτόν τον τρόπο υπηρετεί καλύτερα το θέλημα του θεού. Η βιομηχανία ονείρων είναι στα μάτια του, μια άλλη θρησκεία, με τη διαφορά ότι εδώ για να παράξει ευθυγραμμισμένες 'ατομικότητες' και όχι μόνο ως προς την άρχουσα ιδεολογία, χρησιμοποιεί άφθονη διαφήμιση, άχρηστα πρότυπα και κυρίως αισθητικό πατερναλισμό.
Μια ταινία μέσα σε μια άλλη, μια άσκηση για την κινηματογραφική αυταπάτη, πνευματώδης και καλά μελετημένη κριτική του Χόλιγουντ, με παρατακτικά τα σαρκαστικά της μέρη, που δεν παραπατούν σε κινδυνώδη συμπεράσματα, καθώς είναι γνωστές οι αλλοτριωτικές διεργασίες του. Αυτό που ίσως προβληματίσει, αφού οι Κοέν συνεχίζουν και αποφεύγουν τις συμβάσεις της παραδοσιακής αφηγηματικής δομής, είναι η μετά βίας διακριτή σεναριακή γραμμή, που σε συνδυασμό με τα σοβαρά θέματα που εξετάζονται πάνω σε μια διαλεκτική αγάπης-μίσους και με νύξεις, δυσκολεύουν την παρακολούθηση της.
Reviewed by Chryssa Skopelitou, on
hail, caesar!-
Rating:8,2 out of
10Το στέλεχος βέβαια έχει αντιληφθεί πως όλες αυτές οι ψεύτικες ποικιλομορφίες, οι χολιγουντιανές παραγωγές, το κάθε ριμέικ, η κάθε συνέχεια σουπερηρωικών περιπετειών, είναι τα θεμέλια ενός νέου αναλφαβητισμού, όπου το κοινό σπρώχνεται σε κάτι, στο οποίο δεν υπάρχει το αίτημα της παρακολούθησης, της κατα-νόησης ή αλλιώς της σκέψης, αλλά περισσότερο το παραδοσιακό αίτημα της αίσθησης και δη της φευγαλέας. Ξέρει πως είναι ένα παιχνίδι, που ουσιαστικά στερείται κάθε έννοια εποικοδομητισμού και το μόνο που προσφέρει είναι νοσταλγία, όνειρα και διαφυγή από την σκληρή καθημερινότητα, όπως και γνωρίζει επίσης πολύ καλά την εξουσία που του παρέχει μέσα κι έξω από το γήπεδο του, για αυτό και αποφασίζει να παραμείνει στον χώρο. Παρ όλη την απληστία και την ανηθικότητα του Χόλιγουντ, βρίσκει τη θρησκευτική του εκπλήρωση στη διατήρηση του ονείρου των αστέρων του και των ψευδαισθήσεων του κοινού και θεωρεί πως με αυτόν τον τρόπο υπηρετεί καλύτερα το θέλημα του θεού. Η βιομηχανία ονείρων είναι στα μάτια του, μια άλλη θρησκεία, με τη διαφορά ότι εδώ για να παράξει ευθυγραμμισμένες 'ατομικότητες' και όχι μόνο ως προς την άρχουσα ιδεολογία, χρησιμοποιεί άφθονη διαφήμιση, άχρηστα πρότυπα και κυρίως αισθητικό πατερναλισμό.
Μια ταινία μέσα σε μια άλλη, μια άσκηση για την κινηματογραφική αυταπάτη, πνευματώδης και καλά μελετημένη κριτική του Χόλιγουντ, με παρατακτικά τα σαρκαστικά της μέρη, που δεν παραπατούν σε κινδυνώδη συμπεράσματα, καθώς είναι γνωστές οι αλλοτριωτικές διεργασίες του. Αυτό που ίσως προβληματίσει, αφού οι Κοέν συνεχίζουν και αποφεύγουν τις συμβάσεις της παραδοσιακής αφηγηματικής δομής, είναι η μετά βίας διακριτή σεναριακή γραμμή, που σε συνδυασμό με τα σοβαρά θέματα που εξετάζονται πάνω σε μια διαλεκτική αγάπης-μίσους και με νύξεις, δυσκολεύουν την παρακολούθηση της.