Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
Τοπική εφημερίδα:
Έχει ιδιοκτήτη/ες, έχει υποχρεωτικά υπεύθυνο έκδοσης κατά τον νόμο, έχει ισολογισμό, έχει κέρδη ή ζημιές, έχει αναγνώστες, και κάπου παραφυλάει και η εφορία φυσικά. Για ό,τι δημοσιεύει ο οποιοσδήποτε έχει ευθύνη έναντι του νόμου. Αν δεν υπάρχει υπογραφή στο δημοσίευμα, ο νόμος καλεί τον υπεύθυνο έκδοσης και αν αυτός δεν πει ότι ο τάδε το έγραψε, ο νόμος θεωρεί τον υπεύθυνο έκδοσης ως υπεύθυνο και τον καθίζει στο σκαμνί. Αν ένα άρθρο είναι επώνυμο και ένας κάνει μήνυση για αυτά που γράφονται και τον θίγουν, τότε ο εισαγγελέας φωνάζει τον συγγραφέα του άρθρου, τον υπεύθυνο έκδοσης και (προσοχή!) τον τυπογράφο που τυπώνει την εφημερίδα και ας μην έχει καμιά σχέση με τους εκδότες και τον συγγραφέα.
Παρ’ όλα αυτά δεν είναι το νομικό βάρος που συνθλίβει την τοπική εφημερίδα. Με λίγο προσοχή και με λίγες νομικές συμβουλές γίνεται νομικό .... άγχος.
Το βάρος το αβάστακτο είναι το οικονομικό και η όλη διαχείριση της ύλης και η αβάσταχτη απογοήτευση είναι το φυλλορρόημα των αναγνωστών. Την στέλνεις σε συνδρομητές, δεν εισπράττεις τίποτα ούτε ξέρεις αν μένουν πια εκεί που χρόνια την στέλνεις. Την πουλάς στο περίπτερο, λίγοι την αγοράζουν. Όμως για να πάρεις και καμιά διαφήμιση πρέπει να δείχνεις ότι την παίρνει και την διαβάζει πλήθος κόσμου!
Η διαχείριση της ύλης είχε μια και μόνη γραμμή για όλες τις τοπικές εφημερίδες: Δημοσιεύουμε αυτά που γράφουμε ως εφημερίδα, ανώνυμα μεν, αλλά με την πλήρη κάλυψη του υπεύθυνου έκδοσης ο οποίος νομικά είναι ο συγγραφέας αυτών των άρθρων. Δημοσιεύουμε άρθρα τρίτων ενυπόγραφα, ή ανυπόγραφα, η με ψευδώνυμο. Αν ο νόμος ζητήσει τα ονόματα των ανυπόγραφων και των ψευδώνυμων, ο εκδότης τα δίνει, αλλιώς θεωρείται ο υπεύθυνος έκδοσης ότι τα έγραψε. Φυσικά δημοσιεύονται αυτά που θέλει ο εκδότης, ακόμη και από τα ενυπόγραφα, δηλαδή ο εκδότης επιλέγει.
Ο οποιοσδήποτε που θέλει γραπτώς να απαντήσει στα γραφόμενα, είτε γιατί θίγεται, είτε για να πει τη γνώμη του, είτε για άλλο λόγο δεν μπορεί να απαιτήσει την δημοσίευση από τον εκδότη. Μόνον ο νόμος μπορεί να καταστήσει υποχρεωτική την δημοσίευση, αφού πρώτα διαπιστώσει ότι θίγεται όντως, ή υπάρχει απόφαση δικαστηρίου που υποχρεώνει σε δημοσίευση.
Φυσικά ο οποιοσδήποτε που διάβαζε κάτι σε μια τοπική εφημερίδα, μπορούσε να απαντήσει, σχολιάσει κ.λ.π. από οποιοδήποτε άλλο έντυπο μέσο ενημέρωσης ή το ραδιόφωνο η την τηλεόραση, αρκεί να δέχονταν οι υπεύθυνοι. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε.
Διάδοση άρθρων με αντιγραφή από τοπική σε τοπική, ώστε να μεταφέρεται και σε άλλους ευθύνη, δεν υπήρχε.
Γι’ αυτό λοιπόν, πριν βγουν τα κομπιούτερ ήταν πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση η έκδοση τοπικής εφημερίδας και ακόμη πιο δύσκολη ή κυκλοφορία της πάνω από 5 - 7 χρόνια. Η λειτουργία της όμως ήταν για όλους ξεκάθαρη.
Στην Ερμιονίδα εκδόθηκαν μετά την Κατοχή 4 τοπικές εφημερίδες και 1 πριν την Κατοχή. Τόσο λίγες μόνο, και μάλιστα από την παροικία στην πρωτεύουσα και με μικρή συμμετοχή από τους μονίμους της Ερμιονίδας.
Μπλογκ:
Είναι δημιούργημα του διαδικτύου. Πλέον ο καθένας φτιάχνει όσα μπλογκ θέλει, με μηδέν χρήματα, δυνητική πελατεία εκατομμύρια αναγνώστες και με αιώνια αποτύπωση της ύλης του κάθε μπλογκ στο διαδίκτυο. Αυτό το τρίπτυχο, «μηδέν χρήματα», «δυνητική πελατεία», «αιωνιότητα», θα τραβήξει τον άνθρωπο ως ο μαγνήτης. Όχι μόνον ως μπλογκερ, αλλά και ως αρθρογράφο, και ως αναγνώστη. Μπετονιέρες ευφυΐας και μπετονιέρες βλακείας θα αδειάζουν καθημερινά στο διαδίκτυο. Και ο νόμος θα ψάχνει να βρίσκει το ...ίχνος που αφήνει ο καθένας.
Όμως ο νόμος δεν προηγείται. Δεν υπάρχει νόμος για τροχαίο ατύχημα πριν ανακαλυφθούν και κυκλοφορήσουν τα οχήματα. Έτσι και τώρα, αφού γίνονται αυτά στο διαδίκτυο, είναι ζήτημα χρόνου να ακολουθήσουν και οι νόμοι που θα τα διέπουν. Ο μπλόγκερ είναι προφανώς ο ιδιοκτήτης και υπεύθυνος κατά τον νόμο. Αλλά η μηχανή στην οποία έχει φτιάξει το μπλογκ του είναι ο τυπογράφος, το περίπτερο και το ταχυδρομείο μαζί. Αλλά για κάτι που είναι ψευδές και συκοφαντικό, εντοπίζει ο νόμος έναν μπλόγκερ, αλλά υπάρχουν και χιλιάδες που το αναμετάδωσαν και ίσως το αναμεταδίδουν αιωνίως! Το τρίπτυχο λοιπόν γίνεται τετράπτυχο λόγω της «φαινομένης ατιμωρησίας» και έτσι η παλιά απειλή «κάτσε καλά γιατί θα σε βάλω στις εφημερίδες και στο ραδιόφωνο», απειλή όμως που δεν πραγματοποιείτο λόγω πολλών ασφαλιστικών δικλείδων, τώρα έγινε «κάτσε καλά γιατί θα σε αναρτήσω στο μπλογκ μου», χωρίς δικλείδες, με ένα απλό κλικ.
Το βέβαιο είναι ότι το διαδίκτυο, με τη μέχρι σήμερα πρωτοφανή ελευθερία και ασυδοσία του είναι δημιούργημα του καπιταλιστικού χώρου και όχι του σοσιαλιστικού χώρου τύπου τέως Σοβιετικής Ένωσης, Κίνας, Κούβας κ.λ.π. ούτε θρησκευτικών κρατών, ούτε δικτατοριών. Άρα όποιος το χρησιμοποιεί είναι καπιταλιστής. Είναι όμως και σοσιαλιστής, γιατί κατά τον Λένιν ο καπιταλισμός είναι ικανός να σου πουλήσει (αφού το φτιάξει πρώτα) και το σχοινί με το οποίο θα τον κρεμάσεις.
Είναι λογικό λοιπόν να τα έχουν χαμένα οι μπλόγκερ από την στιγμή που το θεματικό χόμπι τους εισχωρεί στο κόσμο του δημοσίου και ιδιωτικού χώρου. Νομίζουν ότι κρατούν το σχοινί αλλά για ποιον λαιμό;
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος