Η Κοιλάδα προετοιμάζεται για τη «Γιορτή του Ψαρά», για τη μεγαλύτερη εορταστική εκδήλωση συνυφασμένη με τη ζωή, τα επαγγέλματα και τα ενδιαφέροντα των κατοίκων της.
Η πανσέληνος έκανε αδύνατο το ψάρεμα και το «μπαϊντούζι» έδινε την ευκαιρία στους ψαράδες της Κοιλάδας να μαζευτούν στο χωριό, να χαρούν για λίγες μέρες τις οικογένειές τους, να χορέψουν αλλά και να δημιουργήσουν παραδοσιακούς χορούς, όπως τον «Κοιλαδιώτικο», να διασκεδάσουν όπως ξέρουν να το κάνουν αυθόρμητα, γενναιόδωρα, μοναδικά.
Όλοι είχαν μερίδιο σ΄ αυτή τη γιορτή. Οι ψαράδες, οι ναυτικοί που ήταν ξέμπαρκοι, οι καραβομαραγκοί, αλλά και όσοι στα καρνάγια φρόντιζαν να διατηρούν-συντηρούν τα καΐκια καλοτάξιδα και όμορφα.
Δίπλα στην ιχθυόσκαλα που γίνεται η «Γιορτή του Ψαρά» υπήρχε το καρνάγιο. Σήμερα το θυμίζουν κάποια εναπομείναντα βάζια και κάποιο φωτογραφικό υλικό. Ακολουθεί βιωματική προσέγγιση της λειτουργίας του καρνάγιου το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όπως είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ματιές στην Αργολίδα» τεύχος 9, Μάρτιος 2002.
ΤΟ ΚΑΡΝΑΓΙΟ
Στη σκιά της Βαγγελίστρας, με την ιχθυόσκαλα στη μια του μασχάλη και την παραλία του Λαπατά στην άλλη, αγνάντι απ΄το νησί Κορωνίδα και υπό το βλέμμα του σπηλαίου Φράγθι, βρίσκεται στην Κοιλάδα το καρνάγιο, τόπος επισκευής και συντήρησης των ξύλινων καϊκιών. Ανεμότρατες, γρι-γρι και βάρκες παντός τύπου απαρτίζουν σήμερα τον αλιευτικό της στόλο. Το ξύλινο σκάφος είναι «ζωντανό» όπως έλεγαν οι παλιότεροι, θέλει την περιποίησή του.
Στην ανέλκυση του καϊκιού σήμερα τα βάζια κάνουν την πιο πολύ δουλειά. Μέχρι τη δεκαετία του 70 όμως, με τον ξύλινο «εργάτη», με τον Μπάρμπα Πάνο το Μέγα να τρέχει μέσα-έξω στη θάλασσα, με κίνδυνο και αγωνία έβγαιναν τα καΐκια. Στ΄ ακροθαλάσσι του Λαπατά μαθητές ζούσαμε από κοντά την αγωνία, καθώς παίζαμε ολημερίς με τα τενεκεδένια καΐκια μας, μικρογραφίες τρεχαντηριού, από γκαζοτενεκέδες φτιαγμένα, με κατάρτια από καλάμι, με ξάρτια από σπάγκο, με λεπτομέρεια τρομερή, ενώ οι καλάδες μας έδιναν και έπαιρναν.
Εμείς, παιδιά τότε, ολημερίς παίζαμε με τα κοντά παντελονάκια μέχρι τα γόνατα, βουτηγμένοι στη θάλασσα, που όλο κι κάποιος από μας έπεφτε μέσα για να προλάβει το καϊκάκι του, καθώς το ελαφρύ αγέρι και το ρεύμα το έσπρωχναν στα βαθιά, ενώ, όταν είχε άμπωτη, με τα κουτάλια σκάβαμε στο βούρκο για αχιβάδες.
Το καϊκι μέσα στη θάλασσα λοιπόν, είχε στερεωθεί πάνω στα βάζια που γλιστρούσαν πάνω στη σχάρα και μόλις πατούσε στη στεριά κυλούσε πάνω στα γρασαρισμένα ή λιπασμένα με ξύγκια φαλάγγια. Το σύρμα που τραβούσε τα βάζια μέσω μιας διπλής μπαστέκας (τάλια τη λέγαν οι παλιότεροι) με το καύκι πάνω τους, ήταν δεμένο στον εργάτη με μονή μπαστέκα ή μαζαπλί και τυλιγόταν φιδίσια στον κορμό του.
Ο εργάτης ήταν ένα χοντρό-ισχυρό ξύλο από κορμό δέντρου, στηριγμένο στέρεα στο έδαφος. Στο πάνω μέρος του περνούσε οριζόντιο δοκάρι. Οι εργάτες διατεταγμένοι αντικριστά απ΄ τις δύο πλευρές, το γύριζαν αργά και σταθερά.
Έτσι το καΐκι με καμαρωτή κορμοστασιά έπαιρνε τη θέση του στο καρνάγιο. Εκεί θα στερεωθεί στα φαλάγγια η καρένα και απ΄ τα πλάγια θα το στηρίξουν τα πουντέλια. Τώρα θα βαφτεί, αφού καούν οι παλιές μπογιές, θα καλαφατιστεί, στα παλιά σκαριά θα γίνει κατακάρφωμα, θα αναβαπτιστεί, θα ξεκουραστεί, θα ανανεωθεί. Ύστερα με αντίστροφη πορεία θα γίνει η καθέλκυση και έτοιμο να αρμενίσει στ΄ ανοικτά, ατίθασο και θαρραλέο θα ριχτεί στη μάχη για καλές ψαριές.