Γράφει η Ειρήνη Νικολοπούλου |
Η ιστορία της γνωριμίας της Μαριάννας Βαρδινογιάννη με τον άντρα της ζωής της, τον Βαρδή όπως μου την διηγήθηκε η ίδια
Η μητέρα μου ήταν η κηδεμόνας της. Όταν πρώτο έφτασε στον Πειραιά από την Ερμιόνη, ο κύριος και η κυρία Μπουρνάκη, οι γονείς της Μαριάννας, εμπιστεύθηκαν στη μητέρα μου, την θυγατέρα τους. Αρκετά μεγαλύτερη η Κατίνα Ταγκάλου, η μαμά μου, άριστη μαθήτρια, έδειχνε να έχει τον αέρα της πρωτεύουσας, πηγαίνοντας στην Εμπορική σχολή εκείνης της εποχής κάτι σαν οικονομικό πανεπιστήμιο.
H κυρία Λίτσα Μπουρνάκη της πρότεινε να φροντίζει την μικρή και πανέμορφη Μαριάννα που είχε έρθει να τελειώσει κι αυτή το γυμνάσιο στον Πειραιά. Στο λιμάνι του Πειραιά κατέφθαναν από τα νησιά του Αργοσαρωνικού, όλοι όσοι νέοι και νέες της εποχής ήθελαν να σπουδάσουν και να προοδεύσουν….
Έτσι η Κατίνα πήγαινε στο γυμνάσιο έπαιρνε τους βαθμούς της νεαρής Μαριάννας και την πρόσεχε σαν τα μάτια της.
Προφήτης Ηλίας Πειραιάς γύρω στα 1956 και η μητέρα μου είναι ήδη 29 χρονών ,έχει πιάσει δουλειά στο πολιτικό γραφείο του Παύλου Βαρδινογιάννη.
Κάποια στιγμή...
ο θείος του Παύλου, του Βαρδή του Θόδωρου του Σήφη του Νίκου του Γιώργου και της Ελένης μητέρας της Όλγας Κεφαλογιάννη, ο αγαπημένος τους θείος Λάμπρος, Κρητικός και αυτός από την Επισκοπή Ρεθύμνου, τόπου καταγωγής όλης της μεγάλης οικογένειας Βαρδινογιάννη, ερωτεύεται την μαμά μου, ζητάει το χέρι της και αρραβωνιάζονται…Και αφού ο θείος Λάμπρος έχει αρραβωνιαστεί , πρόκειται να παντρευτεί την Κατίνα, όλα τα αδέλφια Βαρδινογιάννη επισκέπτονται το σπίτι της μαμάς μου για να γνωρίσουν την νύφη που τυχαίνει να είναι και συνεργάτης του αδελφού τους του Παύλου, ο οποίος πολιτεύεται.
Ο Βαρδής λοιπόν, όπως μου έχει διηγηθεί πολλές φορές ο ίδιος γιατί του αρέσει να διηγείται την ιστορία της ζωής του στην πραγματικότητα και της αγάπης του με τη Μαριάννα, αρχίζει να συχνάζει όλο και περισσότερο στο σπίτι της οδού Μουσών 27
Εκτός από την αρραβωνιαστικιά του θείου, με την οποία γίνονται καλοί φίλοι και κάνουν ατελείωτες πολιτικές συζητήσεις, η καρδιά του έχει αρχίσει να χτυπάει κάθε φορά που βλέπει την Μαριάννα σε αυτό το σπίτι. Η Μαριάννα πηγαινοερχόταν για να ζητήσει από την κηδεμόνα της είτε να την βοηθήσει στα μαθήματα είτε να υπογράψει κάποιο χαρτί. Έκθαμβος ο Βαρδής μπροστά στην καλλονή με την μέση δαχτυλίδι, το ολόλευκο δέρμα και το στυλ στο ντύσιμο είτε φορούσε την ποδιά του σχολείου είτε ερχόταν καλοντυμένη και κομψή για να διαβάσει τα μαθήματα της αφού έμενε στην ίδια γειτονιά τη μητέρα μου.
Η Κατίνα όμως ήταν πολύ αυστηρή. Όταν διαπίστωσε ότι ο Βαρδής έδειχνε ενδιαφέρον για την προστατευόμενη της, απλά του έκοψε το βήχα:” Βαρδή μου σ’ αγαπώ σε εκτιμώ αλλά σε παρακαλώ πολύ μην κοιτάζεις αυτό το κορίτσι ,δεν είναι για σένα ,είναι πολύ μικρή και είναι υπό την προστασία μου.»
Η μοίρα όμως αλλά είχε στο νου της. Όταν άρχισαν οι προετοιμασίες του γάμου της Κατίνας με τον Λάμπρο, το νυφικό έτοιμο κρεμόταν στην ντουλάπα, Η τελετή δεν έγινε ποτέ. Η μαμά μου δεν παντρεύτηκε το Λάμπρο για λόγους που ποτέ δεν μάθαμε. Όλοι κρατούσαν σαν επτασφράγιστο μυστικό τους λόγους αυτού του αιφνίδιου χωρισμού. Χρόνια αργότερα, η μεν μητέρα μου κρατούσε το στόμα της κλειστό, ο κύριος Βαρδής έλεγε πάντα «αυτοί οι δυο έπρεπε να έχουν παντρευτεί, δεν κατάλαβα γιατί δεν παντρεύτηκαν». Και εγώ μη γνωρίζοντας τις αιτίες συμπλήρωνα: «ναι αλλά παντρεύτηκε τον μπαμπά μου και έτσι γεννηθήκαμε, η αδελφή μου κι εγώ».
Όταν λοιπόν ο Βαρδής κατάλαβε ότι δεν θα επέστρεφε ξανά σε αυτό το σπίτι και ενδεχομένως δεν θα ξανασυναντούσε την Μαριάννα, πήρε την απόφαση να αποχαιρετήσει επίσημα την μητέρα μου, να δηλώσει φίλος της παρά το χωρισμό με το θείο του και φυσικά η κρυφή του επιθυμία ήταν για μία ακόμη φορά να δει την Μαριάννα. Εκείνη λοιπόν την ημέρα του αποχαιρετισμού με την παρολίγο θεία του, επανεμφανίστηκε η Μαριάννα μέσα στο σπίτι μου, το πατρικό και βλέποντας την, ρίχνει το τελευταίο του χαρτί : «πάμε μια βόλτα;» της προτείνει.
Η Μαριάννα κοκκίνισε και του είπε «ούτε να το συζητάς». Απογοητευμένος και στεναχωρημένος με κατεβασμένο κεφάλι, παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Μπαίνει στο τρόλεΐ για να πάει στο κέντρο του Πειραιά και εκεί μέσα στο τρόλεΐ, κάνει την εμφάνισή της η Μαριάννα η οποία πήγαινε στο μάθημα της.
Παίρνει ξανά θάρρος και της λέει:” αφού τελικά η μοίρα μας έφερε να βρεθούμε τόσο σύντομα μήπως να πάμε για μία λεμονάδα στην πλατεία Αλεξάνδρας -η πλατεία που είναι μπροστά στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης -για να γνωριστούμε καλύτερα επιτέλους;
Από κείνη τη στιγμή και μέχρι χθες το βράδυ για 67 χρόνια, ο Βαρδής και η Μαριάννα ήταν αχώριστοι. Μόνο ο αδόκητος θάνατος της, την έκανε να αφήσει το χέρι του Βαρδή αυτού του στιβαρού Κρητικού που την λάτρεψε από την πρώτη στιγμή που την είδε ως την τελευταία…