Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Λιμνοθάλασσα Ποτοκίων: Όνειρο ηρεμίας, τιμή για τον τόπο μας.

Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
 

Έχω γράψει αναλυτικά την ιστορία της και τις επεμβάσεις που έγιναν κατά καιρούς. Εξακολουθεί να είναι θησαυρός για τον τόπο μας.

Και βέβαια πρέπει να απομακρυνθεί η εξέδρα όχι όμως η ονειρική βάρκα.
Υπάρχουν όμως και κάποια νεότερα "στραβά" που πρέπει να διορθωθούν:

1. Από τον βοριά υπάρχει ο γνωστός χωματόδρομος που με το αυτοκίνητο ερχόμαστε στην αμμουδιά έξω από τη λιμνοθάλασσα όπου και τα αλμυρίκια. Μερικοί κόβουν από τα εξοχικά τους φύλλα φραγκοσυκιάς που τους ενοχλούν, και χωρίς σκέψη τα πετάνε παράλληλα στον χωματόδρομο. Αυτά ήδη έχουν φυτρώσει και σε λίγα χρόνια θα γιγαντωθούν και θα αλλοιώσουν την φυσική χλωρίδα της λιμνοθάλασσας. Όσο είναι καιρός, πρέπει οπωσδήποτε να ξηλωθούν και να απομακρυνθούν. Τώρα που είναι πανεύκολο.

2. Στο χωματόδρομο που από τη στροφή του δρόμου προς Κουβέρτα οδηγεί στο λιμανάκι στους προποδες του Μαυρονησιού, κάποιος ή κάποιοι "καλλιεργητές" πετάνε συστηματικά δεκάδες μέτρα πλαστικών ποτιστικών σωλήνων. Βαριούνται να τα αφήσουν δίπλα σε κοντινούς κάδους του Δήμου! Πρέπει οπωσδήποτε να απομακρυνθούν.

3. Γύρω από το λιμανάκι όπου αράζουν οι βάρκες, με τον καιρό έχουν μαζευτεί πολλά λάστιχα αυτοκινήτων, ενώ στα ρηχά, ανάμεσα στα βράχια, χρόνια τώρα, έχουν σφηνωθεί καραβόσχοινα, και πλαστικά κάθε είδους. Πρέπει κάποτε να απομακρυνθούν.

Προστρέχουμε λοιπόν στην ευαισθησία, στην εργατικότητα, στην άμεση ανταπόκριση για κάθε θέμα που απασχολεί τους Ερμιονίτες, στην προθυμία, εφευρετικότητα και αποτελεσματικότητα του αγαπητού Δαμιανού Κουτούβαλη.

Σημείωση:     Δύο χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας  γύρω στη δεκαετία του 1960 που τα έχουμε πια ξεχάσει.

Μέσα στην ιδιότυπη βλάστηση της λιμνοθάλασσας είχαν τη φωλιά τους πάρα πολλοί κορυδαλλοί (κατσουλέρια), όπως και σπουργίτες. Περπατούσαμε μικροί και πετάγονταν σύννεφο.
Σμήνοι ολόκληρα κορυδαλλών κάθονταν στον χωματόδρομο άφοβα και δεν εννοούσαν να πετάξουν παρά μόνο όταν τα πλησίαζαν, σχεδόν τα πατούσαν τα ζα μας. Πάντα είχαμε μαζί μας ψωμί για κολατσιό στα κτήματα και τους ρίχναμε ψίχουλα. Μόλις τα προσπερνάγαμε, τρώγανε και ξαναπετούσαν μπροστά μας. Αυτό γινόταν και στα Ευκάλυπτα αλλά και στη Μαγγούλα όπου ζούσαν άλλες μεγάλες αποικίες κορυδαλλών. Σήμερα, σχεδόν εξαφανισμένα, μάλλον από τα φυτοφάρμακα και τα ραντίσματα.

Παράλληλα με τον δημόσιο δρόμο, τότε χωματόδρομο, και προς τη μεριά της λιμνοθάλασσας, υπήρχαν μεγάλες λυγαριές που πάνω τους σκαρφάλωνε ένα δάσος από αγριοτριανταφυλλιές. Εδώ ο τόπος ήταν πάντα υγρός κι φιλοξενούσε σμήνη μικρών πεταλούδων. Περνούσαμε με τα ζα και εκατοντάδες πεταλούδες πετούσαν γύρω μας. Όπως στη Ρόδο. Σε τίποτα δεν ενοχλούσε αυτό το μοναδκό δασάκι, το οποίο εξαφάνισαν μετά μανίας και εξακολουθητικά, γιατί επέμενε να ξαναφυτρώνει, οι μπουλντόζες, πιστές στην τουριστική αξιοποίηση και στην οικοπεδοποίηση των κτημάτων μας, τότε που φαντασιωνόμαστε ότι πουλώντας τα κτήματά μας δεν θα χρειαζόταν να δουλεύουνε ούτε τα τρισέγγονά μας. Μαχαραγιάδες δηλαδή. Αμ δε!

Και από το σπουδαίο site του Κουτουζή:

Σχετικά με την  Επισκοπή (Δαμαλά)   αναφέρεται το ακόλουθο γεγονός:

        Μια μέρα ο επίσκοπος κατέβηκε στον Πώγωνα [Βίδι] να αγοράσει ψάρια.  Όμως αυτά που βρήκε ήταν μικρά και δεν του άρεσαν. Μπήκε λοιπόν σε  μια βάρκα και βγήκε από το «Μπογάζι», στον κολπίσκο που είναι απέναντι  από το φάρο και σήμερα λέγεται «Σαραντοκούμπι», να ψαρέψει.

   Αλλά συνελήφθη από τους Αλγερίνους πειρατές  και  μεταφέρθηκε στο   Αλγέρι, όπου   αγοράστηκε  από  κάποιον   πλούσιο Αλγερινό, ως δούλος, για να κουνάει το μωρό  του.

        Eκεί   λοιπόν,  ο επίσκοπος κούναγε το μωρό και μοιρολογούσε:

       « Πίσκοπε του Δαμαλά, δίχως νου, δίχως μυαλά, τα λιανά δεν ήθελες

       τα  μεγάλα  γύρευες. Γύρνα το χερόμυλο, κούνα τ' αραπόπουλο».


Βασίλης Γκάτσος