Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

''Πρόσφυγες στην Ερμιόνη - Πρόσθετα στοιχεία''

''Πρόσφυγες στην Ερμιόνη''

Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
Δεν ήμουνα στην εκδήλωση για τους Πρόσφυγες στην Ερμιόνη, αλλά λίγες μέρες πριν είχα διαβάσει την ομιλία του αγαπητού φίλου Γιώργου Φασιλή και λόγω συγκίνησης, ικανοποίησης και χαράς για τον κόπου του και τον τρόπο που παρουσίαζε την καταστροφή του Ελληνισμού της Μ. Ασίας, μου διέφυγε να συμπληρώσω ορισμένα πρόσωπα που γνώρισα και που έζησαν στον τόπο μας μόνα τους, οπότε μη έχοντας συγγενείς, δύσκολος ήταν και ο εντοπισμός τους.

Η κυρά Φωφώ.
Ήταν Οδοντογιατρός και βρέθηκε πρόσφυγας στην Ερμιόνη. Δεν γνωρίζω πότε. Κατά πληροφορίες, πριν την Κατοχή ασκούσε στην Ερμιόνη το επάγγελμά της. Τη δεκαετία του 1950 έμενε στο σπίτι πίσω από του Τζιέρη και κάτω από της Αυγουστίνας του....
........ Παπαφρέδου. Μόνη της με τον σκύλο της τον Σπότς. Όταν βάδιζε μαζί του, μόλις τον έβλεπε να ξεμακραίνει λίγο, τον φώναζε ανήσυχη «Σπότς! Σπότς!», από το φόβο της μη του ρίξουν φόλα ή τον κτυπήσουν. Δεν ήσαν φιλόζωα τα μέρη μας.
 Έκανε μαθήματα Γαλλικών κυρίως, και τη δεκαετία του 1960 τη θυμάμαι που ανέβαινε στο Κρανίδι με το ΚΤΕΛ για να κάνει μαθήματα. Υπεραγαπούσε τον σκύλο της και όταν τον έχασε λυπήθηκε πάρα πολύ, ‘έπαθε’. Τον αντικατέστησε μετά με γάτες με αφέντρα γάτα την Τσουράπω. Η αγάπη της για τα ζώα, μοναδική.
Ήταν από τα ‘στοιχειά’ των Μαντρακιών. Μοναχική, αξιοπρεπής μέσα στη φτώχια της, με αστικούς καλούς τρόπους, «παράξενη» και «ξένη» για τους ντόπιους. Ακόμη και σήμερα το σπίτι αυτό το λέμε «σπίτι της κυρά Φωφώς», την περιοχή «τα σκαλάκια στης κυράς Φωφώς» και τον χώρο μπροστά από το αρχαίο τείχος που στήριζε την μικρή αυλή της, «καβάντζα της κυρά Φωφώς», γιατί εκεί παίζαμε ρόλο για να μη μας εντοπίζει εύκολα ο χωροφύλακας, ενώ κάποιος φυλούσε τσίλιες στα Μαντράκια.
Αλλά και η αγάπη της για τον σκύλο της έμεινε στην Ερμιόνη. Όταν κάποιον περιπαικτικά θέλουμε να τον φωνάξουμε κοντά μας, τον φωνάζουμε με την κραυγή «Σπότς! Σπότς!», που στα ερμιονίτικα σημαίνει, «έλα κοντά μας». Αλλά και όταν βλέπουμε έναν Ερμιονίτη με σκυλί του φωνάζουμε «Σπόοοτς!», για να του θυμίσουμε περιπαικτικά ότι έγινε σαν την κυρά Φωφώ.
Σήμερα πολλοί Ερμιονίτες έχουν τον σκύλο τους και τον υπεραγαπούν, σημάδι ότι κάτι πολύτιμο άφησε στην ψυχή μας η παράξενη ξένη.
Ο Δήμος μας ας ονομάσει με μια ταμπέλα τα σκαλάκια αυτά «Σκαλάκια της Κυράς Φωφώς», εις μνήμην.

Ο Γιώργος ο Σιγανούλης.
Βρέθηκε παιδί 6 χρονών μαζί με τους πρόσφυγες, χωρίς γονείς και συγγενείς, και το πήραν στο περιβόλι τους ο μπαρμπα Δημήτρης Κόντος και η κυρά Θοδότα. Έζησε κοντά τους μέχρι τον θάνατό του. Ήταν το ‘στοιχειό’ της Κινέττας και των Ποτοκίων. Γύριζε με το κοπάδι, και βοηθούσε στο περιβόλι. Ο τρόμος του ξεριζωμού και το χάσιμο των αγαπημένων προσώπων του τον είχαν για πάντα σημαδέψει. Δεν θυμόταν τίποτα, δεν ήξερε πώς βρέθηκε στον τόπο μας.
Τα περιβόλια μας ήταν κολλητά. Έσκαβα τα δέντρα μικρός και δέκα μέτρα πιο πέρα πότιζε ή έσκαβε ο Σιγανούλης. Μερικές φορές αγρίευε από μόνος του και μονολογούσε, μετά ερχόταν όλο γέλιο δίπλα μου και μιλούσαμε για τα πιο απλά πράγματα του κόσμου. Μετά καθόταν να ξεκουραστεί και έφευγε στον δικό του κόσμο. Συζητούσε δυνατά με έναν φανταστικό επισκέπτη που του ζητούσε να του δείξει το δρόμο για την Κουβέρτα. Ρώταγε δυνατά κάνοντας τον επισκέπτη και απαντούσε σαν να τον είχε μπροστά του. Στο τέλος φώναζε «Χριστιανέ μου δεν καταλαβαίνεις;», και σηκωνότανε, έπαιρνε τον επισκέπτη και τον πήγαινε ως κάτω προς τη λίμνη των Ποτοκίων, του έδειχνε τον δρόμο και ευχαριστημένος γύριζε στη τσάπα και πάλι στον κόσμο μας. «Κτυπημένος από την μοίρα», «άγριος», που όποιος ξαφνικά θύμωνε και φώναζε ασυναρτήτως του έλεγαν «τι κάνεις βρε σαν τον Σιγανούλη;».
Κάποτε γύρισε το κοπάδι μόνο του στη στάνη, στο λόφο του Κόντου, και ο Σιγανούλης πουθενά. Ψάχνανε να τον βρούνε δύο μέρες και τον εντοπίσανε πεσμένο μέσα σε ένα βαθύ σκάμμα στα ορυχεία Λευκολίθου προς τα Δισκούρια μισοπεθαμένο. Τον θυμάμαι μετά που ξανασκάβαμε κοντά κοντά και τούλεγα, «γιατί δεν φώναζες;» για να πάρω την απάντηση «τι να φώναζα, να μ’ ακούσουνε να γινόμουνα ρεζίλι;».
Και δω ο Δήμος μας ας ονομάσει έναν κοντινό αγροτικό δρόμο «Γιώργος Σιγανούλης» εις μνήμην των χωρίς μνήμη ρίζας προσφύγων που έζησαν δίπλα μας σαν τα πουλιά και έσβησαν αθορύβως.

Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος