O Ρωσικός στρατός στο Παρίσι (1814) |
(Ο
συγγραφέας απέστειλε την παρούσα επετειακή μονογραφία κατ΄
αποκλειστικότητα στα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας την 16 Απριλίου 2016, 195η επέτειο τής «σημαδιακής» ημέρας
(16 Απριλίου 1821) κατά την οποία επεσυνέβησαν ταυτόχρονα δύο μείζονα
γεγονότα στον Αγώνα τής Παλιγγενεσίας: Η ανάδυση τού ιερού σκηνώματος
τού απαγχονισθέτος Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ από τον βυθό τού Κερατίου
κόλπου και, ταυτόχρονα, η συγκρότηση και ανάδειξη σε σώμα τού εθνικού
Πολεμικού Στόλου τής Νεοτέρας Ελλάδος υπό ενιαία (Υδραϊκή) ναυαρχική
διοίκηση (Υποσημ. 10).
Το 1821, η Ρωσία ήταν τότε για την Ευρώπη ότι είναι σήμερα
οι Η.Π.Α. για τον Κόσμο: Η στρατιωτική υπερδύναμη τής εποχής, ο «χωροφύλακας [gendarme] τής ηπειρωτικής
Ευρώπης».
Συγκεκριμένα, όπως αναλύεται στον παρακάτω πίνακα, ο
Ρωσικός Στρατός (800.000 - 826.000 άνδρες) αριθμούσε στην Μεταναπολεόντεια εποχή,
καθ' όλη την διάρκεια τού ελληνικού Αγώνα
τής Παλιγγενεσίας, περισσότερους άνδρες απ' όσους όλοι μαζί οι
στρατοί των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων, ήτοι τής Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας και
Πρωσσίας/Γερμανίας! Σε σύγκριση δε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Ρωσία είχε
υπερτετραπλάσια στρατιωτική δύναμη, δεδομένου ότι το σύνολο των αξιόμαχων Οθωμανικών στρατευμάτων δεν
ξεπερνούσαν τις 180.000 άνδρες.1
Ο Αλ. Υψηλάντης διαβαίνει τον Προύθο (22 Φεβ 1821) |
Το Στρατήγημα τής Μολδοβλαχίας
Υπό
αυτό το πρίσμα, είναι εύκολο να γίνει κατανοητή η γεωστρατηγική απόφαση τής
Φιλικής Εταιρείας να αρχίσει τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα από τήν
Μολδοβλαχία τήν 22 Φεβρουαρίου 1821. Παρότι εκείνο το πολεμικό μέτωπο (Μολδοβλαχία)
ήταν γεωγραφικά απομεμακρυσμένο από το επίκεντρο τού αγώνα (Μωριάς-Ρούμελη),
εντούτοις η σημασία του για την ευόδωση τού εθνικού αγώνα ήταν τόσο κρίσιμη
ώστε την στρατιωτική αρχηγία των στρατευμάτων των Φιλικών στην Μολδοβλαχία την
ανέλαβε, αυτοπροσώπως επί τού πεδίου τής μάχης, ο αρχηγός τής Φιλικής
Εταιρείας, ο Πρίγκιψ Αλέξανδρος Υψηλάντης,
μέχρι τότε υπασπιστής τού Τσάρου και στρατηγός τού
Ρωσικού Στρατού: Το μέτωπο τής Μολδοβλαχίας, ως παρακείμενο των Ρωσοτουρκικών
συνόρων, δεδομένου μάλιστα ότι τότε η Μολδοβλαχία αποτελούσε αυτόνομη (φόρου
υποτελή) οθωμανική επαρχία και ταυτόχρονα ρωσικό προτεκτοράτο, αύξανε την
πιθανότητα στρατιωτικής επέμβασης τής Ρωσίας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Επομένως με το Στρατήγημα τής Μολδοβλαχίας, οι Φιλικοί απέβλεπαν πρωτίστως στο να δημιουργήσουν
μία χαοτική δυναμική ολοκληρωτικού πολέμου2 που θα παρωθούσε ή εξανάγκαζε την Ρωσία να
εμπλακεί σε πόλεμο εναντίον τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως σύμμαχος των
Ελλήνων κατ΄ ελάχιστο ή και ως πρωτοστάτης τής απελευθέρωσης όλων των
βαλκανικών λαών κατά μέγιστο.
Η από τακτικής απόψεως
απονενοημένη εκστρατεία3 τού Α. Υψηλάντου,
προσέκρουσε αρχικά στην ενδοευρωπαϊκή
ισορροπία δυνάμεων (balance of power), ήτοι στο μεταναπολεόντειο status quo που είχε εγκαθιδρυθεί
τότε στην Ευρώπη από το Συνέδριο τής Βιέννης (1815) και εφηρμόζετο
αποτελεσματικά από την Ιερά Συμμαχία
και την Ευρωπαϊκή Συνεννόηση.4 Tον Μάρτιο τού 1821, στο Συνέδριο τής Ιεράς Συμμαχίας στο Laibach (σημερινή Λουμπλιάνα τής Σλοβενίας) ο Καγκελάριος
Metternich τής Αυστρίας μεθόδευσε με επιτυχία την προσωρινή
διπλωματική εξουδετέρωση τής Ρωσίας ως επεμβατικής δυνάμεως στα Βαλκάνια και
συνεπώς την στρατιωτική απομόνωση τού Υψηλάντου: Κατόπιν διπλωματικών χειρισμών
και γεωστρατηγικών εκβιασμών τού Metternich, ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ τής Ρωσίας
αναγκάσθηκε να αποτάξει τον Α. Υψηλάντη από τις τάξεις τού Ρωσικού Στρατού και
να αποκηρύξει το στρατιωτικό κίνημα των Ελλήνων στην Μολδοβλαχία την 14 Μαρτίου
1821.
Επιπροσθέτως, στο τέλος τού επόμενου μήνα, την 30
Απριλίου 1821, ο Metternich
μεθόδευσε την έκδοση μιας ανθελληνικής διακοίνωσης τής συνόδου τής Ιεράς Συμμαχίας στο Laibach (που συνυπέγραψαν
η Αυστρία, η Πρωσσία και η Ρωσία, όχι όμως η Αγγλία και η Γαλλία), όπου οι
εμπόλεμοι (Χριστιανοί) Έλληνες εξυβρίζοντο σκαιότατα ως «εγκληματίες
μηχανορράφοι» και ένοπλοι «αποστάτες», ενώ
η δυναστική εξουσία τού (Μουσουλμάνου) Σουλτάνου Μαχμούντ Β΄
εξυμνείτο ως «θεόθεν
εξουσία».5
|
Το Ρωσικό τελεσίγραφο τού 1821
Grigory Alexandrovich Stroganoff |
Εντούτοις,
από την 23 Ιουνίου 1821, σε 3 μήνες από
την αποκήρυξη τού ενόπλου κινήματος τού Υψηλάντου από τον Τσάρο, και λιγότερο
από 2 μήνες από την ανθελληνική διακοίνωση τής Ιεράς Συμμαχίας στο Laibach, ο Ρωσικός Στρατός άρχισε να
προετοιμάζεται και κινητοποιείται για πόλεμο κατά τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά δε από 2 εβδομάδες, την 6 Ιουλίου 1821, ο Βαρώνος Grigory Alexandrovich Stroganoff (1770-1857), πρέσβυς τής Ρωσίας στην
Κωνσταντινούπολη τo 1821, επέδωσε προς την Υψηλή Πύλη
(Οθωμανική Κυβέρνηση) το εναγωνίως προσδοκώμενο από τούς Έλληνες τελεσίγραφο
πολέμου τής Ρωσίας κατά τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το Ρωσικό τελεσίγραφο απειλούσε την
Υψηλή Πύλη ότι εάν δεν ανταποκρίνετο θετικά στους όρους του τότε θα καθίστατο «πολέμιος προς όλον τον
χριστιανικόν κόσμον», και σε αυτό το πλαίσιο προσδιόριζε ρητώς
προθεσμία μόλις 8 ημερών προς συμμόρφωση τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις
επιταγές τού τελεσιγράφου.
Εκείνο το τελεσίγραφο ήταν καινοφανές στην Παγκόσμια Ιστορία, αφού διετύπωνε
(πρωτοφανώς τότε)
ως αιτία πολέμου ένα διακύβευμα που ήταν ανθρωπιστικό και μόνον: Στο τελεσίγραφο, ο Τσάρος δεν διεκδικούσε
ούτε σπιθαμή εδάφους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν διαφιλονικούσε ούτε
για ένα ναυτικό μίλι χωρικών υδάτων και δεν επικαλείτο οικονομικά ή άλλα
συμφέροντα · απλώς απαιτούσε από τον
Σουλτάνο να σταματήσει επί τέλους να σφάζει τούς… υπηκόους του, τούς
φιλειρηνικούς ραγιάδες των μη εμπολέμων περιοχών, εις αντίποινα για κάθε
στρατιωτική ήττα των Τούρκων από τούς Έλληνες στις εμπόλεμες περιοχές, επί
λέξει μεταξύ άλλων ως εξής:
« Ό,τι προ παντός άλλου εφοβείτο ο
αυτοκράτωρ ήτο μήπως η Πύλη ενισχύουσα διά τής διαγωγής της το επιχείρημα των
προταιτίων τής επαναστάσεως, ενομιμοποίει
ένοπλον
εξ ανάγκης αντίστασιν εις αποτροπήν τού παντελούς αφανισμού τού ελληνικού λαού και τής θρησκείας, ην πρεσβεύει. Οι
φόβοι τού αυτοκράτορος επραγματοποιήθησαν.
Κίνδυνοι
όχι ολιγώτερον δεινοί ηπείλησαν άλλοτε την Πύλην, καθ’ ους μάλιστα καιρούς
εξωτερικοί πόλεμοι απεκαθίστων δεινοτέραν την θέσιν της· και όμως ουδέποτε εν
τη οθωμανική αυτοκρατορία γενική
προγραφή έπεσεν επί ολόκληρον έθνος, ούτε τόσον αναισχύντως εξυβρίσθη η χριστιανική θρησκεία. Βέβαιον κατά
δυστυχίαν είναι, ότι η Πύλη δεν καταδιώκει μόνον τούς ταραχοποιούς και τούς
οπαδούς των, αλλά όλον το ελληνικόν
έθνος, ως και αυτάς τας πηγάς τής υπάρξεώς του και τής εκ νέου παραγωγής
του και αναγκάζει την χριστιανοσύνην να εκλέξη έν εκ των δύο: ή να μη μένη
ακίνητος θεατής τής εξολοθρεύσεως
χριστιανικού λαού, ή να ανέχεται κατάστασιν πραγμάτων τείνουσαν εις
διατάραξιν τής ειρήνης, ην ηγόρασε διά τόσων θυσιών.
Η τουρκική
κυβέρνησις...να ειδοποιηθή από τού νυν ότι καθίσταται φανερά πολέμιος προς όλον τον χριστιανικόν κόσμον,
ότι νομιμοποιεί την ιδίαν υπεράσπισιν των
Ελλήνων πολεμούντων εις αποφυγήν τής αφεύκτου φθοράς των.»
Δηλαδή, σε
επίπεδο διεθνούς δικαίου, το Ρωσικό τελεσίγραφο αποτέλεσε την πρώτη
διπλωματική πράξη αναγνώρισης των ελληνοφώνων ραγιάδων ως έθνος («ελληνικόν έθνος») και μάλιστα ως εμπόλεμο έθνος («των Ελλήνων πολεμούντων») και, έτι
περισσότερο, ως εμπόλεμο έθνος υπό
γενοκτονιακό διωγμό εμπλακέν εις «νόμιμον
ένοπλον εξ ανάγκης αντίστασιν εις αποτροπήν
τού παντελούς αφανισμού» του.
Επί πλέον, το Ρωσικό τελεσίγραφο εισήγαγε στο διεθνές δίκαιο —σε υπέρτατο (ultimum) επίπεδο, ήτοι σε κείμενο τελεσιγράφου (ultimatum) και μάλιστα τελεσιγράφου πολέμου αυτοκρατορίας
κατά αυτοκρατορίας— την
ρηξικέλευθη αρχή των εθνοτήτων, η
οποία συνιστούσε μείζονα απειλή για πολλές αυτοκρατορίες, συμπεριλαμβανομένων
τής Αυστριακής τού Καγκελαρίου Metternich όπως επίσης και όλων των ευρωπαϊκών αποικιακών αυτοκρατοριών.6
Nesselrode |
Το
παρασκήνιο τής φιλελληνικής
μεταστροφής τής Ρωσίας το 1821
Τίθεται
επομένως το εύλογο ερώτημα: Τι συνέβη τον Μάιο-Ιούνιο τού 1821 που μέσα σε
λίγες εβδομάδες προκάλεσε μία τόσο δραστική μεταστροφή τής Ρωσικής εξωτερικής
πολιτικής, η οποία από αντιδραστική και διακηρυκτικώς ανθελληνική κατέστη προοδευτική
(ή και ριζοσπαστική) και ενόπλως φιλελληνική; 7
Το 1821, η εξωτερική πολιτική τής Ρωσίας ασκείτο από δύο
ανταγωνιζόμενους υπουργούς εξωτερικών στην υπηρεσία τού Τσάρου, τον (υπέρ Ελλήνων) φιλοπόλεμο
Ιωάννη Καποδίστρια 8 και τον (μεταναπολεόντειο) φιλειρηνιστή
Karl Νesselrode. O πρώτος προσπαθούσε να αναδείξει τον ρόλο τής Ρωσίας ως
επεμβατικής Μεγάλης Δυνάμεως στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ
αντιθέτως ο δεύτερος υπεστήριζε το διευρωπαϊκό status quo που
προέκυψε από το Συνέδριο τής Βιέννης (1815).9 Σε εκείνο το πλαίσιο, ο πρώτος
ευρίσκετο σε διπλωματική αντιπαλότητα με τον Metternich, όσον αφορά στη επιρροή τους στον
Τσάρο, ενώ ο δεύτερος ευθυγραμμίζετο γεωπολιτικώς και συνέπραττε διπλωματικώς
με τον Καγκελάριο τής Αυστρίας.
Στη σύνοδο τής Ιεράς Συμμαχίας στο Laibach όμως
κυριάρχησε απόλυτα η πολιτική τού Metternich. Ως συνέπεια, η επιρροή τού
Καποδίστρια επί τού Τσάρου απομειώθηκε δραστικά τότε (Μάρτιο-Απρίλιο 1821),
αφού ο Τσάρος ευθυγραμμίσθηκε πλήρως με την αντιδραστική και φιλειρηνική (και
επομένως, εν τοις πράγμασι, ανθελληνική και φιλοτουρκική) γεωπολιτική
προσέγγιση των Metternich-Nesselrode σε εκείνη την σύνοδο.
Εντούτοις μετά από λίγες εβδομάδες, από το τέλος τού Μαΐου
1821, επισυνέβησαν «σημεία και τέρατα» στην Οδησσό και σε
ελληνοτουρκικά πολεμικά μέτωπα, ήτοι μια αλληλουχία και συγκυρία από τραγικά
γεγονότα και απίστευτες χρονικές συμπτώσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα την
θεαματική αύξηση τής επιρροής τού Καποδίστρια επί τού Τσάρου:
·
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄
στη Ρωσία! Στις αρχές Ιουνίου 1821, ο Τσάρος
Αλέξανδρος Α΄ ειδοποιήθηκε από ειδικό αγγελιοφόρο τού Διοικητού τής Οδησσού,
ότι η σωρός τού απαγχονισθέντος Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄, παρότι
καταποντίσθηκε από τούς Τούρκους στον Κεράτιο Κόλπο, ευρίσκεται στην Οδησσό,
μεταφερθείσα εκεί από ένα ελληνικό πλοίο.
Ιδού
τι είχε συμβεί: Η σωρός τού Γρηγορίου Ε΄ είχε αναδυθεί από τον βυθό τού
Κερατίου κόλπου την νύχτα της 16 Απριλίου 1821, τρεις ημέρες μετά από την
σκήλευσή του από τουρκικό όχλο και τον διπλό κανταποντισμό
του από τον δήμιο τού Σουλτάνου — και συμπτωματικά την ίδια ημέρα που συγκροτήθηκε σε σώμα
υπό ενιαία ναυαρχική Υδραϊκή διοίκηση ο
Ελληνικός Στόλος.10 Κατ'
ευτυχή συγκυρία, το λείψανο το εντόπισε ένας Κεφαλλονίτης πλοίαρχος, ο Μαρίνος Σκλάβος, και το ανείλκυσε επί τού υπό ρωσική σημαία πλοίου
του («Άγιος
Νικόλαος»), που ελλιμένιζε τότε στον
Κεράτιο. Μόλις ο Σκλάβος διαπίστωσε ότι επρόκειτο περί τού Γρηγορίου Ε΄, σαβάνωσε
την σωρό και απέπλευσε εσπευσμένως για την Οδησσό. Εκεί έφθασε μετά από ταξίδι
40 ημερών, λόγω εναντίων ανέμων, και παρέδωσε το σαβανωμένο λείψανο στις
Ρωσικές αρχές τής Οδησσού την 27 Μαΐου 1821.11
Ο Τσάρος συγκλονίσθηκε: Ο
Οικουμενικός Πατριάρχης ερχόταν μετά
θάνατον, ως
σκήνωμα, προς τον ηγεμόνα τής εν Χριστώ Ομοδόξου Ρωσικής
Αυτοκρατορίας, και ερχόταν ως ικέτης τής Χριστιανοσύνης και τής Ανθρωπότητος
υπέρ τού σφαγιαζομένου Ελληνικού Γένους.
Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ |
Ο
Τσάρος έδωσε αμέσως εντολή, χωρίς να διαβουλευθεί με τούς υπουργούς του, να
αποδοθούν τιμές αρχηγού θρησκείας στο σκήνωμα τού Γρηγορίου Ε΄, με περίλαμπρη
κηδεία και με μεγαλοπρεπή τελετουργική συμμετοχή τού Ρωσικού Στρατού. Επίσης
διέταξε (α) η κηδεία να γίνει δημοσία
δαπάνη (40.000 γρόσια) τής Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά (β) το γενικό
πρόσταγμα τής κηδείας να δοθεί στους Έλληνες τής Οδησσού τιμής ένεκεν, οι οποίοι θα καθόριζαν πού και πώς θα εθάπτετο το
σκήνωμα τού Γρηγορίου Ε΄. Πράγματι, το σκήνωμα τού ιεροεθνομάρτυρος Γρηγορίου
Ε΄ μεταφέρθηκε εν μεγαλοπρεπή πομπή στον Μητροπολιτικό Ναό τής Οδησσού την 17
Ιουνίου 1821 και παρέμεινε εκεί επί τριήμερο (17-19 Ιουνίου) για λαϊκό
προσκύνημα. Είναι αξιοσημείωτο ότι το σκήνωμα το υποδέχθηκε ένα σύνταγμα 4.000
στρατιωτών τού Ρωσικού Στρατού, που είχαν παραταχθεί τιμητικώς στον
Μητροπολιτικό Ναό.12
·
Καταστροφή των Κυδωνιών. Καθώς ο Γρηγόριος Ε΄ εισέπλεε
στο λιμάνι τής Οδησσού μετά θάνατον, εν σκηνώματι επί τού πλοίου τού Νικολάου
Σκλάβου (27 Μαΐου 1821), την ίδια ώρα ο Ελληνικός Στόλος κατήγαγε την
πρώτη μεγάλη του νίκη κατά τού Οθωμανικού Στόλου στο Αιγαίο: Μετά από τακτική
ναυμαχία στην Ερισό τής Λέσβου (27
Μαΐου 1821), ο Ελληνικός Στόλος ανετίναξε το τουρκικό δίκροτο Mansourija με αποτέλεσμα να εγκλωβίσει τον Τουρκικό Στόλο στον Ελλήσποντο την
μεθεπομένη (29 Μαΐου), και να αποκαταστήσει την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο.13
Έχοντας
ηττηθεί κατά θάλασσαν, οι Οθωμανοί «αντεπετέθησαν»
εκδικητικώς κατά ξηράν. Την επόμενη εβδομάδα, επέπεσαν κατά τού αμάχου
πληθυσμού των Κυδωνιών (Αϊβαλί) έναντι τής Λέσβου, σύμφωνα με τα Μογγολικά τους
ειωθότα: Κατά το τραγικό πενθήμερο 3-7 Ιουνίου 1821, οι Κυδωνίες, μία αμιγώς
ελληνική πόλη με περισσότερους από 25.000 κατοίκους, αφανίσθηκαν από τούς Οθωμανούς.
Τότε ο Ελληνικός Στόλος διεξήγαγε μία επιχείρηση διασώσεως, προς μαζική εκκένωση τής πόλεως
και μεταφορά όσον το δυνατόν περισσοτέρων κατοίκων της σε πλοία τού Ελληνικού
Στόλου και στη συνέχεια σε νησιά τού Αιγαίου. Όσο λίγο διήρκεσε εκείνη η
πρωτοφανής ανθρωπιστική επιχείρηση (5
ημέρες, ήτοι 3-7 Ιουνίου), τόσο τεράστια ήταν σε έκταση: Μικρά πλοιάρια, λέμβοι
και ό,τι γενικώς επέπλεε επιστρατεύθηκαν τότε προς εσπευσμένη διάσωση των
Κυδωνιέων, ακόμη και οι λέμβοι των κατοίκων των Μοσχονησιών (έναντι των
Κυδωνιών), προκειμένου να διαμετακομίσουν άμεσα χιλιάδες Κυδωνιείς είτε στα
Μοσχονήσια είτε σε πλοία τού Ελληνικού Στόλου. Προς κάλυψη των επιβιβαζομένων
αμάχων, αγήματα τού Ελληνικού Στόλου (περίπου 1.000 άνδρες) αποβιβάσθηκαν στην
ξηρά, στην παραλία των Κυδωνιών, όπου έδωσαν ηρωϊκές μάχες κατά των Οθωμανικών
σφαγέων (3.000 Τούρκων στρατιωτών υπό τον Δαούτ
Πασά). Συνολικά, περισσότεροι από 15.000 άμαχοι κάτοικοι των Κυδωνιών
διεσώθησαν από τον Ελληνικό Στόλο. Εντούτοις, οι υπόλοιποι Κυδωνιείς που
εγκλωβίσθηκαν στην πόλη, περί τούς 10.000, έπεσαν θύματα τής Οθωμανικής
βαρβαρότητας, ήτοι σφαγιάσθηκαν ή εξανδραποδίσθηκαν, και ολόκληρη η πόλη
πυρπολήθηκε από τούς Οθωμανούς. Δηλαδή τότε, για πρώτη φορά το 1821, μία
ολόκληρη Μικρασιατική πόλη — και όχι μέρος τού πληθυσμού της, όπως στην Κωνσταντινούπολη — καταστράφηκε ολοκληρωτικά και
εξαλείφθηκε από τον χάρτη.14
Ως
συνέπεια τής Καταστροφής των Κυδωνιών, επεσυνέβη άλλη μία χρονική «σύμπτωση»,
στην Οδησσό αυτή την φορά: Την 19 Ιουνίου 1821, ημέρα ταφής τού Γρηγορίου Ε΄, οι
πρώτοι πρόσφυγες από τις Κυδωνίες εισέπλεαν στο λιμάνι μιας Οδησσού που δονείτο
τότε από πένθιμες καμπανοκρουσίες και
εκκωφαντικούς κανονιοβολισμούς. Τότε οι μεν
πρόσφυγες έμαθαν ότι ετελείτο η ταφή τού
Γρηγορίου Ε΄,15 ως Μεγίστου Πρόσφυγος τής
Ανθρωπότητος, οι δε κάτοικοι τής Οδησσού, Έλληνες και ομόδοξοι Ρώσοι, όπως
επίσης και τα τιμητικώς παρευρισκόμενα Ρωσικά στρατεύματα βίωναν την Οθωμανική βαρβαρότητα ενώπιον τού σκηνώματος τού Οικουμενικού
Πατριάρχου, καθώς έβλεπαν, ιδίοις
όμμασιν, τούς εξαθλιωμένους πρόσφυγες και μάθαιναν
από αυτούς για την ολοκληρωτική καταστροφή των Κυδωνιών και άκουγαν τις σπαρακτικές περιγραφές τους
περί τής ανθρωπιστικής τραγωδίας τού πληθυσμού μιας ολοκλήρου Χριστιανικής
πόλεως.
·
Οχλοκρατικά έκτροπα. Εκείνα τα γεγονότα, σε
συνδυασμό με παράλληλες δημοσιεύσεις σε τοπικές εφημερίδες τής Οδησσού16 περί τής σκήλευσης τού σεπτού σκηνώματος τού Γρηγορίου Ε΄ στην
Κωνσταντινούπολη από τουρκοεβραϊκό όχλο, εξόργισαν πολλούς Έλληνες και Ρώσους,
με συνέπεια τραγικά αντεκδικητικά έκτροπα σε βάρος των Εβραίων τής Οδησσού.
Αμέσως μετά την ταφή τού σκηνώματος, Χριστιανοί τής Οδησσού επεδόθησαν σε ένα αιματηρό
πογκρόμ κατά των Εβραίων συγκατοίκων τους, με 200 θύματα στην εβραϊκή κοινότητα
τής πόλεως και των περιχώρων της. Η αστυνομία τής Οδησσού κατέβαλε μεγάλη
προσπάθεια να καταστείλει την οργή τού Χριστιανικού όχλου και τελικά το
κατόρθωσε αφού προέβη σε 300 συλλήψεις δραστών (Ελλήνων και Ρώσων) εκείνων των
εκδικητικών εκτρόπων.17
Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ |
Κατ'
ακολουθία, όλα εκείνα τα τραγικά γεγονότα και η συγκυρία χρονικών «συμπτώσεων»,
προσέδωσαν στην δικαιολογημένη οργή των Ρώσων για το ανοσιούργημα τού Σουλτάνου μία ανεξέλεγκτη
φιλελληνική δυναμική: Στη Ρωσία άρχισε να εγείρεται ένα επιτακτικό, καθολικό
και αναπόδραστο κοινό αίτημα τού λαού και τού στρατού αυτής τής μεγάλης χώρας,
και ειδικά της Β΄ Ρωσικής Στρατιάς
υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του Φιλέλληνος Στρατηγού P. D. Kiselev: Πόλεμος κατά των Οθωμανών στο πλευρό των Ελλήνων!
Παράλληλα,
ο Τσάρος πληροφορήθηκε ότι η
ανατίναξη τού τουρκικού δικρότου έγινε από τούς Έλληνες όχι με ύπουλο
τρόπο («τρομοκρατική» ενέργεια θα λέγαμε σήμερα), αλλά στο πλαίσιο
πολεμικής
αντιπαράθεσης (ναυμαχίας) μεταξύ τού Ελληνικού Στόλου και τού Τουρκικού
Στόλου.
Εκείνη την ημέρα οι Έλληνες εφάρμοσαν,
για πρώτη φορά στον Πόλεμο τής Ελληνικής Ανεξαρτησίας, την τακτική τής
προσβολής εχθρικού πλοίου διά πυρπολικού («μπουρλότου»), όπως είχαν
κάνει πριν από 51 χρόνια οι Ψαριανοί ως σύμμαχοι των Ρώσων
στη Ρωσοτουρκική ναυμαχία στο Τσεσμέ, την ναυμαχία
που συνεπέφερε την Ρωσοτουρκική συνθήκη τού Κιουτσούκ-Καϊναρτσί και που ανέδειξε την Ρωσία σε de jure προστάτιδα τής Ελληνορθοδοξίας. Δηλαδή ακόμη
και η τακτική των Ελλήνων κατ' εκείνη την ναυμαχία (κατά την ημέρα εισπλεύσεως
τού σκηνώματος τού Γρηγορίου Ε΄ στο λιμάνι τής Οδησσού) παρέπεμπε ιστορικά,
συνειρμικά και υπενθυμιστικά στο γεωστρατηγικό καθήκον τής Ρωσίας ως
προστάτιδος τής Ελληνορθοδοξίας.
θέα της Οδησσού κατά το δειλινό |
Εκείνη η σύζευξη τραγικών νέων από την Οδησσό και από το πολεμικό
μέτωπο τού Αιγαίου, «ξεχείλισαν το ποτήρι» τής υπομονής τού Τσάρου. Είχε
πλέον όλα τα δεδομένα τής Οσμανικής βαρβαρότητος ενώπιόν του: Την σφαγή στην
Κωνσταντινούπολη, τον αφανισμό μιας μεγάλης πόλεως
για εμπαθείς λόγους — για να εκδικηθούν οι Οσμανίδες την ανατίναξη ενός
πολεμικού τους πλοίου σε μία ναυμαχία
μεταξύ εθνικών στόλων18 — τον
συνεχιζόμενο αποδεκατισμό τής ιεραρχίας τής Ελληνορθοδοξίας, τον Ρωσικό λαό και
τον Ρωσικό Στρατό να απαιτούν ένοπλη επέμβαση τής Ρωσικής Αυτοκρατορίας στο
πλευρό των Ελλήνων, και το σεπτό σκήνωμα τής «βιβλικής»
μορφής τού Γρηγορίου Ε΄ να καθαγιάζει την «Μητέρα Γή» των Ρώσων. Κατά συνέπεια, με την αλλοφροσύνη του ο Μαχμούντ
Β΄ είχε αυτοκαταστεί τότε ο μείζων
εχθρός όχι μόνον τής Ελληνορθοδοξίας αλλά ολοκλήρου τής Χριστιανοσύνης, και δεν
είχε αφήσει πλέον στον Τσάρο κανένα περιθώριο για ουδετερότητα τής Ρωσικής
Αυτοκρατορίας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Από εκεί και πέρα, οι εξελίξεις συνέχισαν να είναι
ραγδαίες. Στις αμέσως επόμενες ημέρες, στο τρίτο δεκαήμερο τού Ιουνίου 1821,
αμέσως μετά την ταφή τού Γρηγορίου Ε΄ στην Οδησσό, ο Ιωάννης Καποδίστριας,
πολιτικώς ενισχυμένος πλέον, έπεισε τον Τσάρο Αλέξανδρο Α΄ ότι ανεξάρτητα από
τις όποιες αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, τής Ιεράς Συμμαχίας και τού Metternich
προσωπικά, η Ρωσία έπρεπε, κατ' ελάχιστον, να αποστείλει ένα τελεσίγραφο
πολέμου στην Υψηλή Πύλη, απαιτώντας να σταματήσουν αμέσως οι σφαγές αμάχων
Ελλήνων και οι αφανισμοί φιλειρηνικών πόλεων στην Οθωμανική Επικράτεια. Ήταν
πλέον προφανές όχι μόνον στον Καποδίστρια αλλά επί τέλους και στον Τσάρο
Αλέξανδρο Α΄ ότι η Ρωσία δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να είναι αυτοκρατορία στο μέλλον εάν εγύριζε αδιάφορα την πλάτη στην Παγκόσμια Ιστορία
παρακολουθώντας παθητικά, ως Πόντιος Πιλάτος και αυτοευνουχισμένη Μεγάλη Δύναμη, την Ελληνορθοδοξία να αφανίζεται
από έναν Σουλτάνο που έσφαζε μαζικά, κατά χιλιάδες, αμάχους υπηκόους του σε μη εμπόλεμες περιοχές (στην Ασία) για να
εκδικηθεί ή τρομοκρατήσει άλλους υπηκόους του που εξεγέρθηκαν σε άλλες περιοχές
(στην Ευρώπη).
Kατ' ακολουθία, ο Τσάρος έδωσε εντολή στον μεν Ρωσικό Στρατό
να προετοιμασθεί για πόλεμο κατά τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον δε
Καποδίστρια να επιμεληθεί τού συναφούς τελεσιγράφου τής Ρωσίας κατά τής Υψηλής
Πύλης και να προετοιμάσει και όλα τα συναφή υπομνήματα προς τις άλλες Μεγάλες
Δυνάμεις, προκειμένου να διασφαλισθεί η σύμπραξή τους ή έστω η ανεκτικότητά
τους σε περίπτωση που ξέσπαγε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, εάν δηλαδή ο Σουλτάνος απέρριπτε
το τελεσίγραφο και συνέχιζε να αφανίζει τούς Έλληνες των μη εμπολέμων περιοχών.
Σημασία τού Ρωσικού τελεσιγράφου
Σουλτάνος Μαχμούτ ΙΙ |
Ο
ρωσοτουρκικός πόλεμος στο πλευρό των Ελλήνων εξερράγη τελικά με μεγάλη
καθυστέρηση19 την 14 Απριλίου 1828, για να επιτύχει αυτό που απέτυχαν20 να πραγματοποιήσουν οι τρεις
Μεγάλες Δυνάμεις με την νίκη τους στη Ναυμαχία τού Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου
1827): Μετά την νίκη των Ρωσικών στρατευμάτων το 1829, ο Σουλτάνος αποδέχθηκε
επί τέλους, για πρώτη φορά, την
ίδρυση Ελληνικού Κράτους, αρχικώς διά διπλωματικού
εγγράφου τής Πύλης (28 Αυγούστου
1829)21 και αμέσως μετά διά τής ρωσοτουρκικής Συνθήκης τής Αδριανουπόλεως (2 Σεπτεμβρίου 1829). Μετά από 11
ημέρες (13 Σεπτεμβρίου 1929), μόλις έφθασαν στη Ρούμελη τα νέα περί τής Συνθήκης
τής Αδριανουπόλεως, οι Τούρκοι κατέθεσαν οριστικά τα όπλα στην Ρούμελη, αμέσως
μετά την Μάχη τής Πέτρας στην Βοιωτία κατά την προηγουμένη ημέρα (12
Σεπτεμβρίου 1829), την τελευταία μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στον Αγώνα τής
Παλιγγενεσίας. Στη συνέχεια ακολούθησαν οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις που από
κοινού αναγνώρισαν την ανεξαρτησία
τής Ελλάδος (22 Ιανουαρίου 1830). Το ίδιο έπραξε και ο Σουλτάνος μετά από τρία
χρόνια (1833), δι' ετέρας ρωσοτουρκικής συνθήκης, τής συνθήκης τού Ουνκιάρ Σκελεσί μετά από στρατιωτική
επέμβαση των Ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων (στρατού και στόλου) στην
Κωνσταντινούπολη.22
Πέρα όμως από την μεγάλη καθυστέρηση ενάρξεως τού φιλελληνικού
ρωσοτουρκικού πολέμου, το Ρωσικό τελεσίγραφο καθ' εαυτό — ανεξάρτητα δηλαδή από το εάν
και πότε τελικά θα εκρήγνυτο ο ρωσοτουρκικός πόλεμος — αναβάθμισε αμέσως τον
ελληνικό Αγώνα τής Ανεξαρτησίας σε
τακτικό και γεωπολιτικό
επίπεδο και επιπλέον συνετέλεσε καθοριστικά,
τότε, το 1821, στην αποτελεσματική
προάσπιση τού Ελληνισμού τής Μικράς Ασίας και τής
Οθωμανικής Ευρώπης, όπως συνοψίζεται στη συνέχεια:
1. Στρατιωτικός περισπασμός τής Πύλης. Το Ρωσικό τελεσίγραφο το
1821, σε συνδυασμό με την αμέσως επακολουθήσασα (από 14 Ιουλίου 1821) διακοπή
διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί 5ετία
(1821-1826) εις εφαρμογή τού τελεσιγράφου, εξανάγκασε τον Σουλτάνο να ενισχύσει
τις στρατιωτικές του δυνάμεις του σε Βουλγαρία και Μολδοβλαχία με στρατεύματα 15.000
ανδρών, που παρέμειναν αδρανή το 1821-1826, εν αναμονή τής Ρωσικής εισβολής.23 Εκείνη η μακροχρόνια περίσπαση τού Οθωμανικού Στρατού στα
βόρεια σύνορα τής αυτοκρατορίας απέβη ευεργετική για τούς εμπόλεμους Ρουμελιώτες
και Μωραΐτες σε τακτικό επίπεδο στρατιωτικών επιχειρήσεων.24
2. Ελληνικός Στόλος. Το Ρωσικό τελεσίγραφο «έλυσε τα χέρια»
τού Ελληνικού Στόλου, διότι εξουδετέρωσε οριστικά την Οσμανική γενοκτονιακή
απειλή ως ανασχετικό παράγοντα25 τής πολεμικής δράσεώς του: Οι Έλληνες θαλασσομάχοι μπορούσαν πλέον
να καταναυμαχούν τουρκικές κορβέττες, φρεγάτες, δίκροτα και τρίκροτα, χωρίς να
ανησυχούν ότι για κάθε πολεμικό πλοίο που θα βύθιζαν ή ανατίναζαν, μία ολόκληρη
πόλη (όπως το Αϊβαλί) θα αφανίζετο στη Μικρά Ασία ή στην Οθωμανική Ευρώπη
εκδικητικώς από τούς Οσμανούς δυνάστες.
3. Αποσταθεροποίηση τού Σουλτάνου. Το Ρωσικό τελεσίγραφο συνέβαλε καταλυτικά
στην αποσταθεροποίηση τού
Σουλτάνου στο εσωτερικό τής αυτοκρατορίας του, δεδομένου ότι το μόνο που απαιτούσε
από τον Σουλτάνο ήταν να σταματήσει να σφάζει τούς… υπηκόους του και να
καταστρέφει τις... πόλεις του σε
μη εμπόλεμες περιοχές. Αυτή η μέχρι τότε ανήκουστη
απαίτηση αυτοκράτορα προς αυτοκράτορα συνέβαλε στον ηθικό διασυρμό τού
Σουλτάνου, αφού το τελεσίγραφο υποδήλωνε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι ο ηγεμόνας
τής κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ένας μικρόνους ή μεγαλομανιακός
βάρβαρος, που ως τέτοιος συνιστούσε κίνδυνο για την Ανθρωπότητα γενικώς, και
επομένως και για την Οθωμανική Αυτοκρατορία ειδικότερα. Ως συνέπεια, το Ρωσικό
τελεσίγραφο αποτέλεσε μία δικαίωση, έστω και προσχηματική, για τούς
μετριοπαθείς εκ των Γενιτσάρων που αρνούντο να εκστρατεύσουν στη Μολδοβλαχία,
αφού καλούντο να πάνε να σκοτωθούν πολεμούντες κατά Ρώσων όχι για κάποιο σοβαρό
λόγο ή για την κραταίωση τής αυτοκρατορίας, αλλά μόνον και μόνον επειδή ο
Σουλτάνος επεδίδετο σε μαζικές σφαγές αμάχων ραγιάδων αδιακρίτως. Παρομοίως,
ενισχύθηκαν οι μετριοπαθείς αξιωματούχοι τού Σουλτάνου, αφού πλέον είχαν στα
χέρια τους μία χειροπιαστή απόδειξη
τής αποτυχίας τού ηγεμόνος τους στη μέχρι τότε διαχείριση τής εξεγέρσεως των
ραγιάδων: Ο Σουλτάνος ενεφανίζετο ότι παρέσερνε την αυτοκρατορία σε έναν πόλεμο
που δεν ήταν αναγκαίος (δεν αφορούσε πραγματικά συμφέροντα) και μπορούσε εύκολα
να αποφευχθεί, αρκεί να άλλαζε πολιτική ή «μυαλά» ο Σουλτάνος
Μαχμούντ Β΄.26
4. Γεωπολιτική αναβάθμιση των εμπολέμων Ελλήνων. Πριν από την επίδοση τού
Ρωσικού τελεσιγράφου, οι Μεγάλες Δυνάμεις αντιμετώπιζαν την εθνική «εξέγερση»
των ραγιάδων στον νότιο Αίμο με πρόδηλη αμηχανία:27 Στην καλύτερη περίπτωση παρέμεναν αποστασιοποιημένες, τηρούσες
στάση ευμενούς ουδετερότητας έναντι των εμπολέμων ραγιάδων, όπως έκανε η
Αγγλία. Στη χειρότερη περίπτωση επέτρεπαν στα εμπορικά τους πλοία να
ανεφοδιάζουν τα πολιορκούμενα από τούς Έλληνες κάστρα των Τούρκων, ή ακόμη και
εξύβριζαν τούς εξεγερμένους ραγιάδες, όπως έκανε η Ιερά Συμμαχία στη σύνοδό της
στο Laibach. Εν ολίγοις, τίποτε απολύτως δεν εκινείτο στον διπλωματικό
ορίζοντα τής Ελλάδος πριν από την επίδοση τού Ρωσικού τελεσιγράφου. Η Ελλάδα
πάσχιζε διά τής βίας να εγερθεί, αλλά παρέμενε εγκλωβισμένη (και εν πολλοίς
βυθιζομένη) σε ένα γεωπολιτικό τέλμα μεταναπολεοντείων σκοπιμοτήτων και
αποικιακών βλέψεων των Μεγάλων Δυνάμεων.28
Σφαγή της Χίου |
Όλα
αυτά άλλαξαν αμέσως μετά το Ρωσικό τελεσίγραφο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις «έτρεχαν
και δεν έφταναν». Επί επτά μήνες πάσχιζαν να αποτρέψουν ή έστω αναβάλουν
τον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Στο μεταξύ όμως η εμπόλεμη Ελλάδα αναβαθμίσθηκε δραστικά,
αφού τότε κατέστη το θεματικό επίκεντρο των διευρωπαϊκών διαβουλεύσεων, και υπό
την διορατική διπλωματική καθοδήγηση τού Αλεξάνδρου
Μαυροκορδάτου «άρπαξε» γερά το διπλωματικό «σκοινί»
που τής έρριξε ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να βγούν στους
επόμενους μήνες από τον γεωπολιτικό τους βάλτο (την διπλωματική τους απομόνωση):
Όταν οι εκπρόσωποι των εμπολέμων Ελλήνων
προσήλθαν στην Επίδαυρο, τον Δεκέμβριο τού 1821, για να
συγκροτήσουν την πρώτη ανεξάρτητη δημοκρατική
Ελληνική Πολιτεία μετά από δύο χιλιετίες, συνήλθαν εκεί όχι ως τυχάρπαστοι «εξεγερμένοι
ραγιάδες» («εξτρεμιστές» ή «τρομοκράτες» θα
λέγαμε σήμερα), αλλά με εθνική αξιοπρέπεια και
γεωπολιτική αυτοπεποίθηση ως εκλεγμένοι εκπρόσωποι ενός διεθνώς
αναγνωρισμένου «εμπολέμου έθνους». Η
εθνική τους αξιοπρέπεια εκπήγαζε από
τις πολεμικές νίκες τής εγειρομένης Ελλάδος το 1821· η δε γεωπολιτική
τους αυτοπεποίθηση εδράζετο στη διεθνή αναγνώρισή τους ως «εμπολέμου έθνους»,
πριν μόλις 5 μήνες, και μάλιστα με τον πλέον σημαίνοντα τρόπο, ήτοι διά
τελεσιγράφου τής Ρωσικής ηπειρωτικής στρατιωτικής υπερδυνάμεως κατά τής
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε εκείνο το μετατελεσιγραφικό γεωστρατηγικό
πλαίσιο, οι Έλληνες μπορούσαν πλέον να αναλάβουν οι ίδιοι σύμφωνα με το
διεθνές δίκαιο, ως «Προσωρινή Κυβέρνησις τής Ελλάδος»,
τις αναγκαίες πρωτοβουλίες προς διπλωματική
και γεωστρατηγική υποστήριξη
τού Αγώνος τής Ανεξαρτησίας έναντι των Μεγάλων Δυνάμεων, όπερ και εγένετο.29
5.
Οικουμενικός Ελληνισμός. Μετά το Ρωσικό τελεσίγραφο,
η Υψηλή Πύλη έπαυσε να εφαρμόζει την διεστραμμένη αρχή τής συλλογικής ευθύνης σε επίπεδο
γένους αδιακρίτως, και έκτοτε αυτοπεριορίσθηκε να την εφαρμόζει μόνον σε γεωγραφικό
επίπεδο (εξεγερμένης) περιοχής, όπως στην Κασσάνδρα (1821), τη Νάουσα
και τη Χίο (1822) την Κρήτη (1821-1824), τα Ψαρά και την Κάσσο (1824), το Μεσολόγγι
(1826) και την Πελοπόννησο (1825-1828). Ως αποτέλεσμα, η ιλιγγιώδης δίνη τού
Πολέμου τής Ελληνικής Ανεξαρτησίας δεν παρέσυρε στον αφανισμό τον Οικουμενικό
Ελληνισμό και την Ελληνορθοδοξία, παρ' ότι εκείνος ο πόλεμος προσέλαβε ανεξέλεγκτες
διαστάσεις κλιμακωθείς σε μείζονα περιφερειακή σύρραξη, στην οποία ενεπλάκησαν
όλες σχεδόν οι Μεγάλες Δυνάμεις (Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία, και δευτερευόντως η
Αυστρία), και στόλοι και στρατεύματα από τρεις ηπείρους (Ευρώπη, Ασία, Αφρική).
Ενδεικτικά, ο Ελληνισμός τής Αλεξάνδρειας δεν υπέστη εκδικητικά αντίποινα για
τις ήττες των Αιγυπτιοαφρικανών κατά ξηράν και κατά θάλασσα στην Ελλάδα το
1824-1828. Όταν επομένως αναγνωρίσθηκε η ανεξαρτησία τής Ελλάδος από τις
Μεγάλες Δυνάμεις το 1830 και από την Πύλη το 1833, ο Οικουμενικός Ελληνισμός
και η Ελληνορθοδοξία συνέχισαν να διαλάμπουν, όπως πάντα, στην Κωνσταντινούπολη
και στην υπόλοιπη Οθωμανική Ευρώπη, σε ολόκληρη την Μικρά
Ασία, στον Πόντο, στην Αντιόχεια, στην Αλεξάνδρεια...
Λόγω ακριβώς
δηλαδή τού Ρωσικού τελεσιγράφου το 1821, η έμπόλεμη Γενεά του 1821 κατόρθωσε όχι
απλώς να απελευθερώσει την πρώτη ανεξάρτητη ελληνική επικράτεια (Μωριάς,
Ρούμελη, Κυκλάδες) και να εγκαθιδρύσει την πρώτη ανεξάρτητη Ελληνική Πολιτεία
στο ελλαδικό χώρο, αλλά επιπροσθέτως κάτι πολύ-πολύ περισσότερο: Η θρυλική
Γενεά του 1821 τα κατόρθωσε όλα αυτά χωρίς να απομειώσει ούτε κατ' ελάχιστον
την οικουμενική διάσταση τού Ελληνισμού. Επιγραμματικά, η Γενιά του 1821 Οικουμενικό Ελληνισμό παρέλαβε και
Οικουμενικό Ελληνισμό παρέδωσε. Καθοριστικός δε παράγοντας και
γεωστρατηγικός καταλύτης εκείνης της μαξιμαλιστικής επιτυχίας ήταν το Ρωσικό
τελεσίγραφο του 1821.30
6.
Γεωστρατηγικός προσανατολισμός
τής Ρωσίας. Όπως
είναι ευρέως γνωστό, ο Καποδίστριας επέχει μία σημαίνουσα θέση στην Παγκόσμια
Ιστορία ως συντάκτης τού Συντάγματος τής Ελβετίας και θεμελιωτής αυτού τού
προτύπου φιλειρηνικού ευρωπαϊκού κράτους. Διέλαθε όμως τής προσοχής σχεδόν όλων
των ιστορικών ότι επιπροσθέτως ο Καποδίστριας, με το φιλελληνικό τελεσίγραφο
πολέμου τής Ρωσίας κατά τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1821, επανακαθόρισε
εγγράφως, και επεσφράγισε την εξωτερική πολιτική τής Ρωσίας κατά τα επόμενα 100
χρόνια. Ενδεικτικά, μεταξύ άλλων, το ρωσικό τελεσίγραφο εισάγει μεν την αρχή
των εθνοτήτων για την σταδιακή απελευθέρωση των βαλκανικών λαών σύμφωνα με το «παράδειγμα των ηγεμονιών» (Σερβίας, Μολδαυίας και Βλαχίας), παράλληλα όμως δηλώνει το «ειλικρινές και πάντοτε αφιλοκερδές» ενδιαφέρον την Ρωσίας για την βιωσιμότητα τής Οσμανικής εξουσίας
(ειδικά στην Ασία) δηλώνοντας
ρητώς ότι «την ύπαρξιν τής Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας η Ρωσσία εθεώρει ως έν των εις διατήρησιν και παγίωσιν τής ευρωπαϊκής
ειρήνης στοιχείων», στο πλαίσιο τού γεωστρατηγικού ρόλου τής Τουρκίας τότε (και
έκτοτε) ως «παρεμβαλλομένης περιοχής» (buffer region) μεταξύ Ρωσίας και αραβοαφρικανικού εξτρεμισμού («τζιχαντισμού»).31 Εάν επομένως ο Ιμπραήμ Πασάς τής Αιγύπτου ήταν σε διανοητική θέση
να κατανοήσει αυτές τις δύο θεμελιώδεις αρχές τής εξωτερικής πολιτικής τής
Ρωσίας, που υποδηλώνοντο στο ρωσικό τελεσίγραφο τού 1821, δεν θα εξεστράτευε
αφρόνως κατά των Ελλήνων το 1825, και μάλιστα προς εθνοκάθαρση τής
Πελοποννήσου,32 ούτε στη συνέχεια θα εισέβαλε στην
Μικρά Ασία το 1832 με σκοπό να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Και στις δύο
περιπτώσεις βρήκε απέναντί του την Ρωσία: Στην μεν πρώτη περίπτωση, κατά
θάλασσαν στην υπέρ Ελλήνων Ναυμαχία τού Ναυαρίνου το 1827 και στον συνακόλουθο
ναυτικό αποκλεισμό του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο το 1827-1828, και κατά ξηράν
στον επίσης υπέρ Ελλήνων Ρωσοτουρκικό Πόλεμο στα ανατολικά Βαλκάνια το
1828-1829· στην δε δεύτερη περίπτωση, κατά ξηράν και κατά θάλασσαν στην
σωτήρια υπέρ Οσμανιδών ένοπλη επέμβαση των Ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων στην
Κωνσταντινούπολη το 1833.1, 22
Η εκτέλεση του Γρηγορίου Ε΄ (πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα) |
Συγκεφαλαιωτικώς,
το Ρωσικό τελεσίγραφο αποτελεί γεωπολιτικό και
πολιτισμικό επίτευγμα τής Ρωσίας και τής Ανθρωπότητος.33 Διότι διεσφάλισε
την συνέχεια τού Οικουμενικού
Ελληνισμού· προάσπισε
αποτελεσματικά την Ελληνορθοδοξία· αναβάθμισε τούς μαχόμενους Έλληνες από «εξεγερμένους ραγιάδες» σε διεθνώς
αναγνωρισμένο «εμπόλεμο έθνος»· έθεσε έτσι σε επίπεδο διεθνούς δικαίου
τον ακρογωνιαίο λίθο για την ίδρυση τής δημοκρατικής
Ελληνικής Πολιτείας μετά από λίγους μήνες· ενδυνάμωσε δραστικά το εθνοαπελευθερωτικό
πολεμικό φρόνημα των Ελλήνων κατά ξηράν και κατά θάλασσαν· προδιέγραψε την απελευθέρωση όλων των βαλκανικών λαών· επανακαθόρισε
την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας όσον αφορά στο Ανατολικό Ζήτημα για τα
επόμενα 100 χρόνια· προσήγαγε τις Μεγάλες Δυνάμεις προ των ανθρωπιστικών ευθυνών τους
σχετικά με το Ανατολικό Ζήτημα. Επιπροσθέτως το Ρωσικό τελεσίγραφο αποτέλεσε
τότε (και έκτοτε) συνειδησιακό κόλαφο για όλα εκείνα τα κράτη και τα έθνη που
ιστορικώς ενέχονται σε τρισάθλια κακουργήματα εθνοκάθαρσης ή γενοκτονίας. Λόγω
επομένως τής πανανθρώπινης
(αντιγενοκτονιακής) διαστάσεώς του, το τελεσίγραφο αποτέλεσε το πλέον περίλαμπρο επίτευγμα τού Ιωάννου Καποδίστρια,
ο οποίος προφανώς —όπως
προκύπτει από το κοσμοϊστορικό κείμενο τού τελεσιγράφου— συγκλονίσθηκε από τις μαζικές σφαγές
αμάχων Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη και το Αϊβαλί, από την εκατόμβη ιεραρχών
τής Ελληνορθοδοξίας,34 και από τον λυσιτελή ιεροεθναρχικό και
εθνοαπελευθερωτικό αγώνα, εν ζωή και μετά
θάνατον, τού αγίου Γρηγορίου Ε΄.35
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Θεωρητικά, «στα χαρτιά», το σύνολο
των στρατευμάτων τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανήρχοντο σε 280.000 άνδρες στο
πρώτο ήμισυ τού 19ου αιώνα. Πρακτικά όμως τα αξιόμαχα στρατεύματά
της ανήρχοντο σε 150.000 - 180.000 άνδρες το 1821-1832, όπως αποδείχθηκε στην (εμφύλια) μάχη στο
Ικόνιο την 21 Δεκεμβρίου 1832, όπου αντιπαρατάχθηκαν σχεδόν το σύνολο των αξιόμαχων
στρατευμάτων τής Αυτοκρατορίας: 50.000 Αιγύπτιοι, Άραβες και Αφρικανοί υπό τον
Ιμπραήμ Πασά τής Αιγύπτου κατά 80.000 Τούρκων, ήτοι σύνολο 130.000 άνδρες. Μετά
την ήττα των Τούρκων σε εκείνην την μάχη δεν υπήρχαν άλλα τουρκικά στρατεύματα
μεταξύ Ικονίου και Κωνσταντινουπόλεως. Για αυτόν τον λόγο η Ρωσία έσπευσε με
στρατό 40.000 ανδρών και στόλο από 7 πλοία να προασπίσει την Κωνσταντινούπολη
και να αναχαιτίσει την προέλαση των νικηφόρων στρατευμάτων από την Μέση Ανατολή
προς βορράν το 1833.
2 Η χαοτική δυναμική τού 1821, που αποτελούσε την πεμπτουσία τής
στρατηγικής τής Φιλικής Εταιρείας, αναλύεται στην ομότιτλη μονογραφία που πρωτοδημοσίευσαν
τα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας: http://www.istorikathemata.com/2014/03/1821.html.
3 Σε τακτικό επίπεδο, ο πολεμικός αγώνας των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία
ενείχε ένα μεγάλο αρνητικό στοιχείο, επιπροσθέτως τής υπερβολικά μεγάλης
γεωγραφικής αποστάσεως τού μετώπου από τον Μοριά και την Ρούμελη: Οι πολεμικές
επιχειρήσεις των Ελλήνων κατά των Οθωμανών θα διεξήγοντο σε μη φίλιο ή και εχθρικό (ανθελληνικό) περιβάλλον. Σε αντίθεση με τούς υπόδουλους Έλληνες
— των οποίων το εθνικό φρόνημα είχε σφυρηλατηθεί, μεταξύ άλλων, από
τη συμμετοχή τους σε πέντε επαναστάσεις από τα Ορλωφικά μέχρι το 1808 (1766-1770, 1788-1792, 1800-1803, 1806-1807
και 1808) — ο λαός τής Μολδοβλαχίας ήταν ανέτοιμος να εμπλακεί σε ολοκληρωτικό
εθνοαπελευθερωτικό αγώνα: Η
όποια βελτίωση τής κατάστασης των εκεί υποδούλων Ορθοδόξων μέχρι το
1821, όπως η αναβάθμιση τής Μολδαβίας και Βλαχίας σε ημιαυτόνομες
περιοχές (φόρου υποτελείς στην Πύλη), ήταν αποτέλεσμα
ρωσοτουρκικών πολέμων και συνθηκών και όχι μαζικών εθνοαπελευθερωτικών αγώνων.
Σε εκείνο το πλαίσιο, η παθητική ή
και εχθρική αντιμετώπιση τού στρατιωτικού κινήματος τού Α. Υψηλάντου από τον
λαό και τούς άρχοντες τής Μολδοβλαχίας ήταν από ενδεχομένη έως βεβαία, αφού ο
Υψηλάντης θα πολεμούσε υπέρ
απελευθερώσεως ξένων εδαφών (της Ελλάδος) με βλάβη των ιδικών τους
(Μολδαβίας και Βλαχίας). Επομένως η εκστρατεία τού Υψηλάντου στη Μολδοβλαχία
συνιστούσε μία προφανώς «ανέφικτη αποστολή» (mission impossible), αφού το πατριωτικό του καθήκον τον καλούσε να ηγηθεί επαναστάσεως
λαών (Μολδαβών και Δακών) που ούτε προετοιμασμένοι ήσαν να επαναστατήσουν ούτε
και διατεθειμένοι ήσαν να υποστούν θυσίες υπέρ απελευθερώσεως ξένων τόπων, και
μάλιστα χωρίς την άμεση και έμπρακτη
(όχι μελλοντική ή υποσχετική) στρατιωτική επέμβαση τής Ρωσίας. Ακόμη χειρότερα,
η Μολδαβία και η Βλαχία διοικείτο τότε από Έλληνες Φαναριώτες, που τούς διόριζε
η Πύλη και τούς ενέκρινε η Ρωσία (βάσει ρωσοτουρκικών συνθηκών). Επρόκειτο
δηλαδή περί Φαναριώτικης ξενοκρατίας,
που ως έξωθεν επιβαλλομένη εξουσία είχε φθείρει τότε τις σχέσεις μεταξύ Έλλήνων
προυχόντων (καταπιεστών) και λαϊκών στρωμάτων (καταπιεζομένων) τής
Μολδοβλαχίας.
4 Η Ιερά Συμμαχία ήταν ένας
αντιδραστικός συνασπισμός ηγεμονιών (ιδρυθείς από την Ρωσία, Αυστρία και Πρωσία
με πρωτοβουλία τού ιδίου τού Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄) με πραγματικό αντικείμενο
την ένοπλη επέμβαση προς καταστολή επαναστάσεων και εξεγέρσεων ανά την Ευρώπη
στην Μεταναπολεόντειο εποχή. Επιπροσθέτως, η Ευρωπαϊκή Συνεννόηση (Αυστρία, Πρωσία, Ρωσία, Αγγλία και αργότερα
Γαλλία) είχε ως αντικειμενικό σκοπό την αποτροπή οποιαδήποτε Μεγάλης Δυνάμεως από
το να κηρύξει πόλεμο μονομερώς εντός
ή εκτός τής Ευρώπης, όπως π.χ. εναντίον τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το δε 1815-1824,
το διπλωματικό «κλειδί» κάθε πολυμερούς προς τούτο
συναίνεσης, ευρίσκετο εις χείρας τού Καγκελαρίου
Metternich τής Αυστρίας, και όχι τού Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄ τής Ρωσίας.
5 H ανθελληνική διακοίνωση τής 30 Απριλίου 1821 τής συνόδου τής Ιεράς Συμμαχίας
στο Laibach συνιστούσε
ένα αναχρονιστικό κείμενο, μνημείο παρακμιακού παραλογισμού, όπως προκύπτει από
τις αντιφάσεις του, επί λέξει ως εξής:
« Χρήσιμες ή
αναγκαίες μεταβολές στη νομοθεσία ή στη διοίκηση των επικρατειών πρέπει να
πηγάζουν από την ελεύθερη θέληση και την πλήρη πεποίθηση των θεόθεν την εξουσίαν εμπεπιστευμένων [σ.σ. όπως π.χ. τού Οθωμανού Σουλτάνου]. Οτιδήποτε
παρεκτρέπεται από αυτήν την αρχή φέρει αναγκαστικά τούς λαούς σε αταξία, σε
κλονισμούς και σε δεινά βαρύτερα απ’ όσα προτίθεται να θεραπεύσει. Οι άνακτες, αισθανόμενοι βαθιά αυτήν την
αναλλοίωτη αλήθεια, δεν εδίστασαν να κηρύξουν με παρρησία, ότι σεβόμενοι τα
δίκαια και την ανεξαρτησία όλων των νομίμων εξουσιών, θεώρησαν ως νομίμως μη
υπάρχουσα και ως μη συνάδουσα προς τις αρχές τού δημοσίου δικαίου τής Ευρώπης
κάθε λεγομένη μεταρρύθμιση που ενεργείται δι’ αποστασίας και δι’ όπλων. Ως τέτοιας φύσεως θεώρησαν όχι μόνον
όσα συνέβησαν στα βασίλεια τής Νεαπόλεως και τής Σαρδηνίας, αλλά και όσα [σ.σ. η Ελληνική
Επανάσταση] άρχισαν λόγω μηχανορραφίας επίσης εγκληματικής, αν
και υπό πολλές διαφορετικές περιστάσεις κατέστησαν εσχάτως το ανατολικόν μέρος
τής Ευρώπης θέατρον απεράντων κακών.»
6 Λόγω τής κοσμοϊστορικής σημασίας τού Ρωσικού τελεσιγράφου κατά τής Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας το 1821, παρατίθεται παρακάτω ολόκληρο το κείμενο τού τελεσιγράφου
στο μονοτονικό σύστημα (πηγή: Σ. Τρικούπης, Η
Ελληνική Επανάσταση):
ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ
ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
(6 Ιουλίου 1821)
------------------------- ( Α Ρ Χ Η Τ Ε Λ Ε Σ Ι Γ Ρ Α Φ Ο Υ ) -------------------
Μόλις
ανεφάνησαν τα πρώτα συμπτώματα τής αποστασίας κατά την Μολδοβλαχίαν, η Ρωσσία
έσπευσε να κηρύξη παρρησία πόσον κατέκρινε τούς πρωταιτίους, και να προτρέψη
την Πύλην εις κατάπαυσιν τού κακού επί τω εμφανισμώ του. Η αρχή και οι πρόοδοί του [τού «κακού»] εφαίνοντο επίσης επίφοβοι. Η Πύλη δεν εδύνατο να παραγνωρίση, τα
αίτια τοιαύτης πολιτικής. Την ύπαρξιν τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Ρωσσία
εθεώρει ως έν των εις διατήρησιν και παγίωσιν τής ευρωπαϊκής ειρήνης στοιχείων·
διά τούτο ώφειλε να καταδικάση παν επιχείρημα τείνον εις βλάβην αυτής· ώφειλε
δε να πράξη τούτο έτι μάλλον ως Δύναμις πάντοτε ειλικρινής και πάντοτε αφιλοκερδής προς επικράτειαν, ην
παρεκίνει προ πέντε ετών να περιστοιχισθή υπό των εγγυήσεων, ας παρέχει η
ακριβής τήρησις των συνθηκών και η έλλειψις πάσης αφορμής διενέξεων. Η Ρωσσία
έσπευσε να τη προσφέρη και την φιλικήν
σύμπραξίν της, ης και η ωφέλεια δεν ήτον αμφίβολος, και το αποτέλεσμα
τοιούτον, ώστε να περιστείλη πάραυτα το μίασμα τής επαναστάσεως και να προλάβη
τα μεγάλα δυστυχήματα όσα έπαθεν ο λαός τής Μολδοβαχίας, όστις δεν έπαυσε δίδων
αποδείξεις αθωότητος και πίστεως. Κατά την γνώμην τής Ρωσσίας η δύναμις των όπλων ήτον η μόνη ικανή να
απαλλάξη, τας δύο ηγεμονίας από των ταραξάντων την εσωτερικήν των ησυχίαν αλλά
η δύναμις αύτη έπρεπε να έχη σωτήριον σκοπόν· έπρεπε να χρησιμεύση εις
ενίσχυσιν των νόμων και να τεθή υπό οδηγίαν συντελούσαν εις επανόρθωσιν τον
τόπου και υπό το κράτος των συνθηκών, εφ’ ων σαλεύει το δημόσιον δίκαιον τής
Μολδοβλαχίας και όχι ποτέ υπό τας σημαίας τού φανατισμού· ουδ’ έπρεπε να
συντελέση εις θεραπείαν των εκ φανατισμού παθών. Ελυπήθη εις άκρον η Ρωσσία,
διότι ολιγώρησε τας περί τούτου προτάσεις της η Πύλη, δείξασα ότι δεν ησθάνετο
πόσον τη χρησίμευε να καταπαύση τας ταραχάς ανεπιστρεπτί, και μη προϊδούσα ότι
δι’ ου παρεδέχθη συστήματος θα εκίνει υπέρ των προσβαλόντων την εξουσίαν της τα
αισθήματα, δι’ ων τιμώνται όλοι οι λαοί, αισθήματα θρησκείας, πατρίδος και
συμπαθείας, άτινα εμπνέει έθνος πεσόν εις εσχάτην απόγνωσιν.
[ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ
ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ: ]
Ό,τι προ παντός άλλου εφοβείτο ο
αυτοκράτωρ ήτο μήπως η Πύλη ενισχύουσα διά τής διαγωγής της το επιχείρημα των
προταιτίων τής επαναστάσεως, ενομιμοποίει ένοπλον εξ ανάγκης αντίστασιν εις αποτροπήν τού παντελούς αφανισμού τού ελληνικού λαού και
τής θρησκείας, ην πρεσβεύει. Οι
φόβοι τού αυτοκράτορος επραγματοποιήθησαν. Αι επαρχίαι, όπου εφάνησαν εσχάτως
τα πρώτα πολεμικά κινήματα κατά τής τουρκικής εξουσίας, έγιναν και άλλοτε
θέατρον τοιούτων κινημάτων αλλ’ ουδέποτε η κυβέρνησις εξόπλισε κατά των
κατοίκων των τόπων εκείνων όλους τούς υπηκόους της Μουσουλμάνους εν ονόματι τής
κινδυνευούσης θρησκείας των. Κίνδυνοι όχι ολιγώτερον δεινοί ηπείλησαν άλλοτε
την Πύλην καθ’ ους μάλιστα καιρούς εξωτερικοί πόλεμοι απεκαθίστων δεινοτέραν
την θέσιν της· και όμως ουδέποτε εν τη οθωμανική αυτοκρατορία γενική προγραφή έπεσεν επί ολόκληρον έθνος, ούτε τόσον αναισχύντως εξυβρίσθη η
χριστιανική θρησκεία.
[ ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΣ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ε΄: ]
Δεν υπήρχε κατ’ ευτυχίαν παράδειγμα, ότι
πατριάρχης τής ανατολικής εκκλησίας υπέφερε φρικτόν θάνατον επί τού τόπου όπου
ιερούργει, και εν ημέρα, ην όλος ο χριστιανικός κόσμος τιμά, και μάλιστα ενώ ο
ιερός ποιμήν επλήρωσε το μέτρον τής πίστεως και τής υποταγής προς την τουρκικήν
εξουσίαν· δεν είδεν άλλοτε η Ευρώπη τεθλιμμένη όλους τούς πνευματικούς και
κοσμικούς προϊσταμένους χριστιανικού έθνους, μάλιστα τούς μεγάλας υπηρεσίας
προσενεγκόντας τη οθωμανική Πύλη, αποθνήσκοντας υπό την χείρα τού δημίου,
τα λείψανά των εξυβριζόμενα, τας οικογενείας των αναγκαζομένας να φεύγωσιν εκ
τής γης των συμφορών, και τας ιδιοκτησίας αφανιζομένας. Δεν είδε προ τεσσάρων
αιώνων τον πόλεμον κηρυχθέντα κατά τής θρησκείας τού Χριστού διά τού θανάτου
των υπηρετών της, διά τού κατεδαφισμού των ναών της, και διά πολλών ύβρεων προς
τα σύμβολα τής θείας του πίστεως. Ευκόλως δύναται η Πύλη να αισθανθή, τας
συνεπείας τοιούτου συστήματος, αν το εξακολουθήση, και δεν επανορθώση τα
δυστυχή αποτελέσματά του· θα ευρεθή, δε εξ ανάγκης και παρά τας προς αυτήν
ευνοϊκάς διαθέσεις όλων των ευρωπαϊκών Δυνάμεων εις θέσιν πολέμιον προς τον χριστιανικόν κόσμον. Η αλήθεια αύτη, ην ο
αυτοκράτωρ σπεύδει να διατρανώση, είναι τόσω μάλλον αναντίρρητος, καθ’ όσον την
ησθάνθησαν οι προκάτοχοι τού σημερινού σουλτάνου. Κυριεύσαντες ούτοι τόπους εν
Ευρώπη και προθέμενοι να εγκατασταθώσιν, εφάνησαν πεποιθότες δι’ ων
συνυπέγραψαν συνθηκών μετά των χριστιανικών Δυνάμεων ότι η εγκατάστασίς των δεν
έπρεπε να ήναι σημείον πολέμου και ατιμίας τής θρησκείας αυτών των Δυνάμεων,
ούτε οιωνός εξολοθρεύσεως λαού συνηνωμένου
δι’ όλων των δεσμών τής θρησκείας, των ηθών και των αναμνήσεων. Σήμερον
απαιτείται και τι πλέον· να συντρέξη η Πύλη εις την παγίωσιν των υπαρχουσών
σχέσεων μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών επικρατειών και να προσπαθήση, διά τής
ομοφροσύνης να αποκαταστήση τας σχέσεις ταύτας ημέρα τη ημέρα στενοτέρας και
διαρκεστέρας.
[ ΑΠΕΙΛΗ
ΡΩΣΟΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ: ]
Αλλ’ αν πρόκειται να εξακολουθήσωσιν αι
αταξίαι, ή είναι ανεπίδεκτοι διορθώσεως, η Ρωσσία όχι μόνον δεν θα θεωρήσει ως
εχέγγυον ειρήνης την διάρκειαν τού οθωμανικού βασιλείου, αλλά θα ευρεθή και
ηναγκασμένη να προστατεύση την θρησκείαν της υβριζομένην, τας συνθήκας της
παραβαινομένας, και τούς ομοθρήσκους της καταδιωκομένους. Εγνώρισεν η Πύλη
αναμφιβόλως, δι’ ων έλαβεν ομοφώνων διπλωματικών κοινοποιήσεων, ότι η υπόθεσις,
υπέρ ης συνηγορεί η Ρωσσία, είναι υπόθεσις όλης τής Ευρώπης. Οι
χριστιανοί μονάρχαι δεν δύνανται να παραβλέψωσι τας ύβρεις, ας υπέστη η πίστις
των, αν δεν δοθή πάνδημος ικανοποίησις. Επίσημα έγγραφα καταδικάζουν εις ποινάς
και εις θάνατον λαόν προστατευθέντα μέχρι τής σήμερον υπό ρητών συνθηκών
και υπό τού σιωπηλού μεν αλλ’ αναποφεύκτου σεβασμού προς τούς άλλους λαούς
τής Ευρώπης. Περιττόν είναι να αναφέρωμεν τα σουλτανικά διατάγματα τα
επικυρούντα τα λεγόμενα· βέβαιον κατά δυστυχίαν είναι, ότι η Πύλη δεν
καταδιώκει μόνον τούς ταραχοποιούς και τούς οπαδούς των, αλλά όλον το ελληνικόν έθνος, ως και αυτάς
τας πηγάς τής υπάρξεώς του και τής εκ νέου παραγωγής του και αναγκάζει την
χριστιανοσύνην να εκλέξη έν εκ των δύο: ή να μη μένη ακίνητος θεατής τής εξολοθρεύσεως χριστιανικού λαού, ή να
ανέχεται κατάστασιν πραγμάτων τείνουσαν εις διατάραξιν τής ειρήνης, ην ηγόρασε διά
τόσων θυσιών. Πεπεισμένη η Ρωσσία ότι αι αξιώσεις της είναι δίκαιαι, και βεβαία
ότι έπεισεν όλους τούς συμμάχους της περί τής ειλικρινείας των σκοπών της δεν
ηθέλησε μέχρι τούδε, προθεμένη την υπεράσπισιν τού γενικού συμφέροντος, να
αναφέρη τας προς αυτήν ιδιαιτέρας υποχρεώσεις τής Πύλης, εφ’ ων εδύνατο να
στηρίξη τα κατ’ αυτής κινήματα. Εις αυτήν όμως απέκειτο να επικαλεσθή τούς
όρους τής συνθήκης τού Καϊναρτσίου,
και το εντεύθεν κεκτημένον δικαίωμα τής προστασίας
τής ελληνικής θρησκείας καθ’ όλην την τουρκικήν επικράτειαν. Αλλ’ η Ρωσσία
θέλει την σήμερον να ελκύση όλην την προσοχήν τής Πύλης εις παρατηρήσεις
υψηλοτέρας φύσεως, παρατηρήσεις επί των αμοιβαίων υποχρεώσεων όλων των Χριστιανικών Δυνάμεων προς
διατήρησιν τής προς αλλήλας ενώσεως και ειλικρινείας.
[ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ: ]
Όσα επράχθησαν μέχρι τής σήμερον δεν ημπορούν
να θεωρηθώσιν ειμή ως αποτελέσματα ή τής ελευθέρας θελήσεως τής Πύλης και
προμελετημένου σχεδίου, ή συστήματος, εις ό αι περιστάσεις και ο φανατισμός
τινων κακοβούλων ώθουν την τουρκικήν κυβέρνησιν παρά την γνώμην της. Ο
αυτοκράτωρ ελπίζει ότι η τελευταία υπόθεσις είναι η μόνη ορθή, αλλά ζητεί να
βεβαιωθή.
Αν τα κακά, δι’ α στενάζουν η θρησκεία και η
ανθρωπότης, πράττωνται παρά την γνώμην τής Πύλης, επιθυμεί ο αυτοκράτωρ να
δείξη αύτη, ότι έχει την δύναμιν να αλλάξη σύστημα μη επιτρέπον να
διαπραγματεύωνται ή συνθηκολογώσιν αι χριστιανικαί κυβερνήσες μετ’ αυτής. Αν
ούτως έχη, ας αποκατασταθώσιν αι
κατεδαφισθείσαι ή γυμνωθείσαι εκκλησίαι χρήσιμοι εις την ιεράν αυτών υπηρεσίαν·
ας αποδώση η Πύλη τα οφειλόμενα εις την χριστιανικήν θρησκείαν προστατεύουσα
και συντηρούσα αυτήν ανεπηρέαστον, ως και πρότερον, και παρηγορούσα
τοιουτοτρόπως την Ευρώπην διά τον θάνατον τού πατριάρχου και διά τας
επισυμβάσας βεβηλώσεις· ας γίνη συνετή και δικαία διάκρισις των πρωταιτίων των
ταραχών, των οπαδών των, και όσων διά την αθωότητά των δεν είναι αξιόποινοι,
και ας ανοιχθή τοιουτοτρόπως μέλλον ειρήνης και ησυχίας χάριν των θελόντων εν
ρητή προθεσμία να επανέλθωσιν εις την υποταγήν τής Πύλης Ελλήνων· όπως και αν
ήναι, ας διακρίνεται ο αθώος τού πταίστου· και εις απόδειξιν τής μεταβολής τής
διαγωγής της ας δεχθή η Πύλη τας άλλοτε γενομένας αυτή προτάσεις, να συντρέξη
δηλαδή και η Ρωσσία κατά το πνεύμα των συνθηκών εις την ειρήνευσιν των
ηγεμονειών τής Βλαχομολδαυίας. Ας γίνη μόνον φροντίς να τεθώσιν επί σταθερών
βάσεων η κοινή ευταξία και η ησυχία των μερών εκείνων εν ενί λόγω, το παράδειγμα των ηγεμονιών [υποτελής
αυτονομία] ας ήναι τοιούτον, ώστε να
επαναγάγη εις την υποταγήν όλους τούς αγαπώντας ειλικρινώς την πατρίδα των
Έλληνας.
Ο αυτοκράτωρ δεν παραδέχεται την πρώτην
υπόθεσιν· αλλ’ αν παρά την προσδοκίαν του η τουρκική κυβέρνησις δείξη ότι
πράττει αύτη ανεπηρεάστως τα περί ων ο λόγος κακά, δεν μένει τότε παρά να
ειδοποιηθή από τού νυν ότι καθίσταται φανερά πολέμιος προς όλον τον χριστιανικόν κόσμον, ότι νομιμοποιεί την
ιδίαν υπεράσπισιν των Ελλήνων
πολεμούντων εις αποφυγήν τής αφεύκτου φθοράς των, και ότι η Ρωσσία εξ
αιτίας τού χαρακτήρος τού αγώνος αναγκάζεται να τοις προσφέρη άσυλον διότι
καταδιώκονται, και προστασίαν διότι οφείλει αυτοίς αντίληψιν μεθ’ όλης τής
χριστιανοσύνης, ως μη δυναμένη να εγκαταλείψη τούς εν Χριστώ αδελφούς της εις
την διάκρισιν τυφλού φανατισμού. Μετά την καθαράν ταύτην εξήγησιν ο αυτοκράτωρ
νομίζει ότι εξεπλήρωσε προς την Πύλην ακριβέστατα ό,τι ώφειλεν. Εδύνατο να
ωφεληθή ίσως η Ρωσσία από τού επιχειρήματος των επαναστατών, αν η πολιτική της
ήτον ολιγώτερον ειλικρινής. Ο αυτοκράτωρ κατεδίκασε παρρησία το επιχείρημά των·
αν δεν ήσαν οι σκοποί του ευθείς, θα περιωρίζετο μόνον εις την καταδίκην· αλλ’
έδειξε συγχρόνως και τον τρόπον, καθ’ όν εδύνατο να προλάβη η τουρκική
κυβέρνησις τας προόδους και τας συνεπείας των ταραχών· απέδειξε δε ότι ήτο
πιστός προς τας συνθήκας, και ότι επεθύμει ειλικρινώς την συντήρησιν τού
τουρκικού κράτους, διότι και τον τρόπον πώς να σωθή είπε, και την επιθυμίαν του
να συντρέξη εις την σωτηρίαν αυτού έδειξε.
[ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ ΠΟΛΕΜΟΥ: ]
Νέαν απόδειξιν δίδει σήμερον, διότι γνωστοποιεί
τη Πύλη τούς τρόπους, δι’ ων και μόνων δύναται να αποφύγη την παντελή φθοράν
της, και την προειδοποιεί ότι, αν επιμένη ενεργούσα το καταστρεπτικόν σχέδιόν της, αναγκάζει την Ρωσσίαν ή να τηρήση ή να
παραβλέψη τα καθήκοντά της, αναμφίβολον δε τί θα προτιμήση εν τοιαύτη
περιπτώσει. Ζητείται δε απόκρισις εντός
οκτώ ημερών. Αν η τουρκική κυβέρνησις εισακούση όλας τας ευχάς και
πραγματοποιήση όλας τας ελπίδας τού αυτοκράτορος παραδεχομένη τας προτάσεις
του, δίδεται αυτή νέα προθεσμία ίνα δείξη διά των πράξεών της, ότι όχι μόνον
δέχεται τούς ανωτέρω όρους, δι’ ων μαρτυρείται η επάνοδός της εις αρχάς
συνετωτέρας, αλλ’ ότι και σπεύδει να τούς εκπληρώση, και ότι όχι μόνον δεν θέλει
το κακόν, αλλ’ ότι και δύναται και ηξεύρει να το εμποδίση. Τούτου μη γενομένου,
ειδοποιείται, ότι διετάχθη ο πρέσβυς να
αναχωρήση μεθ’ όλης τής αυτοκρατορικής πρεσβείας.
------------------------- ( Τ Ε Λ Ο Σ Τ Ε Λ Ε Σ Ι Γ Ρ Α Φ Ο Υ ) -------------------
7 Έγκριτοι ιστορικοί [π.χ. Alexander Bitis, 2000: “The Russian Army and the Eastern Question 1821-1834”, The London School of Economics and Political Science (ProQuest LLC; Ann Arbor, MI, USA), σ. 62-63] διετύπωσαν την άποψη ότι ο
λόγος τής μεταστροφής τού Τσάρου το 1821 ήταν ο απαγχονισμός τού Οικουμενικού
Πατριάρχου και άλλων ιεραρχών —των μητροπολιτών Αγχιάλου Ευγενίου, Εφέσου Διονυσίου
και Νικομήδειας Αθανασίου
κατά την ίδια ημέρα (10 Απριλίου)— όπως επίσης και οι συνακόλουθες
μαζικές σφαγές αμάχων ραγιάδων από Τούρκους στην
Κωνσταντινούπολη, όπως εξ άλλου δηλούται ρητώς στο κείμενο τού τελεσιγράφου (επί
λέξει ότι ο «πατριάρχης τής ανατολικής εκκλησίας
υπέφερε φρικτόν θάνατον επί τού τόπου όπου ιερούργει...» κ.τ.λ.). Παρότι όμως
τα τραγικά νέα από την Κωνσταντινούπολη είχαν φθάσει στο Laibach και τα είχε πληροφορηθεί ο Τσάρος πριν
από την έκδοση εκεί τής ανθελληνικής διακοίνωσης τής Ιεράς Συμμαχίας (30
Απριλίου), εντούτοις δεν τον απέτρεψαν από το να ευθυγραμμισθεί τότε πλήρως με τον Καγκελάριο Metternich και να συναινέσει στο άκρως ανθελληνικό κείμενο εκείνης τής διακοίνωσης. Επομένως δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια
μεταξύ εκείνων των τραγικών γεγονότων στην Κωνσταντινούπολη αυτών καθ' εαυτών
και τού Ρωσικού τελεσιγράφου.
8 Περί τού Ιωάννου Καποδίστρια (Giovanni, Count Capo d'Istria), τού επιφανέστερου
πολιτικού τής Νεοτέρας Ελλάδος (όπως καταδεικνύεται στην διεθνή βιβλιογραφία),
τα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας έχουν ήδη
δημοσιεύσει τις εξής τρεις μονογραφίες:
· Χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την αλληλογραφία τού Ιωάννη Καποδίστρια
9 Ο Καποδίστριας είχε
διείδει την τεράστια ιστορική ευκαιρία που είχε η Ρωσία τότε για να αναδειχθεί
σε διαχρονικώς κυρίαρχο γεωστρατηγικό παράγοντα κατά την επίλυση τού «Ανατολικού
Ζητήματος», ήτοι σε Υπερδύναμη με σταδιακή διεύρυνση τής σφαίρας επιρροής
της στα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο από την Μέση Ανατολή καθώς η τότε παρακμάζουσα
Οθωμανική Αυτοκρατορία θα αποσυντίθεντο σταδιακά και αναποδράστως. Αντιθέτως ο Nesselrode επικέντρωνε την εξωτερική του πολιτική
στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη και ειδικά στην διατήρηση φιλειρηνικών
σχέσεων με την Αυτοκρατορία των Αψβούργων (Αυστρία) και την Πρωσσία, ώστε να
μην διασαλευθεί η ειρήνη και απειληθεί εκ νέου η ασφάλεια και ανεξαρτησία τής Ρωσίας,
όπως είχε γίνει πρόσφατα (και ειδικά κατά την εισβολή των στρατευμάτων τού Ναπολέοντος
στην Ρωσία το 1812) και συνακολούθως να μην επαναληφθεί επ' ουδενί το χαοτικό
φαινόμενο τής ρευστότητας των
συμμαχιών που χαρακτήρισε τούς Ναπολεόντειους Πολέμους.
Ενδεικτικά, όσον αφορά στην ρευστότητα των
διευρωπαϊκών συμμαχιών, ο φιλειρηνικός ευρωκεντρικός προσανατολισμός τού Nesselrode ήταν
προφανώς
πραγματιστικός και εύλογος (επαγωγικός) —αν και όχι διορατικός
(αναγωγικός) όπως τού Καποδίστρια— δεδομένου ότι η Ρωσία ήταν
αντίπαλος τής Γαλλίας το 1804-1807, αλλά το 1807-1812 ο Τσάρος και ο
Ναπολέων
συνεμάχησαν, για να γίνουν ξανά εχθροί το 1812-1815. Παρομοίως η Αυστρία
πολεμούσε ως εχθρός τής Γαλλίας το 1800-1805 και το 1809, ως σύμμαχός
της το
1809-1813, και πάλι ως εχθρός της το 1813-1815. Η Πρωσσία πολεμούσε ως
εχθρός
τής Γαλλίας το 1806-1807, ως σύμμαχός της το 1807-1812, και πάλι ως
εχθρός της
το 1812-1815. Η Ισπανία πολεμούσε ως σύμμαχος τής Γαλλίας το 1803-1808,
αλλά ως
εχθρός της το 1808-1815. Η Σουηδία πολεμούσε ως εχθρός τής Γαλλίας το
1804-1809, ως σύμμαχός της το 1809-1812, και πάλι ως εχθρός της το
1812-1815.
Σε
κάθε περίπτωση, το αντικειμενικό γεγονός τού διορισμού δύο επιφανών ανδρών με
διιστάμενες γεωπολιτικές επιδιώξεις στην ηγεσία τού Υπουργείου Εξωτερικών τής
Ρωσίας, αντικατόπτριζε την προσπάθεια τού Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄ να συγκεράσει
αφενός τον παραδοσιακό ρόλο τής Ρωσίας ως de jure προστάτιδος
των Ορθοδόξων πληθυσμών τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (βάσει τής ρωσοτουρκικής συνθήκης
τού Κιουτσούκ-Καϊναρτσί, 1774) και de facto ηγέτιδος
δυνάμεως τής Δύσεως για την απελευθέρωση των Ορθοδόξων Χριστιανών από τον
Οθωμανικό ζυγό (που επεδίωκε ο Καποδίστριας βάσει τού δικαίου τής αυτοδιάθεσης των λαών) και αφετέρου το
διαχρονικό ιδεώδες για μια Χριστιανική ευρωπαϊκή συνομοσπονδία που θα
διεσφάλιζε την ειρήνη (που επεδίωκε ο Nesselrode βάσει τής αρχής τής νομιμότητος).
10 Την 16 Απριλίου 1821 («συμπτωματικά» ημέρα αναδύσεως τού λειψάνου τού Γρηγορίου Ε΄ από τον βυθό του Κερατίου
κόλπου), οι Υδραίοι εξέδωσαν την εξής πολεμική διακήρυξη:
« Εν ονόματι τού Θεού Παντοκράτορος.
Το Ελληνικόν
έθνος βεβαρυμένον πλέον να στενάζη υπό τον σκληρόν ζυγόν, υπό τον οποίον
τέσσαρας περίπου αιώνας καταθλίβεται επονειδιστικώς, τρέχει με γενικήν και
ομόφωνον ορμήν εις τα όπλα, διά να κατασυντρίψη τας βαρείας αλύσους τας υπό των
βαρβάρων Μωαμεθανών περιτεθείσας εις αυτό. Το ιερόν όνομα τής ελευθερίας αντηχεί εις όλα τα μέρη τής Ελλάδος, και
πάσα ελληνική καρδία αναφλέγεται από την επιθυμίαν τού να επαναλάβη το πολύτιμον τούτο δώρον τού Θεού, ή ν’ απολεσθή
εις τον υπέρ τούτου αγώνα. […]
Οι
απόγονοι των ενδόξων εκείνων ανδρών, οίτινες ετίμησαν το ανθρώπινον γένος με
τας υψηλάς αυτών αρετάς και εφώτισαν τον κόσμον, μάχονται υπέρ τής ελευθερίας εναντίον εις τούς τυράννους
των, βαρβάρους απογόνους τού βαρβάρου Οσμάνου, τούς εξολοθρευτάς των επιστημών
και τεχνών και εχθρούς τής ιεράς θρησκείας τού Ιησού Χριστού. Τις θέλει είσθαι
ποτε τοσούτον απάνθρωπος ώστε να γένη σκληρός εις την φοβεράν ταύτην περίστασίν
μας, ή να μη εύχηται υπέρ ημών;
Εξεδόθη εις την Καγκελαρίαν τής
νήσου Ύδρας, την 16 Απριλίου 1821.
Οι κάτοικοι τής νήσου Ύδρας.»
11 Προκειμένου
να δημιουργηθεί ένα χάσμα μίσους μεταξύ Χριστιανών ραγιάδων και Εβραίων
ραγιάδων εντός τής αυτοκρατορίας (κατά το «διαίρει και βασίλευε» ), ο Σουλτάνος διέταξε (ή «ανέχθηκε») να πωληθεί το λείψανο τού απαγχονισθέντος Πατριάρχου,
και μάλιστα με επιδεικτικά «χαμηλό» τίμημα (800 γρόσια), σε μια 20άδα Εβραίων — πρωτοστατούντων των Λεβύ, Μουτάλ
και Μπιταχί, που αποτελούσαν «διακεκριμένα» μέλη τού υποκόσμου τής Κωνσταντινουπόλεως — προκειμένου
να σπιλώσουν τον νεκρό. Οι Εβραίοι προσέδεσαν στο λείψανο σκοινιά και το έσυραν
στους δρόμους, περνώντας και από έναν ρυπαρό δρόμο τής Αγοράς με ακαθρσίες
ζώων, υβρίζοντες και πτύοντες επί τού λειψάνου, και κατέληξαν στον αιγιαλό τού
Φαναρίου. Εκεί ανέμενε ο δήμιος επί πλοιαρίου για να παραλάβει το λείψανο προκειμένου να το καταποντίσει στο μέσο
τού Κερατίου Κόλπου, όπως περιγράφει ο Σ. Τρικούπης εκείνα τα δραματικά
γεγονότα:
« Ήλθαν τότε προς τον αγχονιστήν Εβραίοι (…) και το έρριψαν [το λείψανο] εις την θάλασσαν εγχειρίσαντες το σχοινίον τω αγχονιστή, αναμένοντι εν
πλοιαρίω. Απομακρυνθείς ούτος τής ξηράς σύρων και το επί τής θαλάσσης λείψανον,
και φθάσας εν μέσω τού Κερατίου Κόλπου μεταξύ Φαναρίου και ναυστάθμου απήρτησεν
από τού λειψάνου πέτραν εις καταποντισμόν του· αλλά το λείψανον δεν
συγκατεποντίσθη, διότι δεν ήτο η πέτρα ικανώς βαρεία. Επέστρεψε τότε ο αγχονιστής
εις την ξηράν, και λαβών άλλας δύο πέτρας επανήλθεν όπου εκυματίζετο το
λείψανον, προσεπισυνέδεσε και αυτάς, το ελόγχευσε δις και τρις εις απορρόφησιν
νερού, και ούτω κατεβυθίσθη.
Μεθ' ικανάς δε ημέρας ανεφάνη προς τον
Γαλατάν μεταξύ δύο πλοίων ελλιμενιζόντων έμπροσθεν τού Καρακιοΐου, τού μεν
σλαβονικού τού δε κεφαλληναίου. Πρώτος ο Σλαβόνος πλοίαρχος είδε το λείψανον,
και το εσκέπασεν επιρρίψας ψάθαν, επί σκοπώ, όταν νυκτώση, να το ανελκύση και
το θάψη ούτινος και αν ήτον ως φιλόχριστος. Γενομένης δε εσπέρας, επρόλαβεν ο
άλλος πλοίαρχος, Κεφαλλήν, Σκλάβος ονόματι, και το ανείλκυσεν· ιδών δε εκ τής
γενειάδος και τής αξυρίστου κεφαλής, ότι ήτο λείψανον ιερωμένου, έφερε την
επαύριον εις το πλοίον τινας έξωθεν κρυφίως, και βεβαιωθείς ότι ήτο τού πατριάρχου,
το εσαβάνωσε, το μετεκόμισεν εις Οδησσόν, και το απέθεσεν εν τω
λοιμοκαθαρτηρίω. Εξετασθέν δε αυτόθι και εκ δευτέρου κατά διαταγήν τού
διοικητού απεδείχθη και τότε ότι ήτο τω όντι το τού πατριάρχου.»
12 Τα γεγονότα τής 17 Ιουνίου 1821 στην Οδησσό, τα κατέγραψε
λεπτομερειακά ο ιστορικός Κάρπος Παπαδόπουλος ως αυτόπτης μάρτυς [Απάνθισμα
τού ιστορικού αγώνος των Ελλήνων υπό τού Αντισυνταγματάρχου τής Γραμμής Κάρπου
Παπαδοπούλου (Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση), σ. 54.], ως εξής:
« Η μεταφορά τής σωρού από το υγειονομείο
έως την Μητρόπολη έγινε με άμαξα με 6 ίππους και μία ίλη λογχοφόρων κοζάκων ως
παραστατών. Συνοδευόταν από τρεις αρχιερείς [Σιλιστρίας Κύριλλος, ο
Ιεροπόλεως Γρηγόριος και ο
Μπεντερίου και Ακερμανίου Δημήτριος] και 40 ιερείς και διακόνους, καθώς
και από επισήμους
και κόσμο με μαύρη ενδυμασία. Ο δρόμος έως την
Μητρόπολη ήταν στρωμένος με ψιλή άμμο, χόρτα και άνθη. Κατά την άφιξη στη
Μητρόπολη την πομπή υποδέχτηκε ένα σύνταγμα από 4.000 στρατιώτες υπό τούς ήχους
πένθιμης μουσικής. Μετά την ακολουθία εκφωνήθηκε επικήδειος λόγος από τον Κ.
Οικονόμο εξ Οικονόμων [τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως] που βρέθηκε στην
Οδησσό ως πρόσφυγας. Έπειτα από τρεις ημέρες ο νεκρός μεταφέρθηκε από την
ρωσική Μητρόπολη σε ελληνική εκκλησία και ετάφη πάλι με την ίδια πομπή και
παράταξη.»
13 Συνοπτικά, η ναυμαχία στην Ερισό τής Λέσβου (27 Μαΐου 1821) εξελίχθηκε ως εξής: Από
την 24 Μαΐου 1821, σύσσωμος ο Ελληνικός Στόλος με 85 πλοία (52 πολεμικά βρίκια,
30 μίστικα και τρία πυρπολικά), υπό την ναυαρχία τού Υδραίου Γιακουμάκη Τομπάζη, είχε προσπλεύσει στο
βορειοανατολικό Αιγαίο, στην περιοχή τής Μυτιλήνης απέναντι από τις
Κυδωνίες (Αϊβαλί), με φιλόδοξη τριπλή αποστολή να εγκλωβίσει τον Οθωμανικό
Στόλο στον Ελλήσποντο, να διασφαλίσει την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και
κατά συνακολουθία να απαγορεύσει την μεταφορά τουρκικών στρατευμάτων από την
Μικρά Ασία στον Μωριά (που προορίζοντο να ενισχύσουν τα τουρκικά στρατεύματα
τής Τριπολιτσάς, που τότε ευρίσκετο υπό ασφυκτικό πολιορκητικό κλοιό των
ελληνικών στρατευμάτων υπό τον Κολοκοτρώνη). Μετά τα μεσάνυχτα τής 27 Μαΐου
1821, μία μοίρα τού Ελληνικού Στόλου προσέβαλε το τουρκικό δίκροτο Mansourija, που ήταν μεγάλο πλοίο με
διπλή συστοιχία πυροβόλων μεγάλου διαμετρήματος, 18-24 λιβρών, εις εκατέρα
πλευρά, και ήταν αγκυροβολημένο στην
Ερισό. Υπό καταιγιστικά πυρά καλύψεως από τα βρίκια τής ελληνικής μοίρας, δύο
από τα τρία πυρπολικά τού στόλου επετέθησαν αλλά απέτυχαν να προσκολληθούν στο
δίκροτο και κατεκάησαν χωρίς αποτέλεσμα. Το τρίτο πυρπολικό όμως, υπό τον
Ψαριανό Δημήτρη Παπανικολή, επέτυχε
στην αποστολή του: Στις 3 π.μ. ο Παπανικολής κατόρθωσε να προσκολλήσει το
πυρπολικό του στην πλώρη τού δικρότου, το πυρπολικό ανεφλέγη και μετέδωσε την
φωτιά στο δίκροτο ταχύτατα. Σε λιγότερο από μία ώρα, μόλις η φωτιά έφθασε στην
πυριτιδαποθήκη τού δικρότου, το τουρκικό πλοίο ανατινάχθηκε. Περισσότεροι
από εξακόσιοι (600) επιβαίνοντες Τούρκοι σκοτώθηκαν κατά την έκρηξη ή πνίγηκαν.
Οι Έλληνες δεν είχαν καμμία απώλεια. Εκείνη η πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων
ναυμάχων κατατρομοκράτησε τούς Τούρκους: Μόλις ο Οθωμανικός Στόλος, που είχε εισπλεύσει στο
Αιγαίο, πληροφορήθηκε την καταστροφή τού τουρκικού δικρότου ανέπλευσε την
επομένη (28 Μαΐου) προς τον Ελλήσποντο, καταδιωκόμενος από τον Ελληνικό Στόλο,
και την μεθεπομένη (29 Μαΐου) προσορμίσθηκε έντρομος στα στενά τού Ελλησπόντου
υπό την προστασία των εκεί τουρκικών φρουρίων. Η ναυμαχία στην Ερισό εδόξασε
την ελληνική ναυτοσύνη σε διεθνές επίπεδο, αφού δι' αυτής επετεύχθησαν και οι
τρεις στόχοι των Ελλήνων ναυμάχων.
14 Περί τής καταστροφής των Κυδωνιών, τα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας έχουν ήδη δημοσιεύσει μονογραφία τού «Φιλίστωρος» υπό τον τίτλο «Η σωτήρια δράση τού επαναστατημένου ελληνικού στόλου στην καταστροφή των Κυδωνιών από τούς Τούρκους το 1821».
15 Την 19 Ιουνίου 1821, το σκήνωμα τού Γρηγορίου Ε΄ μεταφέρθηκε εν
μεγαλοπρεπή πομπή, στην οποία εκτός από τα Ρωσικά στρατεύματα συμμετείχε
ολόκληρος ο Χριστιανικός πληθυσμός τής Οδησσού, από τον Μητροπολιτικό ναό στην
ελληνική εκκλησία τής Αγίας Τριάδος, όπου οι Έλληνες το απέθεσαν «εν μνήματι καινώ» ως λείψανο ιερομάρτυρος εντός τού Αγίου Βήματος στη
βόρεια πλευρά τής Αγίας Τραπέζης.
16 Λόγω των δραματικών γεγονότων στην Οδησσό τον Ιούνιο 1821 και τής
συνεχούς ροής εκεί προσφύγων από την Ελλάδα μέχρι το τέλος τού 1822, η Οδησσός
διεδραμάτισε τότε (1821-1822) ρόλο διεθνούς κέντρου μετάδοσης ειδησεογραφικών
πληροφοριών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, σχετικά με τον επικό Αγώνα τής
Παλιγγενεσίας. Ενδεικτικά, παρατίθεται ανταπόκριση από την Οδησσό (16 Οκτωβρίου
1821), που δημοσιεύθηκε στην Gazette De Lausanne
(13 Νοεμβρίου 1821) στην Ελβετία, περί μαζικών σφαγών Ελλήνων και εκτελέσεων
ιεραρχών τής Ελληνορθοδοξίας από τούς Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη το 1821.
17 Προκειμένου να αποτρέψει τυχόν
έκτροπα, η αστυνομία τής
Οδησσού, κατ' εντολή τού Διοικητού τής πόλεως, είχε εκδώσει διάταγμα «κανένα έθνος να μην εμπορευθεί αλλά να
προσέλθουν όλοι στην τελετή».
Δυστυχώς οι Εβραίοι τής Οδησσού δεν κατενόησαν ότι η διαταγή αποσκοπούσε στο να
τούς προστατεύσει και όχι να τούς ταπεινώσει. Ως αποτέλεσμα, δεν συμμορφώθηκαν:
Δεν προσήλθαν στην τελετή και, το χειρότερο, κράτησαν επιδεικτικώς ανοιχτά τα
καταστήματά τους κατά την διάρκεια τής τελετής. Πολλοί Χριστιανοί στην Οδησσό
θεώρησαν ότι είχαν προσβληθεί πολλαπλώς από τούς Εβραίους, μετά δε την τελετή
επιτέθηκαν ως άναρχος όχλος στην εβραϊκή αγορά τής πόλεως, όπως περιγράφει ο Κ. Παπαδόπουλος
(αυτόθι σ. 55), επί λέξει ως εξής:
« Όχλος επέδραμε στη ‘χάβρα’ των Εβραίων και σε τράπεζές
τους που βρέθηκαν ανοιχτές και έγιναν ζημιές και αρπαγές. Διαδόθηκε η ψευδής
φήμη ότι επειδή
οι Εβραίοι περιφρόνησαν τον
πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη
δόθηκε εντολή από την ρωσική κυβέρνηση να σκοτωθούν. Έτσι
την επομένη ημέρα
έφεραν από την
επαρχία 30 άμαξες φορτωμένες με
σκοτωμένους και πληγωμένους Εβραίους. Η αστυνομία αφού έπαυσε τις ταραχές
συνέλαβε 300 υπαίτιους, Ρώσους και Έλληνες, και τούς φυλάκισε. Επιτροπή Εβραίων
παρουσιάστηκε στον Νομάρχη και εζήτησε αποζημίωση για ζημιές 3 εκατομμυρίων
ρουβλιών. Όταν οι φυλακισμένοι αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από 30 ημέρες, η
επιτροπή και πάλι παραπονέθηκε στον Νομάρχη ότι δεν εκτελούνται οι νόμοι. Αυτός
τούς απάντησε ότι και οι ίδιοι δεν υπάκουσαν στην αστυνομική διάταξη κατά την
ημέρα τής ταφής τού πατριάρχη και εκεί έληξε το επεισόδιο.»
Το ότι όλοι οι ως άνω (300) συλληφθέντες αφέθησαν ελεύθεροι και ουδείς
καταδικάσθηκε, δεν συνιστούσε εκδήλωση ρατσισμού τού Ρωσικού κράτους τότε κατά
των Εβραίων. Απλώς η αποφυλάκιση των συλληφθέντων, Ρώσων και Ελλήνων, αντικατόπτριζε τότε το φιλοπόλεμο και φιλελληνικό κοινό αίσθημα τού λαού και τού στρατού τής Ρωσικής
Αυτοκρατορίας, που μετά την τελετή ταφής τού Γρηγορίου Ε΄ συναπαιτούσαν από τον
αυτοκράτορά τους πόλεμο κατά τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπέρ των Ελλήνων προς
προάσπιση τής διωκομένης Ελληνορθοδοξίας και τού γενοκτονιακώς απειλουμένου
Οικουμενικού Ελληνισμού.
18 Η εξωφρενική αριθμητική τής Καταστροφής
των Κυδωνιών δεν διέλαθε ασφαλώς τής προσοχής τού Τσάρου και τού επιτελείου
του: Εάν για την καταστροφή ενός τουρκικού πολεμικού πλοίου ο Σουλτάνος αφάνισε
μία πόλη με σχεδόν 30.000 θύματα (σφαγιασθέντες, ανδραποδισθέντες και
πρόσφυγες), τότε σε περίπτωση (μελλοντικής) καταστροφής των υπολοίπων 58 πλοίων
τού Οθωμανικού Στόλου, ο Σουλτάνος δεν θα ορρωδούσε να αφανίσει 58 πόλεις (μία
πόλη, ή το αντίστοιχο, ανά πλοίο κατά μέσο όρο) με σύνολο 1.740.000 αμάχους
Έλληνες (58 πλοία Χ 30.000 θύματα ανά πλοίο), ήτοι ολόκληρο τον πληθυσμό τής
Ελλάδος (όπως πράγματι οι Τούρκοι αποφάσισαν να πράξουν το 1824 στον Μωριά) και
τής δυτικής Μικράς Ασίας (όπως πράγματι οι Τούρκοι έπραξαν το 1914-1923).
19 Στον Αγώνα τής Παλιγγενεσίας
(1821-1829), οι Τούρκοι κατέθεσαν τα όπλα μόνον αφού ηττήθηκαν στον Ρωσοτουρκικό
Πόλεμο τού 1828-1829. Συγκεκριμένα, η τελευταία μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων
στον Αγώνα τής Παλιγγενεσίας διεξήχθη στην Πέτρα Βοιωτίας (12 Σεπτεμβρίου
1829), όπου οι Έλληνες υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη ενίκησαν, και κατά την επομένη
ημέρα (13 Σεπτεμβρίου 1829) τα τουρκικά στρατεύματα συνθηκολόγησαν και άρχισαν
να αποχωρούν οριστικά από την Ρούμελη
34 ημέρες μετά την κατάληψη τής
Αδριανουπόλεως από τον Ρωσικό Στρατό (10 Αυγούστου 1829) και 11 ημέρες μετά την υπέρ Ελλήνων
ρωσοτουρκική Συνθήκη τής Αδριανουπόλεως (2 Σεπτεμβρίου 1829).
Τίθεται
επομένως ευλόγως το θεωρητικό-υποθετικό («ακαδημαϊκό»)
ερώτημα: Ποιά θα ήταν η εξέλιξη τού
Αγώνα τής Παλιγγενεσίας εάν ο ρωσοτουρκικός πόλεμος είχε εκραγεί στο τέλος
Σεπτεμβρίου 1821 (όπως πρότεινε ο Ι.
Καποδίστριας) ή στα μέσα Μαρτίου 1822 (σύμφωνα με το επιτελικό σχέδιο τού
Ρωσογερμανού Στρατηγού I. I. Diebitsch); Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι ούτε εύκολη ούτε
μονοσήμαντη (μοναδική), αφού οι επιπτώσεις από την μεγάλη (υπερεξαετή)
καθυστέρηση ενάρξεως τού ρωσοτουρκικού πολέμου επιδέχονται πολλαπλές αναγωγικές
αξιολογήσεις, υπό το πρίσμα μάλιστα τής χαοτικής δυναμικής τού 1821.
Επιγραμματικά,
η εν λόγω καθυστέρηση αλλού μεν είχε αρνητικές
επιπτώσεις για τούς Έλληνες, αλλού όμως είχε μηδενικές επιπτώσεις, ενώ ταυτόχρονα επέφερε μείζονα θετικά αποτελέσματα σε εθνικό και
γεωπολιτικό επίπεδο υπέρ των Ελλήνων και τής Ανθρωπότητος. Επ' αυτού τού
ενδιαφέροντος «ακαδημαϊκού ζητήματος» τα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας πρόκειται να δημοσιεύσουν ειδική
επετειακή μονογραφία τού συγγραφέα.
20 Για πολιτικούς λόγους, στην
Ελλάδα και διεθνώς έχει επικρατήσει ευρέως η άποψη ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις
(Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) «απελευθέρωσαν» την Ελλάδα με την μεγάλη νίκη
τους στη Ναυμαχία τού Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827). Αυτή όμως η (μάλλον
ιδεοληπτική) άποψη δεν ανταποκρίνεται στα ιστορικά γεγονότα. Αναμφισβήτητα, η
Ναυμαχία τού Ναυαρίνου, σε συνδυασμό με τον συνακόλουθο ναυτικό αποκλεισμό που
επέβαλαν οι στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων στα Αιγυπτιοαφρικανινά στρατεύματα
(21.000 άνδρες) στην Πελοπόννησο, συνέβαλε σημαντικά στην ευόδωση τού Αγώνα τής
Παλιγγενεσίας διότι σε τακτικό
επίπεδο περιέστειλε την δράση των Αιγυπτιοαφρικανών εισβολέων και τούς
μετέτρεψε από επιτιθεμένους (1825-1827) σε εγκλωβισμένους και (λιμοκτονούντες)
πολιορκημένους από τα ελληνικά στρατεύματα τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (1827-1828).
Εν τούτοις, εκείνη η ναυμαχία, αυτή
καθ' εαυτή, απέτυχε σε στρατηγικό
επίπεδο να εξαναγκάσει τον Σουλτάνο Μαχμούντ Β΄ να αποδεχθεί την προηγηθείσα Συνθήκη τού Λονδίνου, συναφθείσα την 24
Ιουλίου 1827 μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων
περί φόρου υποτελούς αυτονομίας (και όχι ανεξαρτησίας) τής Ελλάδος, και επίσης
απέτυχε να εξαναγκάσει τα στρατεύματα τού Ιμπραήμ σε άμεση αποχώρηση από την
Πελοπόννησο, αφού «ο θαλάσσιος αποκλεισμός ικανός δεν ήτο ν'
αναγκάση τούς Αιγυπτίους εις αναχώρησιν», όπως ορθώς προσδιορίζει ο Σ. Τρικούπης.
Ακόμη
χειρότερα, η δύναμη εισβολής τού Ιμπραήμ συνέχιζε να εξανδραποδίζει αμάχους
Μωραΐτες και να τούς διαμετακομίζει στην Αφρική πρός πώλησή τους ως δούλους μετά
την Ναυμαχία τού Ναυαρίνου, παραβιάζοντας τον ναυτικό αποκλεισμό των Μεγάλων
Δυνάμεων, σύμφωνα με τον
Λόρδο Palmerston, ο οποίος διετέλεσε υπουργός πολέμου (1809-1828), υπουργός εξωτερικών (1830-1841 και 1846-1851) και πρωθυπουργός
(1855-1858 και 1859-1865) τής Βρεταννίας, επί λέξει ως εξής:
« Όταν ήλθε για πρώτη φορά η είδηση ότι
στόλος από 40 πλοία [εκ των
οποίων τα 17 εισέπλευσαν στο Ναυαρίνο μετά
την ναυμαχία] ανεχώρησε
από εκεί μεταφέρων 6.000 αιχμαλώτους, και ότι αυτό έγινε μετά την καυχησιολογία τού Codrington ότι εξαφάνισε όλον τον
τουρκικό στόλο, και μετά
τις διαταγές που εστάλησαν στον Codrington
να εμποδίσει όλες τις θαλάσσιες μετακινήσεις αυτού τού είδους, όταν ήλθε η
είδηση, επέσυρα την προσοχή τού υπουργείου επί τού πράγματος, προβάλλων ότι θα
ήταν κηλίδα επί τής εθνικής μας
υπολήψεως αν δεν πασχίζαμεν να απελευθερώσουμε τα δυστυχή εκείνα όντα.»
Είναι ενδεικτικό ότι οι Τούρκοι
συνέχισαν να πολεμούν κατά των Ελλήνων επί σχεδόν δύο χρόνια μετά την
Ναυμαχία τού Ναυαρίνου, και όπως αναφέρθηκε παραπάνω (Υποσημ. 19) δεν κατέθεσαν
οριστικά τα όπλα έναντι των Ελλήνων
παρά μόνον όταν έφθασαν στην Ρούμελη τα νέα περί προελάσεως τού Ρωσικού Στρατού
προς την Θράκη, καταλήψεως τής Αδριανουπόλεως από τούς Ρώσους (10 Αυγούστου
1929) και τής υπέρ Ελλήνων ρωσοτουρκικής Συνθήκης τής Αδριανουπόλεως (2
Σεπτεμβρίου 1829).
21 Κατόπιν απαιτήσεως τής Ρωσίας, το Οθωμανικό διπλωματικό έγγραφο τής 28 Αυγούστου 1829 υπεβλήθη από την Υψηλή Πύλη στους πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη και ανέφερε επί λέξει τα εξής σχετικά με την Συνθήκη τού Λονδίνου τής 24 Ιουλίου 1827 (υπογραφείσα μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας):
«Η Υψηλή Πύλη παραδεχθείσα ήδη την συμμαχικήν συνθήκην, υπόσχεται σήμερον ενώπιον των αντιπροσώπων τής συμμαχίας να υπογράψη ανελλιπώς και όλας τας ακολούθους αποφάσεις τού εν Λονδίνω συμβουλίου ως προς την εκτέλεσιν.»
22 Όπως ήδη αναφέρθηκε (Υποσημ. 1), το 1832 η ημιαυτόνομη
ηγεμονία τής Αιγύπτου ενεπλάκη σε πόλεμο κατά τής Πύλης: Ο τακτικός στρατός τού
Ιμπραήμ Πασά (50.000 Αιγύπτιοι) συνέτριψε τα στρατεύματα τής Πύλης (80.000 Τούρκοι) στο Ικόνιο την 21 Δεκεμβρίου 1832. Προς αναχαίτιση τού πανισλαμικού κινδύνου από τον νότο, ο Τσάρος Νικόλαος Α΄ —νικητής τού «φιλελληνικού» ρωσοτουρκικού πολέμου τού 1828-1829— απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη ικανή δύναμη αποτροπής (7 πολεμικά πλοία και
στρατό 40.000 ανδρών) προς προάσπιση των Οσμανιδών. Κατά συνέπεια, η Ρωσία
διέσωσε τότε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την κατέστησε ένα τερατόμορφο
προτεκτοράτο τής Ρωσίας εμπράκτως (de facto) και νομίμως (de jure) διά τής συνθήκης τού Ουνκιάρ Σκελεσί (1833).
23 Η αγκίστρωση ενός στρατεύματος πλέον των 15.000 ανδρών τού
Οθωμανικού Στρατού στη Βουλγαρία-Μολδοβλαχία επί σειρά ετών ήταν στρατηγικώς
επιβεβλημένη μετά το Ρωσικό τελεσίγραφο τού 1821, όπως κατέδειξε η σφοδρότητα τού ρωσοτουρκικού πολέμου
όταν τελικά εξερράγη το 1828. Συγκεκριμένα, ο υπέρ Ελλάδος Ρωσοτουρκικός Πόλεμος το 1828-1829 είχε τεράστιο
κόστος σε ανθρώπινες ζωές — 130.000 νεκρούς, ήτοι 50.000 Ρώσους και 80.000 Τούρκους — και διήρκεσε περισσότερο από 16 μήνες, μέχρις ότου τα
Ρωσικά στρατεύματα κατορθώσουν να προελάσουν από την Βεσσαραβία στην
Αδριανούπολη. Η μεγάλη διάρκεια και οι τεράστιες απώλειες εκείνου τού ρωσοτουρκικού
πολέμου, οφείλετο στη σθεναρή άμυνα των Οθωμανικών στρατευμάτων, που πολεμούσαν
ηρωϊκά σε δύο στρατηγικά μέτωπα (Βαλκανικό και Καυκάσιο) έχοντας πλήρη επίγνωση
τού τί διεκυβεύετο: η αυτοκρατορία τους.
Επρόκειτο περί μετωπικής συγκρούσεως δύο αυτοκρατορικών τιτάνων.
24 Ως συνέπεια τής στρατηγικής των Φιλικών για χαοτικό περισπασμό των Οθωμανών
σε πολλαπλά μέτωπα, ο Σουλτάνος δέσμευσε δύο στρατιές σε «λάθος» μέτωπα, ήτοι
μέτωπα δευτερεύοντα και περιφερειακά (μέτωπα στρατηγικού αντιπερισπασμού): Η πρώτη
τουρκική στρατιά εκ 50.000 ανδρών
αγκιστρώθηκε στο μέτωπο τής Ηπείρου κατά τού Αλή Πασά ενώ η δεύτερη εκ 15.000
ανδρών στο μέτωπο τής Μολδοβλαχίας κατά ενδεχόμενης
στρατιωτικής εισβολής τού Ρωσικού Στρατού στη Βαλκανική. Επιπροσθέτως και άλλα
τουρκικά στρατεύματα, με συνολικά 36.000
άνδρες, εξαναγκάσθηκαν να αγκιστρωθούν σε άλλα μέτωπα εκτός τού Μωριά: Το στράτευμα τού Μπεϋράν Πασά (8.000) και δυνάμεις επιτηρήσεως σε Μαγνησία,
Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική (3.000), τα στρατεύματα τού Κιοσέ Μεχμέτ Πασά (5.000) και τού Ομέρ Πασά Βρυώνη (2.000) στη Ρούμελη, το εκστρατευτικό σώμα Κρήτης
(10.000), και τα ασιατικά εκστρατευτικά στρατεύματα (8.000), που θα μετεφέροντο
τότε από την Μικρά Ασία στην Πελοπόννησο από τον Τουρκικό Στόλο εάν δεν είχαν
συμμετάσχει εξ αρχής στον πόλεμο τα
ελληνικά νησιά (Σπέτσες, Ύδρα, Ψαρά, Κάσσος).
Ως αποτέλεσμα
επομένως τής ιδιοφυούς στρατηγικής των Φιλικών, μία τεράστια
τουρκική στρατιά 101.000 ανδρών είχε
διασπαρεί σε πολλαπλά μέτωπα βορείως, ανατολικά και νοτίως τής Πελοποννήσου, η
οποία είχε «αδειάσει» από τουρκικά στρατεύματα το 1821: Τότε ο πολέμαρχος Κολοκοτρώνης αντιμετώπιζε εκστρατευτικό σώμα μόνον 8.000
Τούρκων στην Τριπολιτσά το 1821 (στις μάχες στο Βαλτέτσι, Δολιανά-Βέρβενα,
Γράνα Τριπολιτσάς και τελικά στην Άλωση
τής Τριπολιτσάς).
25 Κατά κανόνα, η «εύκολη» λύση τού συστηματικού γενοκτονιακού εκβιασμού των Ελλήνων θαλασσομάχων από
τούς Οσμανίδες διά τής μαζικής ομηρίας των Μικρασιατών Ελλήνων δεν ήταν
ούτε πρόσφορη ούτε πειστική μετά το ρωσοτουρκικό τελεσίγραφο τής 6 Ιουλίου 1821.
Ενδεικτικά, την νύχτα 6-7 Ιουνίου 1822 στη
Χίο, ο Ελληνικός Στόλος κατήγαγε μέγα πλήγμα στον Τουρκικό Στόλο. Τότε,
Έλληνες πυρπολητές, υπό τούς Κωνσταντίνο Κανάρη και Ανδρέα Πιπίνο, ανατίναξαν την ναυαρχίδα, πυρπόλησαν την υποναυαρχίδα και προκάλεσαν σοβαρές ζημιές σε ένα
δικάταρτο τού Τουρκικού Στόλου. Επί πλέον, αφάνισαν όλη την ηγεσία τού Τουρκικού Στόλου, ήτοι τον ναύαρχο Καρά Αλή Πασά και όλους τούς πλοιάρχους και ανωτέρους αξιωματικούς, που τότε
επέβαιναν στη ναυαρχίδα προς εορτασμό τής τελευταίας νύχτας τού Ραμαζανίου. Έχασαν δε την ζωή τους 2.106
Τούρκοι συνολικά από τούς 2.284 που επέβαιναν στη ναυαρχίδα. Για εκείνο το πολεμικό επίτευγμα, η εκδικητική μάχαιρα των Οσμανιδών επέπεσε
βαρεία όχι επί αμάχων Μικρασιατών, αλλά επί εμπολέμου περιοχής: στα (22) Μαστιχοχώρια τής προηγουμένως εξεγερθείσης Χίου, όπου την 8-11 Ιουνίου
1822 οι Οθωμανοί σφαγίασαν ή ανδραπόδισαν 13.200 αμάχους.
26 Η εσωτερική αποδυνάμωση τού ηγεμονικού
κύρους τού Σουλτάνου καταδεικνύεται από το παρακάτω απόσπασμα από ομιλία (Μάιος
1826) τού αρχιβεζύρη του προς το ανώτατο συμβούλιο των Οθωμανών μεγιστάνων με
θέμα την ανάγκη αναδιοργάνωσης τού Οθωμανικού Στρατού λόγω τής στρατιωτικής
ήττας τής αυτοκρατορίας από τούς Έλληνες [πηγή: Σ. Τρικούπης]:
« Πλήθουν τα στρατολόγια ονομάτων υπομισθίων
γενιτσάρων, αλλά ζητεί τις εν αυτοίς
μαχητάς και σχεδόν δεν ευρίσκει· αν διαταχθή τάγμα τι να εκστρατεύση,
καθάρματα στρατολογούνται και κατάσκοποι των εχθρών παρεισδύουν και μάλιστα
Έλληνες μίσος άσπονδον τρέφοντες κατά τού ισλαμισμού, και διαφόρως μετασχηματιζόμενοι
αναμειγνύονται εξάπτοντες τα πάθη εις παράλυσιν
τού στρατού. Ανεπιτήδειοι δε οι γενίτσαροι να διακρίνωσι το ψεύδος τής
αληθείας, και εκτρεπόμενοι τού ορθού λόγου διατείνονται
ότι ο κατά των Ελλήνων πόλεμος δεν ήτον αναγκαίος, ότι σκοπόν είχε την
καταστροφήν των γενιτσάρων, και ότι δωροδοκούμενοι οι υπουργοί τού σουλτάνου
παρέδιδαν τας επαρχίας τού κράτους εις τούς εχθρούς. [...] Η τοιαύτη συκοφαντία είναι αληθής παραφροσύνη. Ηξεύρετε οποία η
επικρατούσα εν τω στρατώ των γενιτσάρων αταξία, ην ιλιγγιά τις πιστώς να
περιγράψη· εις σας λοιπόν απόκειται να αποφασίσετε σήμερον τι ποιητέον εις
διόρθωσιν τού κακού. Πρόκειται να ταπεινώσωμεν την οφρύν των εχθρών, να
απονίψωμεν το όνειδος των εν πολέμω
συμφορών μας.»
Από ιστορικής απόψεως, αυτός ο λόγος τού
Οθωμανού αρχιβεζύρη («πρωθυπουργού») είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, διότι εδόθη έναν μήνα μετά την
Άλωση τού Μεσολογγίου από συνενωμένα τουρκικά και αιγυπτιοαφρικανικά
στρατεύματα (10 Απριλίου 1826) και υποδηλώνει ότι η (προσωρινή) κατάληψη τού Μεσολογγίου
από τούς Οθωμανούς το 1826 δεν επαρκούσε καθ' εαυτή για να αναστρέψει
την πολεμική ήττα τους από τούς Έλληνες στον Αγώνα τής Παλιγγενεσίας, ο οποίος επέφερε,
κατά οθωμανική ομολογία, «το όνειδος των εν πολέμω συμφορών» τής μέχρι τότε κραταιάς αυτοκρατορίας τους.
27 Το δυσμενές για τούς ραγιάδες
γεωπολιτικό κλίμα κατά τούς πρώτους μήνες τού Πολέμου τής Ελληνικής Ανεξαρτησίας,
ήτοι την αρχική αμηχανία και αδράνεια των Μεγάλων Δυνάμεων, προσδιόρισε
επιγραμματικά ο πολέμαρχος των Μωραϊτών Κολοκοτρώνης
σε ομιλία του προς το στράτευμά του, την 12 Ιουνίου 1821, στα αλώνια των
Βερβένων, όπου μεταξύ άλλων είπε:
« Ημείς
εσηκώσαμε τα άρματα διά τούς Τούρκους και έτζι ακουσθήκαμεν εις την Ευρώπη, ότι
σηκωθήκαμεν οι Έλληνες διά τούς τυράννους, και στέκεται όλη η Ευρώπη να ιδεί
τί πράγμα είναι τούτο.»
28 Είναι ενδεικτικό ότι στην
Κωνσταντινούπολη οι εκεί πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων με εξαίρεση τον Ρώσο
πρεσβευτή Βαρώνο Stroganoff, δήλωναν προς την Υψηλή Πύλη,
κατά την διάρκεια των σφαγών αμάχων Ελλήνων τον Απρίλιο τού 1821, ότι οι
κυβερνήσεις τους θεωρούσαν τις σφαγές «εσωτερικό θέμα» τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σε εκείνη τη βάση, οι πρέσβεις περιορίσθηκαν απλώς να συστήνουν «μετριοπάθεια»
στην Πύλη, διατυπώνοντες αλυσιτελείς περιφράσεις και διπλωματικά «στρογγυλέματα» — ενώ εγνώριζαν πολύ καλά ότι
οι Οσμανίδες δεν «καταλάβαιναν» από τέτοια.
29 Καθ' όλη την περίοδο 1822-1827, η
εξωτερική πολιτική τής Ελλάδος θεμελιώθηκε επί τού γράμματος και τού πνεύματος
τού Ρωσικού τελεσιγράφου τής 6 Ιουλίου 1821, όπως καταδεικνύεται από το διάβημα
(«Δηλοποίησις») τής
Ελληνικής Κυβέρνησης, επί προεδρίας Αλεξάνδρου
Μαυροκορδάτου, ενώπιον τής Ιεράς Συμμαχίας το 1822 — συνταχθέν από τον Αλέξανδρο Στούρζα, πρώην αυλικό
σύμβουλο τού Τσάρου (1809-1821) — επί λέξει ως εξής:
« ῾Η εὐρωπαϊκή Τουρκία, ἡ ᾿Ασία καὶ ἡ ᾿Αφρική ἐξοπλίζονται ἁμιλλώμεναι πρὸς ἀλλήλας διὰ νὰ ὑποστηρίξωσι τὴν σιδηρᾶν χεῖρα τὴν καταπιέσασαν τοσοῦτον χρόνον τὸ ἑλληνικόν ἔθνος καὶ τείνουσαν ὅλως εἰς τὸ νὰ τὸ ἐξολοθρεύσῃ.»
30 Η πρόκληση για την θρυλική Γενιά τού 1821 ήταν εξ
υπαρχής διπλή: Η απελευθέρωση τού ελλαδικού χώρου στην Ευρώπη και παράλληλα η
διατήρηση τού Οικουμενικού Ελληνισμού στην Ασία και την βόρεια Αφρική.
Στον 20ό αιώνα όμως, μία άλλη γενιά Ελλήνων, η Γενιά τού Εθνικού Διχασμού, διηύρυνε μεν τα όρια
τής Ελληνικής Επικρατείας (με την Ήπειρο, Μακεδονία, δυτική Θράκη, Κρήτη) χωρίς
όμως να κατορθώσει να διατηρήσει τον Ελληνισμό τής Μικράς Ασίας και τού Πόντου
στις πατρογονικές του ιστορικές εστίες, ήτοι στον επί χιλιετηρίδες πολιτισμικώς
διαλάμποντα φυσικό του χώρο. Δηλαδή η γεωγραφική διεύρυνση τής Ελλάδος στο
πρώτο τέταρτο τού 20ού αιώνα αποτέλεσε όχι απλώς μία Πύρρειο νίκη αλλά μία καταστροφική νίκη.
Ενδεικτικά, η Γενιά τού 1821 αγωνίσθηκε με τεράστιες θυσίες για να
διασφαλίσει εξ αρχής το Ρωσικό τελεσίγραφο κατά τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
στο πλευρό τής Ελλάδος το 1821, ενώ η γενιά τού Εθνικού Διχασμού έκανε ακριβώς το αντίθετο, και μάλιστα με την
σουρεαλιστική μορφή μιας εξωφρενικής εκστρατείας τού Ελληνικού Στρατού (Α΄
Σώματος) το 1919 στη... Ρωσία (και μάλιστα με αποβίβαση των ελληνικών
στρατευμάτων στην... Οδησσό), παραβλέποντας το μέγα στρατηγικό δίδαγμα των
Ναπολεοντείων πολέμων, ότι δηλαδή όποιος εισβάλει στη Ρωσία, στην αρχή
προελαύνει αλλά στη συνέχεια καταστρέφεται (το ίδιο λάθος έκανε και ο Χίτλερ
μετά από 24 χρόνια).
Βέβαια η θρυλική Γενιά
τού 1821 καθοδηγείτο (γεωπολιτικώς) από έναν Καποδίστρια, ενώ η Γενιά τού Εθνικού Διχασμού άγετο και εφέρετο από έναν Βενιζέλο.
31 Το ρωσικό τελεσίγραφο τού 1821 αποστασιοποιείται
από τον μεγαλοϊδεατικό μεταρωμαϊκό μεγαλοϊδεατισμό τής Αυτοκράτειρας
Αικατερίνης Β΄ τής Ρωσίας (1761-1796) σχετικά με το υπόδουλο γένος των Ελλήνων: Η
Αικατερίνη Β΄ (μητέρα τού
Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄) απέβλεπε στην ανασύσταση τής
Βυζαντινής αυτοκρατορίας των Ελλήνων στη θέση και τον γεωστρατηγικό ρόλο τής
υπό κατάλυση Οθωμανικής Aυτοκρατορίας, όπως ρητά διετύπωσε η ίδια η Αικατερίνη Β΄ σε επιστολή της (10
Σεπτεμβρίου 1782) προς τον Αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄ τής Αυστρίας —σύμμαχό της στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο τού 1787-1792— περί μιας Μεγάλης Ελλάδος, που θα περιλάμβανε την σημερινή Ελλάδα,
την Ανατολία, και τις κατά το παρόν Βουλγαρία, FYRΟΜ και Αλβανία, επί λέξει ως
εξής:
« Έχω την πεποίθηση, λόγω τής απεριορίστου
εμπιστοσύνης που έχω προς Εσάς, ότι εάν οι επιτυχίες μας στον τουρκικό πόλεμο
μας επιτρέψουν να απαλλάξουμε την Ευρώπη από τον εχθρό τού Χριστιανικού
ονόματος και να τον εκδιώξουμε από την Κωνσταντινούπολη, η Υμετέρα Μεγαλειότητα
[Αυτοκράτωρ Ιωσήφ Β΄ ] δεν θα ήθελε να μου αρνηθή την συνδρομή της προς ανίδρυση τής αρχαίας ελληνικής μοναρχίας [Βυζαντίου] επί των ερειπίων τής βαρβάρου Οσμανικής κυβερνήσεως, υπό τον ρητόν εκ
μέρους μου όρον να διατηρήσω αυτήν την μοναρχία εντελώς ανεξάρτητη [...].
Σύνορα τού ελληνικού κράτους θα είναι
προς τη Ρωσία ο Εύξεινος, προς την Αυστρία οι κτήσεις τις οποίες η Υμετέρα
Μεγαλειότητα θα ήθελε να προσαρτήσει
κατά την πτώση τής βαρβάρου κυβερνήσεως [των Οσμανιδών], και προς την Δακία [ Ρουμανία] ο
Δούναβης. Τα νησιά τού Αρχιπελάγους [Αιγαίου] πρόκειται να τεθούν επίσης υπό την κυριαρχία τού ανεγερθησομένου κράτους.»
Προφανώς, σε αντίθεση με τον φιλελληνικό
μεγαλοϊδεατισμό τής αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄ (αναφερομένης ιστορικά και ως «Μεγάλη
Αικατερίνη»), το ρωσικό τελεσίγραφο τού 1821 αντικατόπτριζε μία επίσης φιλελληνική
αλλά όμως πραγματιστική προσέγγιση τού
μέλλοντος τής Ελλάδος, αφού υπεδήλωνε ότι η απελευθέρωση των Ελλήνων και των
άλλων βαλκανικών λαών θα εγίνετο κατά τρόπο που θα επέτρεπε στην (εναπομένουσα)
Οθωμανική Αυτοκρατορία να συνεχίσει η ίδια, ως εν μέρει Μουσουλμανική
επικράτεια, να διαδραματίζει αποτελεσματικά τον παραδοσιακό (και διόλου
επίζηλο) γεωστρατηγικό της ρόλο προς διαχρονική ανάσχεση τού προς βορράν
εξτρεμιστικού αραβοαφρικανικού επεκτατισμού.
Πράγματι, η
κλιμάκωση τού Ελληνοτουρκικού Πολέμου (1821-1824) σε μείζονα περιφερειακή
σύρραξη (1825-1829), στην οποία ενεπλάκησαν στρατοί και στόλοι από τρεις
ηπείρους, και μάλιστα η εισβολή των Αιγυπτιοαφρικανών υπό τον Ιμπραήμ σε
ευρωπαϊκό έδαφος (Πελοπόννησο) με σκοπό τον γενοκτονιακό αφανισμό των Ελλήνων
τού Μωριά, ενεργοποίησε την Ρωσοτουρκική Συνθήκη τού Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774)
και επανέφερε στο προσκήνιο το Ρωσικό τελεσίγραφο τού 1821, σε όλες τις
εκφάνσεις του: Η Ρωσία τότε αφενός διεξήγαγε πόλεμο κατά ξηράν και κατά
θάλασσαν εναντίον των Οσμανιδών προς προάσπιση των Ελλήνων (1827-1829) και
αφετέρου, στη συνέχεια, επενέβη στρατιωτικώς στην Κωνσταντινούπολη εναντίον των
Αιγυπτιοαφρικανικών στρατευμάτων τού Ιμπραήμ προς προάσπιση τής Οσμανικής
εξουσίας (1832-1833), όπως διορατικώς και ειλικρινώς προδιέγραψε το Ρωσικό
τελεσίγραφο τού 1821.
32 Σύμφωνα με τον Λόρδο Palmerston (Υποσημ. 20), ο στρατηγικός σκοπός τού Ιμπραήμ ήταν να αφανίσει όλον τον
Ελληνικό πληθυσμό τής Πελοποννήσου, να εποικίσει την Πελοπόννησο με
Μουσουλμάνους και να την καταστήσει Αιγυπτιοαφρικανικό προγεφύρωμα στην Ευρώπη,
επί λέξει ως εξής:
« Υπενθύμνησα στο υπουργείο ότι προ δύο ετών [1825] ο Lieven μας είχε πληροφορήσει περί τού σκοπού τού Ιμπραήμ να αιχμαλωτίσει ολόκληρο τον πληθυσμόν τής Ελλάδος και να αποικίσει σε αυτήν Άραβες και
Αιγυπτίους. Ο δε Canning [υπουργός εξωτερικών τής Βρεταννίας] τότε έλαβε το πράγμα κατάκαρδα, και
εγράφη επιστολή [πιθανώς από
τον ίδιο τον Canning] που υπεγράφη από τον Bathurst, και διέτασσε τον Adam [αρμοστή των Ιονίων νήσων] να μηνύσει
προς τον Ιμπραήμ και να τού συστήσει να αποκηρύξει το εν λόγω σχέδιόν του, και
να τον ειδοποήσει ότι θα αντιταχθούμε
διά τής βίας εναντίον τής εκτελέσεώς του. Έντονη δε παράσταση έγινε και
στην Πύλη περί τούτου… Από τότε που οι Αιγύπτιοι εισέβαλαν στην Ελλάδα,
συνείθισαν να θεωρούν τον λαόν αυτής ως
πηγή προμηθείας σκλάβων. Σε όλες τις συμπλοκές ή πολιορκίες, κάθε
στρατιώτης ελάμβανεν ως ιδιοκτησία του όσους άνδρες ή γυναικόπαιδα μπορούσε να
συλλάβει. Κάποτε τέτοιοι αιχμάλωτοι απεστέλλοντο στην Αλεξάνδρεια προς πώληση.
Αλλ’ εσχάτως έρχονταν πλοία δουλεμπόρων στην Πελοπόννησο και τούς αγόραζαν
επιτοπίως, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως πωλούνται οι ίπποι στην
εμποροπανήγυρη τού Horncastle. Ο αριθμός αυτών που συνελήφθησαν με αυτόν τον
τρόπο ανέρχεται σε 15.000 έως 20.000. Οι γυναίκες ετίθεντο στα
χαρέμια, οι άνδρες υπεβάλλοντο στις κοπιαστικώτερες εργασίες, όσα δε παιδιά δεν
εκρατούντο διά χειρότερη χρήση, εστέλλοντο στη μεγάλη σχολή τού Καΐρου, για να
ανατραφούν εκεί ως Μουσουλμάνοι.»
33 Η
πολιτισμική χροιά και το ανθρωπιστικό
ύφος τού Ρωσικού τελεσιγράφου τού 1821 αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο
από την
περίτεχνη σύνταξη τού κειμένου του, που δεν περιλαμβάνει την λέξη
«πόλεμος» (παρά μόνον μία φορά το επίθετο «πολέμιος»), αφού το
τελεσίγραφο είχε προφανώς
φιλειρηνικό και όχι πολεμοχαρή σκοπό, ήτοι να «συνεφέρει» τον παραλήπτη
του (Σουλτάνο) και όχι να
εμπλέξει την Ρωσία σε πόλεμο, ούτως ή άλλως,
κατά τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δηλαδή αποτελούσε ειλικρινές και όχι προσχηματικό τελεσίγραφο: Ο πόλεμος θα
απετρέπετο εάν ο Μαχμούντ Β΄ έκανε το ανθρωπιστικώς αυτονόητο, εάν δηλαδή
σταματούσε να σφάζει τούς αμάχους υπηκόους του σε μη εμπόλεμες περιοχές τής
Οθωμανικής επικρατείας, όπερ και εγένετο το 1821.
34 Στον βωμό τής απελευθέρωσης τής Ελλάδος, θυσιάσθηκαν
σαρανταπέντε (45) ιεράρχες τής Ελληνορθοδοξίας — επί συνόλου 190 αρχιερέων
σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία— ενώ δεκάδες άλλοι εδιώχθησαν,
φυλακίσθηκαν ή βασανίσθηκαν. Συγκεκριμένα, επιπροσθέτως των δύο οικουμενικών πατριαρχών Γρηγορίου
Ε΄ και Κυρίλλου ΣΤ΄, στον Αγώνα τής Παλιγγενεσίας εκτελέσθηκαν από
τούς Οθωμανούς οι εξής 43 αρχιερείς (κατ' αλφαβητική σειρά):
Αγχιάλου
Ευγένιος
Αδριανουπόλεως
Δωρόθεος
Άργους και
Ναυπλίου Γρηγόριος
Γάνου και
Χώρας Γεράσιμος
Γηρομερίου
Αγαθάγγελος
Δέρκων
Γρηγόριος
Δημητσάνης
Φιλόθεος
Διουπόλεως
Καλλίνικος
Εφέσου
Διονύσιος
Θεσσαλονίκης
Ιωσήφ
Ιερισσού
και Αγ. Όρους Ιγνάτιος
Κισάμου
Μελχισεδέκ
Κιτίου
Μελέτιος
Κίτρους
Μελέτιος
Κνωσού
Νεόφυτος
Κορώνης
Γρηγόριος
Κρήτης
Γεράσιμος
Κυδωνίας
Καλλίνικος
Κύπρου
Κυπριανός
Κυρηνείας
Λαυρέντιος
Λάμπης
Ιερόθεος
Λαρίσης
Κύριλλος
Λαρίσης
Πολύκαρπος
Μαρωνείας
Κωνστάντιος
Μεθώνης
Γρηγόριος
Μονεμβασίας
Χρύσανθος
Μυριοφύτου
και Περιστάσεως Νεόφυτος
Νικομηδείας
Αθανάσιος
Νύσσης
Μελέτιος
Πάφου
Χρύσανθος
Πέτρας
Ιωακείμ
Πλαταμώνος
Γεράσιμος
Ρεθύμνης
Γεράσιμος
Ρωγών Ιωσήφ
Σαλώνων
Ησαΐας
Σαμμακοβίου
Ιγνάτιος
Σητείας
Ζαχαρίας
Σωζοπόλεως
Παΐσιος
Τυρνόβου
Ιωαννίκιος
Χερσονήσου
Ιωακείμ
Χίου Πλάτων
Χριστιανουπόλεως
Γερμανός
Ωλένης
Φιλάρετος
Άπαντες
υπήγοντο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
35 Δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις που χαρακτήριζαν τον
απαγχονισθέντα πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ ως άγιο
πρωτοδημοσιεύθηκαν ήδη από το 1821 σε εφημερίδες της Ρωσίας: Ενδεικτικά, ανταπόκριση εφημερίδας τής Πετρουπόλεως για
την μεγαλειώδη ταφή τού σκηνώματός του στην Οδησσό κατέληγε επί λέξει ως εξής:
« Τοιουτοτρόπως απεδόθησαν, κατ' επιταγήν
τού ευλαβεστάτου αυτοκράτορος πασών των Ρωσσιών Αλεξάνδρου Α΄, αι νενομισμέναι
τιμαί τής πίστεως και τής χριστιανικής αγάπης εις τον Γρηγόριον, τον άγιον
πατριάρχην τής ανατολικής ορθοδόξου εκκλησίας των Ελλήνων, τον υπομείναντα τον
θάνατον τού μαρτυρίου.»
Εναρμονιζομένη με το φιλόχριστο Πλήρωμα
τής Ρωσικής Εκκλησίας, η Ιερά Σύνοδος τής Ρωσίας, μετά από πρόταση τού Μητροπολίτου Χερσώνος Ινοκεντίου,
θέσπισε μετά από τρεις δεκαετίες, από το 1847, την ετήσια τέλεση μνημοσύνου για
τον Γρηγόριο Ε΄, η δε Εκκλησία τής Ελλάδος τον αγιοποίησε μετά από έναν αιώνα,
την 8 Απριλίου 1921.
H παρούσα μονογραφία αφιερώνεται,
ευγνωμόνως από τον συγγραφέα,
στη μνήμη των 50.000
Ρώσων στρατιωτών
που έπεσαν ηρωϊκά μαχόμενοι το 1828-1829
στο πλευρό των εμπολέμων Ελλήνων,23
στον ιερό βωμό τού Αγώνα
τής Παλιγγενεσίας
τού Ελληνικού Έθνους.