(Το
παρακάτω το είχα γράψει το 2014, τότε που παραλάμβανε το Δήμο μας η
νέα Διοίκηση. Νομίζω είναι επίκαιρο και για τη νέα που παραλαμβάνει σε
λίγο από την παλιά.)
Τι είναι οι βιλάρχες; Μπορούν να
αναπτύξουν σχέσεις με τον τόπο μας και τους κατοίκους του;
Βιλάρχες είναι
οι πολύ πλούσιοι Έλληνες και ξένοι, που δημιούργησαν στον τόπο μας
αγροτικές βίλες (villae rusticae), δηλαδή έναν συνδυασμό πολυτελούς ή πολυτελών
οικημάτων και αγροκτήματος κατά προτίμηση “παρά θιν αλός”, και αν ήταν δυνατόν
με λιμενικές εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης. Μέχρι σήμερα η Ερμιονίδα είναι ο
μοναδικός τόπος της χώρας μας με τέτοια συγκέντρωση βιλαρχών.
Είναι φαινόμενο των
καιρών μας; Όχι βέβαια!
Στην Ερμιόνη υπήρχε η
Περιβόλα του Βούλγαρη με τα πανέμορφα κτήριά της, δίπλα του Ζωγράφου, η
Περιβόλα του Λεούση, υδραίου εφοπλιστή, που παλιά ήταν του Μπάμπα από τις
Σπέτσες, προύχοντας κι αυτός, στο Πορτοχέλι η βίλα της Έλλης, και αλλού άλλες
μικρότερες.
Οι Ύδραιοι άρχοντες
στην ακμή τους είχαν περιβόλες στις μικρές αμμουδιές της Ύδρας και στην
απέναντι ακτή στο Μετόχι. Ήταν βίλλες για το καλοκαίρι, με
ωραία κτίσματα και ωραία περιβόλια, με επιστάτες και εργάτες γης.
Μήπως και στην
Ερμιόνη προπολεμικά τουλάχιστον δεν υπήρχε πλήθος οικογενειών με σπίτι στο
χωριό και παραγωγικότατο περιβόλι με σπίτι στους κάμπους που έπαιζε και το
ρόλο και του εξοχικού;
Οι διαφορά είναι ότι
οι σύγχρονοι βιλάρχες είναι όλοι μη ντόπιοι που αγόρασαν τη γη της Ερμιονίδας,
ενώ παλιά όλοι τους ήταν της περιοχής και ντόπιοι που δημιουργούσαν περιβόλες
και βίλες. Που σημαίνει με τη σειρά του ότι κάποτε η περιοχή μας ήταν πλούσια,
ενώ επί των ημερών μας όχι. Η επένδυση των βιλαρχών στον τόπο μας, αποδεικνύει
τον πλούτο τους, η πώληση των κτημάτων από τους ντόπιους, δείχνει
την φτώχεια τους και την ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε να
πουλήσουν σε εξωπραγματικές τιμές εν σχέσει με τις τιμές των κτημάτων τους
σύμφωνα με την παραγωγικότητά τους, και με τα χρήματα αυτά να στηρίξουν ένα
άλλο επίπεδο ζωής με ελάχιστες εξαιρέσεις σωστών επενδύσεων.
Είναι πλούσιοι αστοί
οι βιλάρχες; Όχι. Το δίπολο αστική τάξη – εργατική τάξη, το σφιχταγκαλιασμένο
εξέπνευσε περί το 1900 και περάσαμε στη νεοτερική και εν συνεχεία μεταμοντέρνα
εποχή. Η χώρα μας γνώρισε μια μικρή και μικρής σημασίας αστική τάξη η οποία
εξέπνευσε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά δημιουργήθηκαν πλούσιες
οικογένειες κατά κανόνα χωρίς αστική παράδοση, που δεν συνιστούν αστική τάξη.
Στο στάδιο του πλουτισμού τους φαινόταν ότι θα έμεναν κλειστές στον πλούτο
τους, αλλά επί των ημερών μας βλέπουμε μέσω ιδρυμάτων να απλώνονται στην
κοινωνία ευεργετικά και δημιουργικά. Τα ιδρύματα Νιάρχου, Ωνάση, Γουλανδρή και
πολλά άλλα, προσφέρουν πάρα πολλά στον τόπο και ιδιαίτερα σήμερα με την κρίση.
Όχι μόνον στην Πρωτεύουσα. Μια επίσκεψη στις Οινούσες, στη Χίο, στην Άνδρο θα
σας πείσει.
Ιδεολογικά ο καθένας
μας μπορεί να έχει τις αντιρρήσεις του, τις δικές του ιδέες, αλλά η
πραγματικότητα σήμερα στην Ερμιονίδα είναι αυτή και διαφαίνεται ότι θα είναι
για πολλά ακόμη χρόνια. Ως ιδιώτες, ως κομματικά ή ιδεολογικά ενταγμένοι,
μπορεί να λέμε ό,τι θέμε, αλλά η πραγματικότητα είναι αυτή και ο Δήμος μας που δεν είναι ιδεολόγημα αλλά πραγματικότητα και
καθημερινότητά μας δεν μπορεί
να αγνοήσει αυτήν την πραγματικότητα. Δεν μπορεί από τη μια να
αποδέχεται δωρεές, να επιζητάει δωρεές και διευκολύνσεις, τα παιδιά του να
αθλούνται σε γήπεδα από τέτοιες δωρεές, ακόμη και να ζεσταίνονται στο σχολείο
τους, να τιμάει εξ ονόματος όλων των δημοτών τους δωρητές, και μετά να μην τους
ξέρει.
Άλλο πράγμα είναι τα
οποιαδήποτε προβλήματα που απορρέουν από τις μεγάλες ιδιοκτησίες των βιλαρχών,
αυτά είναι και παραμένουν υπό τον έλεγχο αρμοδίων υπηρεσιών, όπως και τα
προβλήματα από κάθε άλλη ιδιοκτησία, και ο δήμος δεν επιτρέπεται να έλθει σε
κανενός είδους συναλλαγή ως προς αυτά του τύπου: “Θα σου δόκω το γιουρντί, να
μου δώκεις το σπαθί”. Όμως ή απόσταση, ο απομονωτισμός, η
απουσία σχέσεων, τελικά το να αφήνει ο Δήμος εκτός τους βιλάρχες από κάθε
τοπικό όραμα είναι καθαρός συντηρητισμός, όπως είναι και η τάχατες απόσταση που
τηρεί ο Δήμος, ως απόδειξη σοσιαλιστικού οράματος και σοσιαλιστικής πρακτικής.
Η ζωή η ίδια απαντάει
στο ερώτημα προς κάθε παραγωγό αγαθών και υπηρεσιών: Προτιμάτε πλούσια πελατεία
ή φτωχή;
Η κοινωνία των παππούδων μας δεν είχε τέτοια
ψευτοδιλήμματα. Οι περιβόλες ήταν ενταγμένες στη ζωή του τόπου.
Η νέα Δημοτική Αρχή
έχει υποχρέωση προς τον τόπο μας να αναπτύξει σχέσεις με τους
βιλλάρχες, να ζητήσει τη συμμετοχή τους στο παραγωγικό γίγνεσθαι της
Ερμιονίδας, όχι δωρεές και παροχές, αλλά την πραγματική συμμετοχή τους με την
ιδιότητα του επιχειρηματία, την πραγματική μετοχή τους σε
παραγωγικά έργα υποδομής αλλά και εκμετάλλευσης, όχι τη συνεισφορά
τους με ένα ποσό, αλλά την πραγματική μετοχή με μετοχές και συμμετοχή στην
διοίκηση, ώστε να εκμεταλλευτεί ο Δήμος μας προγράμματα ΕΣΠΑ και ό,τι
άλλο, μαζί με αυτό το επιχειρηματικό δυναμικό κόσμο που επέλεξε
να ζει μέρος του χρόνου του στην Ερμιονίδα.
Δεν είναι ανοησία να
επιδιώκουμε να πιάσουμε δουλειά στα πλοία τους, στα εργοστάσιά τους, στις
υπηρεσίες τους, και να μην τους καλούμε να δραστηριοποιηθούν στην Ερμιονίδα και
να δώσουν δουλειά; Γιατί πραγματικές θέσεις εργασίας έχει ανάγκη ο τόπος μας,
έργα υποδομής παραγωγικά που θα απογειώσουν την παραγωγή του, εταιρείες και
επιχειρήσεις, και όχι διαγωνισμούς για το ποιος θα βγάλει τον
σοσιαλιστικότερο λόγο. Όταν έχεις παραγωγή, μπορείς να σκέπτεσαι τον τρόπο της
διανομής. Το ανάποδο δεν γίνεται.
Και που ξέρετε,
μπορεί να προοδέψουμε τόσο πολύ που να ξαναγοράσουμε τη γη των βιλαρχών. Καιρός
φέρνει τα λάχανα, μόνο που πρέπει να τα ποτίζουμε με τη σκέψη μας και τον
ιδρώτα μας, γιατί με λόγια και μεγαλοστομίες, μαραίνονται.
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος