"Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει γράψει για τον πολυαγαπημένο του Μόλυβο μεταξύ πολλών άλλων τα εξής:
Άφησα τελευταίο τον Μόλυβο, γιατί είναι σχεδόν η πατρίδα μου. Εκεί ζω όλα τα καλοκαίρια, εκεί γράφω, εκεί ψαρεύω, κολυμπάω και χαρτοπαίζω με τους αλιεργάτες και τα γκαρσόνια. Η εντύπωση που σχημάτισα από την πρώτη μου επίσκεψη στον Μόλυβο:
Ανηφόρισα τα καλντερίμια και στάθηκα στο κέντρο της αγοράς, όπου γίνονται οι λαϊκές συνελεύσεις. Ήμουν μαγεμένος! Δε χωρούσε η ψυχή μου τόση ομορφιά! Χάζευα με τα χρώματα, με τα πέτρινα σπίτια, με τα παράθυρα, με τ’ αγριοπερίστερα, που τινάζονταν από τις φωλιές τους και πετούσαν προς τη θάλασσα. Κάποια στιγμή είπα μέσα μου: «Εδώ πρέπει να έρθω μ’ ένα κορίτσι που θ’ αγαπώ ως την τρέλα!» Και η ευχή μου έπιασε. Και πολύ γρήγορα, μάλιστα.
Με ρωτούν πολλοί γιατί ξεχωρίζεις τον Μόλυβο – γιατί τον βάζεις πρώτο στις προτιμήσεις σου απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας; Δεν μπορώ ν’ απαντήσω με επιχειρήματα. Αρκούμαι στο να δείχνω και να αναφωνώ. Να δείχνω τον οικισμό από το ύψος των «Δελφινιών» και να ρουφάω τον θαυμασμό του επισκέπτη μέσα από τα μάτια του ή να αφήνω να βγει από μέσα μου ένα βαθύ «αχ», καθώς αντικρίζω το φεγγάρι που ανατέλλει απ’ τη μεριά της Στύψης.
Μου αρέσει ο Μόλυβος –με αναστατώνει– γιατί είναι κι αυτός «χειροποίητος». Δεν έχει πάρε δώσε με μηχανές. Δούλεψαν γι’ αυτόν χιλιάδες μαστόροι, εκατοντάδες χρόνια. Με το γούστο, τη φρονιμάδα και την αξιοσύνη του χελιδονιού όταν φτιάχνει τη φωλιά του. Όλα είναι στη θέση τους. Οι δρόμοι, οι εκκλησιές, τα σπίτια, τα δέντρα, τα σαλκίμια, οι βάρκες, οι βρύσες, οι άνθρωποι. Ανθρωποι καλοί, νοικοκυραίοι, μαραγκοί, ψαράδες, οικοδόμοι, κτηνοτρόφοι, αγρότες, που βαδίζουν αργά, αλλά σκέφτονται πολύ γρήγορα.
Φοβάμαι πολύ για τον Μόλυβο. Ο τουρισμός, που έδωσε μπόλικο ψωμί στον τόπο, έχει και τα κουσούρια του. Φέρνει, σε πολλές περιπτώσεις, και την απληστία. Και είναι κακός σύμβουλος η απληστία. Αλλιώς ήταν ο Μόλυβος που γνώρισα. Αλλιώς είναι σήμερα, που πολλά συμφέροντα μπήκαν στη μέση. Μπορούν, όμως, όλα να γίνουν. Και οι δουλειές να τρέχουν και η εικόνα του χωριού να γίνεται όλο και καλύτερη. Ποτέ χειρότερη. Στο κάτω κάτω, ο κόσμος τρέχει στον Μόλυβο μόνο για την ομορφιά του, την ανέγγιχτη. Την ομορφιά που είδαν καταπρόσωπο, αλλά και την εθώπευσαν και την προστάτευσαν, με νύχια και δόντια και σε δύσκολους καιρούς, ο Καραμανλής, ο Βασιλείου, ο Βενέτης και τόσοι άλλοι…"
Για την αντιγραφή
Βασίλης Γκάτσος