Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος |
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας και η συμμετοχή των Ερμιονέων.
Το 2020 γιορτάσαμε τα 2500 χρόνια της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Η Ερμιόνη έστειλε 3 τριήρεις. Τα πλοία που έστειλαν οι μικρές ναυτικές πόλεις (το ανώτερο, 10 η Επίδαυρος) ήσαν 46, άρα η Ερμιόνη με τα 3 πλοία είχε μερίδιο 7.5% στη συμμετοχή «των μικρών».
Συνολικά 21 ναυτικές πόλεις έστειλαν πλοία.
Θα περιμέναμε η Επιτροπή Εορτασμού να άφηνε κάποιο «σημαδιακό» έργο στις 21 αυτές πόλεις, ως ανάμνηση του εορτασμού των 2500 χρόνων, πέρα από ομιλίες, παραστάσεις κ.λ.π., κάτι που νομίζω δεν συνέβη, τουλάχιστον δεν συνέβη στην Ερμιόνη.
Κατά τον Νοέμβρη πρότεινα γραπτώς και δημοσίως, έστω και στην εκπνοή των εορτασμών, να ζητήσουμε από την Επιτροπή των Εορτασμών την έρευνα και αποτύπωση των εν σειρά αυλακώσεων σε ένα επιπεδοποιημένο ύφαλο στη θέση Μαγγούλα, όπου βρίσκεται κάτω από τη θάλασσα η προϊστορική Ερμιόνη. Πιθανώς απομεινάρι νεωσοίκων και νεωρίων.
Δεν έγινε τίποτα.
Έτσι, ας ρίξουμε μια εορταστική ματιά στο τι σημαίνει για την Ερμιόνη η αποστολή των τριών πλοίων στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, και τι ναυτική υποδομή προϋποθέτει μια τέτοια αποστολή. Πλήθος στοιχείων αντλούνται από το εξαίρετο βιβλίο του αρχαιολόγου (επιτίμου Εφόρου Αρχαιοτήτων της Β΄ Εφορείας Προϊστορικών – Κλασσικών Αρχαιοτήτων) Γεωργίου Σταϊνχάουερ* «Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ», Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΗΜΑ, Αθήνα 2001.
Έτσι θα καταλάβουμε ότι ήταν αμέλειά μας να μη διεκδικήσουμε ένα «σήμα» μνήμης για τη συμμετοχή των Ερμιονέων στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Η τριήρης είναι ένα πολύ σύνθετο πλοίο που απαιτεί μεγάλη εξάσκηση και εμπειρία για να κινηθεί αποτελεσματικά και να φέρει εν πολέμω αποτέλεσμα. Το πλήρωμά της ήταν 200 άτομα εκ των οποίων οι 170 ήσαν κωπηλάτες, ελεύθεροι πολίτες που τους συμπλήρωναν μέτοικοι. Άρα 600 ναυτικοί Ερμιονίτες έλαβαν μέρος, προφανώς οι νεότεροι και οι καλύτεροι.
Η τριήρης ήταν και πολύ ευαίσθητο πλοίο. Καταπονείτο από τη φουρτούνα και από τα συνεχή συρσίματα στις αμμουδιές. Κύριο όπλο η ταχύτητά της, που την έχανε αν δεν ήταν πλήρως συντηρημένη. Έτσι ο αρχαίος όρος «βαρεία τριήρης» σημαίνει ασυντήρητη, παλιά που έμπαζε νερά από τους αρμούς, που το ξύλο της αρχίζει να στουπιάζει και να τραβάει νερό, έχουσα τα ύφαλα μαλουπιασμένα και με στρειδώνα.
Ακριβώς όπως οι ναυτικοί μας έλεγαν «η βάρκα βάρυνε» και θέλει ξύσιμο και βάψιμο.
Καινούργιες αξιόπλοες τριήρης θεωρούντο μέχρι 3 χρονών. Ζήτημα να έφταναν τα 10 χρόνια με συστηματική συντήρηση και φύλαξη.
Άρα ο πολεμικός στόλος της Ερμιόνης δεν πρέπει να ήταν μονάχα αυτές οι 3 ετοιμοπόλεμες τριήρεις, αλλά μάλλον διπλάσιες. Και, αν υπολογίσουμε τις απώλειες σε ναυμαχίες και σε ταξίδια, πρέπει να κατασκευαζόταν μία καινούργια τριήρης κατ’ έτος.
Στο προαναφερθέν βιβλίο αναφέρεται ότι η κατασκευή μιας τριήρους κόστιζε 1 τάλαντο (6000 δραχμές) και άλλο 1 τάλαντο ο εξοπλισμός της. Το τότε μέσο μεροκάματο δεν φαίνεται να ήταν πάνω από 0,5 δραχμές. Άρα το κόστος μια τριήρους ήταν περί τα 24 000 μεροκάματα. Και αν δεχτούμε ότι κατασκευαζόταν μία το χρόνο έπρεπε να ασχολούνται μόνιμα 80 άτομα. Στην πράξει περισσότερα, γιατί ήταν και η συντήρηση.
Η τριήρης έπρεπε να είναι στεγασμένη σε νεώσοικο τον χειμώνα. Οι διαστάσεις της ήταν περίπου 37 μ. μήκος και 4,5 μ. φάρδος. Άρα ο νεώσοικος πρέπει να ήταν 45μ. Χ 5,5 μ. Αν ήταν με πέτρινες κολώνες θα κόστιζε περί τα 2 τάλαντα έκαστος. Αν ήταν ξύλινη κατασκευή προφανώς λιγότερα. Η αντοχή του βέβαια ήταν για πολλά χρόνια.
Τουλάχιστον δύο μεγάλα κτίρια πρέπει να υπήρχαν κοντά στους νεώσοικους. Ένα για τη φύλαξη του εξοπλισμού (πανιά, κουπιά, σκαρμοί, πηδάλια, σχοινιά, κατάρτια κ.λ.π., όπως και εφεδρικά ανταλλακτικά) και ένα κτίριο για τις απαραίτητες πρώτες ύλες (ρετσίνι, πίσσα, αδιαμόρφωτη ξυλεία, εργαλεία, σκαλωσιές, κ.λ.π.).
Η τριήρης έπρεπε να είναι στεγασμένη σε νεώσοικο τον χειμώνα. Οι διαστάσεις της ήταν περίπου 37 μ. μήκος και 4,5 μ. φάρδος. Άρα ο νεώσοικος πρέπει να ήταν 45μ. Χ 5,5 μ. Αν ήταν με πέτρινες κολώνες θα κόστιζε περί τα 2 τάλαντα έκαστος. Αν ήταν ξύλινη κατασκευή προφανώς λιγότερα. Η αντοχή του βέβαια ήταν για πολλά χρόνια.
Τουλάχιστον δύο μεγάλα κτίρια πρέπει να υπήρχαν κοντά στους νεώσοικους. Ένα για τη φύλαξη του εξοπλισμού (πανιά, κουπιά, σκαρμοί, πηδάλια, σχοινιά, κατάρτια κ.λ.π., όπως και εφεδρικά ανταλλακτικά) και ένα κτίριο για τις απαραίτητες πρώτες ύλες (ρετσίνι, πίσσα, αδιαμόρφωτη ξυλεία, εργαλεία, σκαλωσιές, κ.λ.π.).
Πιστεύεται ότι το όνομα «Ολκάς» το πήρε, γιατί την έσερναν με κωπήλατα σκάφη, προφανώς όταν είχε μπουνάτσα. Μπορούσε να την σύρει μια τριήρης, ή ακόμη και μια βάρκα που έρριχνε το πλήρωμα, τότε όμως με πολύ μικρή ταχύτητα (αυτή την πρακτική εφάρμοζαν και οι Ερμιονίτες στο ταξίδι στη Μπαρμπαριά, σύροντας το ντεπόζιτο με τις βάρκες σε περίπτωση άπνοιας.).
Μικρότερα σε μέγεθος τα εμπορικά αυτά πλοία, αλλά και αυτά είχαν το χώρο τους στο λιμάνι της Ερμιόνης και στα ναυπηγεία της.
Άρα το κέντρο ζωής της αρχαίας Ερμιόνης ήταν το Λιμάνι της. Στην εικόνα βλέπουμε με κόκκινη γραμμή περίπου την πορεία του αρχαίου τείχους. Με μπλε το χώρο που θα καταλάμβανε η λιμενολεκάνη. Με κίτρινο τους 6 νεώσοικους με τα δύο βοηθητικά κτίρια. Και με μπλε εστιγμένη γραμμή ο κύριος χώρος του λιμανιού που θα χρησιμοποιείτο σχεδόν αποκλειστικά από τον ναυτικό κόσμο και τους καραβομαραγκούς.
Να τονίσουμε ότι με τις διαδοχικές εκβαθύνσεις καταστρέψαμε την αρχαία πόλη που ήταν ερείπια πλέον μέσα στη θάλασσα, και οι φορτηγίδες την «μετέφεραν» σε σωρούς στο άκρο του Κροθιού σε βάθος περίπου 30 μέτρων (μπράβο μας!).
Απομένει κάτι; Ναι!
Σχεδόν όλη η παραλία του σημερινού Λιμανιού, ιδιαίτερα η περιοχή του Ηρώου, έχει μπαζωθεί αλλά πάνω από τα αρχαία ερείπια. Ο παλιός μόλος φτιάχτηκε πάνω στα αρχαία ερείπια τα κάτω από τη θάλασσα. Πιθανόν σήμερα μια ανασκαφική τομή στο μέσο του να δώσει πολύτιμες πληροφορίες για την πολεοδομία της αρχαίας πόλης και του λιμανιού της. Πιθανόν το ίδιο συμβαίνει και στη νέα προβλήτα στην αρχή της, γιατί και αυτή πρωτοφτιάχτηκε πάνω στα αρχαία ερείπια. Ο βυθός μετά, μέχρι το Μπίστι, είναι αδιατάρακτος και φυσικά αρχαιολογικός χώρος.
Μπορούμε να επεκτείνουμε το ερώτημα και για τον αρχαίο οικισμό της Ερμιόνης, δηλαδή αν απομένει κάτι; Ναι!
Οι δρόμοι και οι πλατείες της Ερμιόνης είναι αδιατάρακτες και γεμάτες εκπλήξεις. Η ανασκαφή όλων θα έδινε μια πλήρη εικόνα του αρχαίου οικισμού των ναών και των δημοσίων κτισμάτων. Αυτό, όπως έχω ξαναγράψει, έγινε στον Πειραιά με την κατασκευή του ΜΕΤΡΟ και του ΤΡΑΜ, που οι ανασκαφές θεωρήθηκαν οι μεγαλύτερες που έγιναν ποτέ στην πόλη του Πειραιά.
Από το ως άνω βιβλίο συνάγεται ότι το περιμετρικό τείχος της Ερμιόνης πρέπει να είχε συνολικό κόστος περί τα 600 τάλαντα. Μεγαλύτερο ήταν το κόστος κατασκευής όλων των ναών και δημοσίων κτισμάτων της αρχαίας πόλης.
Έτσι τρία ήταν τα «στέκια» των Ερμιονέων. Το λιμάνι με τα ναυπηγεία και τα πλοία του, τα λατομεία και τα δημόσια έργα στην πόλη, και ασφαλώς τα πορφυροβαφεία της. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και ένα τέταρτο: τα χαλκουργεία και σιδηρουργεία της. Η αρχαία Ερμιόνη πέρα από τον αγροτικό, είχε εντονότατο βιοτεχνικό, ναυτικό και εμπορικό χαρακτήρα, εξ ου και η εκχρηματισμένη οικονομία της, η ασημένια δραχμή της.
Αντιληπτό ότι όλη η πανέμορφη πόλη δούλευε για τον δημόσιο χαρακτήρα της για τη δημόσια εικόνα και ισχύ της. Η αμοιβή, το μεροκάματο, περιοριζόταν στην αξιοπρεπή διαβίωση με σύνεση, ενώ όσοι είχαν μεγάλα εισοδήματα επέστρεφαν μέγα μέρος μέσω των χορηγιών που τους επέβαλε η πόλις, και εν μέρει από δική τους διάθεση.
Δεν άξιζε λοιπόν εις μνήμην ενδόξου παρελθόντος, αλλά και εις μνήμην της νεότερης ναυτοσύνης μας ένα μικρό μνημείο που να σημαίνει τη συμμετοχή μας στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας;
Στις φωτογραφίες η πεντηκοντόρος, η διήρης, η τριήρης και η ολκάς, πλοία που κατασκεύαζαν τα ναυπηγεία της αρχαίας πόλης μας και που αποτελούσαν τον πολεμικό και εμπορικό στόλο της.
* Με τον Γιώργο Σταϊνχάουερ γνωριστήκαμε για λίγο για τη λύση ενός προβλήματος που είχα κληθεί σαν σχετικά ειδικός. Τα περίφημα μπρούτζινα αγάλματα του Μουσείου του Πειραιά ήταν σε βιτρίνες (φυλακισμένα θα λέγαμε) στις οποίες με ένα σύστημα διοχέτευαν εσωτερικά άζωτο για να εμποδίζει τη διάβρωση. Πέρα από την υγρασία, τότε η ατμόσφαιρα ήταν πολύ επιβαρυμένη στον Πειραιά από τα αυτοκίνητα, κυρίως όμως από τα πλοία που έκαιγαν βαριά καύσιμα και τις βιομηχανίες.
Η διαπίστωση ήταν ότι ο τρόπος αυτός δεν ήταν αποτελεσματικός, ούτε το Μουσείο μπορούσε να έχει κατάλληλο προσωπικό για την καθημερινή επίβλεψη του όλου συστήματος. Αποφασίστηκε αρμοδίως να καταργηθεί το σύστημα αυτό, να βγουν τα αγάλματα από τις βιτρίνες και να εγκατασταθεί πολύ ακριβότερο σύστημα που καθάριζε την ατμόσφαιρα των αιθουσών. Έτσι τα απολαμβάνουμε πλέον ελεύθερα σε όλη τους την ομορφιά.
Βασίλειος Γκάτσος