Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ..... 5 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1922: ''ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ 5000 ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΜΙΟΝΗ''

του Γεωργίου Ν  Φασιλή *
 
Η Κυριακή 5 Οκτωβρίου 1922 στην Ερμιόνη, ξημέρωσε με καιρό Φθινοπωρινό, συννεφιασμένο. 
Στην είσοδο του λιμανιού, στο ΜΠΙΣΤΙ,   αγκυροβολεί το υπερωκεάνιο “ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥ”. 
 Είχε ξεκινήσει από το λιμάνι της Αττάλειας, με 5.000 γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους, στοιβαγμένους σαν τσουβάλια, ψάχνοντας ένα καταφύγιο για τον πόνο και τη δυστυχία τους. Παρά τις άθλιες συνθήκες του πολυήμερου ταξιδιού, βλέποντας την Ερμιόνη, συγκινημένοι ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο και φιλούν τα σίδερα του καραβιού. Νοιώθουν ότι βρήκαν την “Ιθάκη” τους στο απάνεμο λιμάνι της.  Θα πατούσαν επιτέλους χώμα ασφαλές. Χώμα Ελληνικό και ελεύθερο!
Απέναντι, στη στεριά οι κάτοικοι αιφνιδιάζονται. Γνωρίζουν για τους ξεριζωμένους πρόσφυγες που αναζητούν σωτηρία στα λιμάνια της χώρας, ως μια φρικτή αλλά μακρινή είδηση. Τώρα όμως είναι στην “αυλή” τους και τους κυριεύει ο φυσιολογικός φόβος στη θέα του αγνώστου! 
Ένας νεαρός με τη βάρκα του, κάνει τρεις κύκλους γύρω από το αγκυροβολημένο καράβι και επιστρέφει στην ακτή. Η εικόνα της εξαθλίωσης που μεταφέρει τους συγκλονίζει!
Ο  δισταγμός και η ανασφάλεια παραμερίζονται, κυριαρχεί η γενναιοψυχία και αναδεικνύονται τα αισθήματα  συμπόνοιας και αλληλεγγύης. Η μικρή Ερμιόνη των 2000 κατοίκων, στην ιστορική αυτή πρόκληση, ακούει τη φωνή της ψυχής και με πρωτοστάτη τον Κοινοτάρχη Παναγιώτου και τις οικογένειες Δεληγιάννη και Καραγιάννη, αρχίζει μια γιγαντιαία, για την εποχή, επιχείρηση υποδοχής. 
Στόλος από καΐκια και βάρκες πηγαινοέρχονται και μέχρι το σούρουπο χιλιάδες πονεμένες μάννες με ξυπόλητα και πεινασμένα παιδιά, έχουν κατακλείσει το λιμάνι. Με αξιοζήλευτη προθυμία και οργάνωση, σε λίγες ώρες οι πρόσφυγες μοιράζονται σε σπίτια, μαγαζιά, εκκλησίες, Σχολείο Συγγρού, στρατώνα, Κοινότητα και οπουδήποτε μπορούσε να κοιμηθεί άνθρωπος. Όλες ανεξαιρέτως οι οικογένειες εκείνο το βράδυ φιλοξένησαν πρόσφυγες. Ούτε ένας δεν έμεινε στο δρόμο. Όλοι βρήκαν ένα ζεστό φαγητό και μια κουβέρτα να σκεπαστούν.
Στον Άγιο Αθανάσιο, ανάμεσα στα γυναικόπαιδα και μια έγκυος νεαρή γυναίκα. Δεν ήθελε να γεννήσει την ώρα του ξεριζωμού. Μπήκε στο καράβι, έσφιξε τα δόντια, έκανε υπομονή και τώρα κάτω από τη σκέπη της Παναγίας, φέρνει στο κόσμο ένα κοριτσάκι. Το πρώτο του κλάμα, κλάμα χαράς και αναγέννησης, ήταν μια αχτίδα ελπίδας στους εξαθλιωμένους πρόσφυγες.  Ως ελάχιστη απόδοση ευγνωμοσύνης, οι Ατταλειώτες του έδωσαν το όνομα ΕΡΜΙΟΝΗ.
Ξημερώνοντας, συγκροτείται επιτροπή με Πρόεδρο τον Κοινοτάρχη και έχοντας στο πλευρό της σύσσωμη την κοινωνία της Ερμιόνης, φροντίζει με οποιοδήποτε δυνατό τρόπο την άμεση τακτοποίησή τους και την επίλυση των προβλημάτων τους.  Στο αντρικό τότε μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, αποστέλλονται 150 πρόσφυγες. 
Ωστόσο, οι υπερήφανοι Ατταλειώτες δεν άφησαν τον πόνο να σκεπάσει τη φλόγα της δημιουργίας, που είχαν κλεισμένη στα στήθη τους. Δεν υπήρχε χρόνος για θρήνους και μοιρολόγια! Στον καινούργιο τόπο που μεταφυτεύτηκαν σαν ξεριζωμένα δενδρύλλια, έπρεπε να βρουν δύναμη, να στηρίξουν νέες ρίζες και να επιβιώσουν. Έπρεπε να ζήσουν τα μωρά, να περιθάλψουν τους ηλικιωμένους και αδύναμους. Οι άντρες ήσαν λίγοι και το βάρος πέφτει στα γυναικόπαιδα. Τα βασικά τρόφιμα και το αλεύρι εξαντλήθηκαν και η ντόπια γεωργική παραγωγή ήταν αδύνατο να θρέψει τους 7.000 τώρα κατοίκους της Ερμιόνης. Ακόμη και τα κυδώνια, από τη μεγάλη τότε τοπική παραγωγή τελείωσαν. Έτσι, προσφυγόπουλα έφευγαν με το “ΥΔΡΑΚΙ” για τον Πειραιά και έφερναν ψωμί και προιόντα πρώτης ανάγκης. Οι μεγαλύτεροι βοηθούν στα χωράφια και σε οποιαδήποτε δραστηριότητα μπορούν να φανούν χρήσιμοι. Αρχίζουν να νοικιάζουν σπίτια και η κατάσταση φαίνεται να ομαλοποιείται.
Ωστόσο, η Ερμιόνη χωρίς προοπτική και δυνατότητες για εργασία, δεν μπόρεσε να κρατήσει τους δραστήριους Ατταλιώτες, που μετακινήθηκαν κυρίως στον Πειραιά. Αρκετοί έμειναν 1-2 χρόνια και μερικοί ενσωματώθηκαν στη τοπική κοινωνία, δημιούργησαν οικογένειες και ρίζωσαν για πάντα.
   Την ημέρα που κατέκλυσαν το λιμάνι, κανείς δεν φανταζόταν ότι θα έδιναν νέα πνοή στη ζωή της Ερμιόνης. Οι κάτοικοι τους δέχτηκαν ως ισότιμους συμπολίτες, συνεργάστηκαν μαζί τους, αναγνώρισαν τον καλό τους χαρακτήρα και αξιοποίησαν τα προτερήματά τους.
Τούτοι οι άνθρωποι που ήρθαν από τη Μικρασία, καινούργιο αίμα είναι στο κορμί του τόπου μας. Πολλά θα μάθουμε από αυτούς. Κοιτάξτε να τους μοιάσουμε” έλεγαν στα καφενεία. 
Εμπορικά δαιμόνια τα αδέλφια Πεχλιβανίδη νοίκιαζαν καΐκια και όργωναν τον Σαρωνικό και Αργολικό κόλπο μεταφέροντας προϊόντα της περιοχής και φέρνοντας από τον Πειραιά παστά, ξηρούς καρπούς και ζαχαρωτά. Οι ζαχαροπλάστες Αναμουρλόγλου και Κωνσταντινίδης μας έμαθαν τον μπακλαβά, το ραβανί και το σαραγλί, την σοκολατίνα και τα απίθανα παγωτά τους, καϊμάκι, βανίλια και βύσσινο, άγνωστα μέχρι τότε σε πολλούς Ερμιονίτες. Το μαγαζί τους ήταν το μοναδικό, όπου επιτρεπόταν να κάθονται γυναίκες μόνες τους, κυρίως Μικρασιάτισσες και να καπνίζουν ακόμα και ναργιλέ.
Ο Σταυρόγλου (Γκίτς) ήταν ο νερουλάς και ο παγωτατζής της Ερμιόνης. Με τον άσπρο σκούφο και το καροτσάκι του, γύριζε τα σοκάκια και με το εξαίσιο καϊμάκι του δρόσιζε μικρούς και μεγάλους.
Οι πρωτοποριακές μέθοδοι του Τρουπόγλου στη γεωργία και στο κλάδεμα, έγιναν γνωστές στην περιοχή και δεν υπήρχε κτηματίας να μη ζητήσει τη γνώμη του. Αρκετοί σάστιζαν με τις συμβουλές του και τον αντιμετώπιζαν με ειρωνεία, λέγοντας: ”Του ‘στριψε του κακομοίρη από της προσφυγιάς τον καημό. Ακούς, να μιλάμε με τη γη και να αφουγκραζόμαστε τα δέντρα, γιατί αισθάνονται και μας μιλούν!” Στο τέλος, αναγνώριζαν την αξία του λέγοντας: “Μεγαλονοικοκύρης πρέπει να ήταν ο μπάρμπα-Μιμίκος!”
Oι προσφυγοπούλες  και οι μαννάδες με τα μωρά στην αγκαλιά πήραν τα δρεπάνια, τις τσάπες και τα κλαδευτήρια και κατέκλυσαν τα χωράφια και τα περιβόλια. Το σχολείο Συγγρού μετατράπηκε σε ταπητουργικό εργαστήρι και από τους αργαλειούς έβγαιναν αριστουργήματα σε χαλιά και υφαντά, με ιδιαίτερο τρόπο επεξεργασίας και λαική θεματολογίαΜε τις βελόνες έκαναν αξιοζήλευτα κεντήματα και πλεκτά ρούχα. Οι κοπέλες της Ερμιόνης έτρεχαν σε αυτές να φτιάξουν την προίκα τους, μαθαίνοντας εργόχειρα, κυρίως τη βυζαντινή βελόνα, έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο κεντήματος. ‘Εμαθαν για το στόλισμα της νύφης, το στρώσιμο του τραπεζιού και για θέματα αισθητικής και καλαισθησίας.
Η Μικρασιάτικες γεύσεις, με την ποικιλία μπαχαρικών, εξαίσιων μυρωδικών και βοτάνων, επηρέασαν την κουζίνα της Ερμιόνης, που απέκτησε άλλη διάσταση και ποιότητα.
Η μουσική και ο χορός ήταν βάλσαμο στον πόνο της προσφυγιάς και οι μουσικές εκδηλώσεις ιεροτελεστίες. Οι Ερμιονίτες κατ' εξοχήν γλεντζέδες και κοινωνικοί ταίριαξαν με τους πρόσφυγες, δημιουργήθηκε ένα ιδανικό μείγμα και άρχισαν οι βεγγέρες και τα γλέντια. 
Ο Βροχίδης με το Ούτι και το Κανονάκι του, οι κόρες του Τρουπόγλου με το μαντολίνο τους, ο Κωνσταντινίδης με το γραμμόφωνό του και η οικογένεια Βλαστού με τη μουσική παιδεία και τη γνώση ευρωπαϊκών και μοντέρνων χορών, έδωσαν ένα διαφορετικό χρώμα στη διασκέδαση της Ερμιόνης. Ταγκό, βαλς, πόλκα, καρσιλαμάς και τσιφτετέλι άρχισαν να χορεύονται στα πάρτι, με τις προσφυγοπούλες να σαγηνεύουν τον ανδρικό πληθυσμό. Νεαροί Ερμιονίτες για να εκφράσουν τον θαυμασμό τους, τα βράδια έκαναν καντάδα στις όμορφες προσφυγοπούλες. Οι κόρες Κωνσταντινίδη μετέτρεψαν την αυλή τους σε χοροδιδασκαλείο μαθαίνοντας στα ζευγάρια τις καντρίλιες.
Οι αδελφοί Προβελλεγγάτου στο μπακάλικό τους είχαν εξαίσια μπαχαρικά και τυροκομικά πού έφτιαχναν στο δικό τους τυροκομείο. Αυτοί έμαθαν στους προσκόπους τη σάλπιγγα και το τύμπανο. Άριστοι τεχνίτες όπως ο τσαγκάρης Μαιντανός, ο ράφτης Παπαθανασίου και ο σιδηρουργός Βροχίδης, είχαν στα μαγαζιά τους παιδιά και τους μάθαιναν με μεράκι την τέχνη τους. Από εκεί βγήκαν εξαίρετοι Ερμιονίτες τεχνίτες.
Ο Παπά Γιώργης (Καπόγλου) σεβαστός και αγαπητός από όλους, προσέφερε πολλά στην πνευματική ζωή της Ερμιόνης. Αρχικά, τοποθετήθηκε στον ΙΝ Ευαγγελίστριας Θερμησίας και για 2 χρόνια στον Ι.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παναγία) της Ερμιόνης. Επίσης δραστήριος και Παπά-Σέργιος, παππούς του αείμνηστου ηθοποιού Θύμιου Καρακατσάνη, ωστόσο σε λίγους μήνες διορίστηκε εφημέριος στην “Τζικοπαναγιά” του Ταύρου.
Στο βιβλίο “ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ” (1926), του Διεθνούς Συνδέσμου Γυναικών, νεαρές προσφυγοπούλες με την αγνότητα και ευαισθησία των παιδικών τους ψυχών περιγράφουν πως βίωσαν τον ξεριζωμό. Ανάμεσά τους και 4 Ατταλειώτισσες, (Μαρίκα Γιαηλόγλου, Μαρία Ιωαννίδου, Ελένη Χατζηγεωργίου, Κλειώ Δανιηλίδου), που με τις οικογένειές τους βρέθηκαν στην Ερμιόνη, περιγράφουν με θερμά λόγια την παραμονή τους και κυρίως την αγάπη που ένοιωσαν στο σχολείο, από δασκάλους και συμμαθητές τους.
Οι κάτοικοι της Ερμιόνης στη περίοδο της προσφυγιάς του 1922, χωρίς πλούτη και υποδομή, με αισθήματα φιλοξενίας και αλληλεγγύης, με αρχές, αξίες και πραγματικό πολιτισμό, αγκάλιασαν τους Μικρασιάτες, τιμώντας την καταγωγή τους και την μακραίωνη ιστορία της πόλης. Ένοιωθα υπερήφανος, όταν παιδιά και εγγόνια Ατταλειωτών, στο πρόσωπό μου, επαινούσαν και ευχαριστούσαν τους προγόνους μας. Αρκετοί έχουν επισκεφθεί τον τόπο μας, για να τιμήσουν το Ελληνικό χώμα που πάτησαν για πρώτη φορά οι πρόγονοί τους.
Τους ευχαριστώ, που με εμπιστεύτηκαν, άνοιξαν την καρδιά τους και μου μετέφεραν το σπαρακτικό και συνάμα θαυμαστό βίωμα της προσφυγιάς.
* Γεώργιος Ν. Φασιλής
Αντιπτέραρχος Ιπτάμενος ε.α
Επίτιμος Διοικητής Σχολής Ικάρων
Σημείωση: Το άρθρο είναι μικρή περίληψη της έρευνάς μου, που παρουσίασα στις 18/8/2012 στην Ερμιόνη, στην εκδήλωση του Ερμιονικού  Συνδέσμου, για τα 90 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή. 
Ολόκληρη η έρευνα υπάρχει στην ιστοσελίδα του ΙΛΜΕ (Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Ερμιόνης).