Τότε που τα παιδιά, τα καίγανε τα μνημόνια
|
Το είδατε υποθέτω, στα χθεσινά δελτία ειδήσεων. Τετράχρονο παιδάκι ανασύρθηκε με βαριά εγκαύματα από το φλεγόμενο σπίτι του στη Λάρισα. Η φωτιά προκλήθηκε από κερί που είχε η μάνα του για να φωτίζει το σπίτι, αφού η γυναίκα ζούσε μαζί με τα δυο παιδιά της σε σπίτι δίχως ρεύμα. Δεν μπορούσε να πληρώσει τους λογαριασμούς και η ΔΕΗ τους είχε κόψει το ρεύμα. Είναι από τις ειδήσεις που προκαλούν φρίκη, αλλά που -σε μένα τουλάχιστον- ανακαλούν και επώδυνες μνήμες.
Από τον καιρό που τις φωτιές στα σπίτια, τις έβαζαν οι οικονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων. Από τότε που τα παιδιά, τα καίγανε τα μνημόνια.
Θυμάστε; Μιλώ για τότε που οι αναθυμιάσεις από μια σόμπα σε κλειστό δωμάτιο, ήταν «συνειδητή επιλογή» των κυβερνώντων και των ξένων εντολοδόχων τους. Μιλώ για τότε, που αν τύχαινε να λαμπαδιάσει κάποιο χαμόσπιτο, ήταν «προσωποποιημένο έγκλημα» όσων σήκωσαν χέρι για να ψηφίσουν μνημόνια και όσων τους υποστήριζαν.
Θυμάται κανείς τους πέντε φοιτητές των ΤΕΙ τον χειμώνα του 2013; Τα δύστυχα εκείνα παιδιά, δυο από τα οποία πέθαναν από αναθυμιάσεις και άλλα τρία που ανασύρθηκαν λιπόθυμα την τελευταία στιγμή; Στη Λάρισα ήταν κι αυτά, Φλεβάρη μήνα. Τολμούσε τότε κανείς δημοσιογράφος να μιλήσει για πιθανό ατύχημα; Να ρωτήσει για τις λεπτομέρειες του συμβάντος;
Όχι βέβαια, τέτοιες αποπροσανατολιστικές ερωτήσεις έκρυβαν δόλιες μνημονιακές στοχεύσεις να επιρριφθεί η ευθύνη στα θύματα του ταξικού πολέμου. Τολμούσε κανείς να αμφισβητήσει την «πολιτικότητα του εγκλήματος»; Όχι ασφαλώς, διότι έμπαινε κατ’ ευθείαν στο πάνθεον των ξεπουλημένων αργυρώνητων Γερμανοτσολιάδων. Το θυμάται κανείς εκείνο το φρικαλέο σκηνικό; Τότε που πάνω σε καμένους ανθρώπους, έκαιγαν κι όσους τολμούσαν να αναρωτηθούν «μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι;» Τότε που πάνω απ’ το κορμί κάθε δύστυχου αυτόχειρα, η «πλατεία» λυντσάριζε (κοινωνικά, επαγγελματικά ή και στην κυριολεξία) όσους δεν τους θεοποιούσαν αμέσως ως απελπισμένους ήρωες;
Πού είναι άραγε τώρα όλοι αυτοί οι αγαναχτισμένοι κατήγοροι; Πού κρύφτηκαν; Γιατί δεν φωνάζουν;
Γιατί δεν τρολάρουν, γιατί δεν θυμώνουν, γιατί δεν εξοργίζονται; Τι συνέβη ξαφνικά και τα λαμπαδιασμένα παιδάκια μεταβλήθηκαν σε θύματα της οικογενειακής τους αδιαφορίας; Πώς διάολο μεταβλήθηκαν ακαριαία οι αναθυμιάσεις από τις σόμπες, σε απολίτικα προϊόντα ατομικής απροσεξίας; Πώς χάθηκαν απ’ τις πρώτες σελίδες όσοι αυτοκτονούν; Πώς έγιναν ξάφνου, άνθρωποι «με βαριά ψυχολογικά προβλήματα»; Αλλά βέβαια, όταν οι κατήγοροι στρογγυλοκάτσουν στις υπουργικές καρέκλες, τα βλέπουν αλλιώς τα πράγματα. Πιο ρεαλιστικά, πιο πραγματιστικά, πιο ιατρικώς επιστημονικά, δίχως λαϊκισμούς και παραμορφωτικά πολιτικά ματογυάλια, σωστά;
Χθες το τετράχρονο παιδάκι, δεν το έριξε στις φλόγες το Μνημόνιο του Αλέξη, αλλά η μάνα του που δεν πήγε να κάνει αίτηση στη ΔΕΗ για κοινωνικό τιμολόγιο.
Το άκουσα με τ’ αυτιά μου να το λένε στις τηλεοράσεις ΣΥΡΙΖΟϊνστρούχτορες και ΑΝΕΛοαναλυτές. Λες και πριν δυο χρόνια δεν υπήρχαν διακανονισμοί και κοινωνικά τιμολόγια. Ήθελα να ‘ξερα, τσίπα δεν έχουν πάνω τους τουλάχιστον να σωπάσουν;
Πως μπορούν τόσο ανερυθρίαστα να λένε τα ακριβώς ανάποδα πράγματα απ’ αυτά που ούρλιαζαν πριν είκοσι μήνες και να κορδώνονται ότι (και τότε και τώρα) έχουν δίκιο; Τι διάολο, τόσο πολύ μεταλλάσσει την συνείδηση του ανθρώπου, η εγγραφή του σ’ ένα κρατικό μισθολόγιο…;