Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

Γιάννης Μαργέτας:''Τα Ατομικά Δικαιώματα στα Συντάγματα του Αγώνα''

Γράφει ο Γιάννης Μαργέτας
 

Η έννοια των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Η ιστορία της σχέσης εξουσίας και εξουσιαζομένων διαμορφώνεται και μετασχηματίζεται ανάλογα με την αντίστοιχη εξέλιξη των πολιτευμάτων. 

Από το θεσμό της δουλείας στην αρχαιότητα ως τις σύγχρονες μορφές της πολυκομματικής ή και συμμετοχικής μορφής δημοκρατίας, η νομική θέση του μέλους της κοινωνίας έναντι της κρατικής εξουσίας έχει μεταβληθεί ριζικά. Η ιστορική αυτή διαδικασία συνεχίζεται και δεν ολοκληρώνεται ποτέ, γιατί παρακολουθεί την αέναη εξέλιξη της σχέσης κράτους και κοινωνίας.

Μέσα στην αέναη αυτή εξέλιξη της σχέσης εξουσίας και εξουσιαζομένων προβάλλει η αξίωση του ανθρώπου, του πολίτη ή των κοινωνικών ομάδων για σεβασμό της ανθρώπινης υπόστασής τους, της ελευθερίας τους, της συμμετοχής τους στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι και της ίσης μεταχείρισής τους. Το περιεχόμενο αυτών των αξιώσεων και η έκταση της αναγνώρισής τους ανανεώνεται μέσα στην ιστορική εξέλιξη των πολιτειών και της διεθνούς έννομης τάξης. Την εξέλιξη αυτή, καθρέπτισμα του ιστορικά μεταβαλλόμενου συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων, παρακολουθεί αλλά και τροφοδοτεί μια αντίστοιχη φιλοσοφική και ιδεολογική αντιπαράθεση για την έννοια και το περιεχόμενο της ανθρώπινης ελευθερίας.


Από τότε που στην ηπειρωτική Ευρώπη η λειτουργία της πολιτείας υπάγεται σε συνταγματικούς κανόνες και κατά κύριο λόγο μετά τη γαλλική επανάσταση του 1789, η κατοχύρωση του ανθρώπου, του πολίτη, και αργότερα των κοινωνικών ομάδων γίνεται σταθερό στοιχείο των ευρωπαϊκών Συνταγμάτων.

Η εξέλιξη της έννοιας των θεμελιωδών δικαιωμάτων πέρασε πάντως και μέσα από την αντίληψη ότι αποτελούν όχι πραγματικούς κανόνες δικαίου, αλλά κατευθυντήριες και προγραμματικές διατάξεις. Αυτό συνέβη κυρίως με ορισμένες ευρύτατου κοινωνικού περιεχομένου διατάξεις του γερμανικού Συντάγματος του 1919. Αντίθετα σήμερα τα θεμελιώδη δικαιώματα θεωρούνται, κανόνες δικαίου που περιέχουν δεσμευτική επιταγή προς τον κοινό νομοθέτη.

Μπορούμε να πούμε πως το Σύνταγμα συστηματοποιεί τις σχέσεις εξουσίας και κοινωνίας.

Τα θεμελιώδη δικαιώματα όπως τα αναγνωρίζει και τα θεσπίζει η έννομη τάξη και κατά κύριο λόγο το Σύνταγμα, δεν είναι μόνο διακηρύξεις αρχών. Πέρα από τον ιδεολογικό και διακηρυκτικό τους χαρακτήρα αποτελούν νομικούς κανόνες που δημιουργούν δικαιώματα και αντίστοιχες υποχρεώσεις.

Ο όρος δικαίωμα έχει, όπως είναι γνωστό, τις ρίζες του στο ιδιωτικό δίκαιο. Αποτελεί τον νομικό θεσμό, με τον οποίο το δίκαιο συστηματοποίησε την ιδιωτική σχέση των μελών της κοινωνίας μεταξύ τους. Δικαίωμα είναι η εξουσία που παρέχει το σύστημα του δικαίου σε πρόσωπο ή κατηγορία προσώπων ή σε ένωση προσώπων για την ικανοποίηση ενός συμφέροντος, στο οποίο έτσι δίνει νομική υπόσταση. Το δημόσιο δίκαιο, ιδιαίτερα το Συνταγματικό δίκαιο, άργησε πολύ να δεχτεί την έννοια του δικαιώματος, θεωρώντας πως είναι ασυμβίβαστη με τη λογική των σχέσεων δημοσίου δικαίου. Αλλά και το ιδιωτικό δίκαιο διεκδικούσε ταυτόχρονα για χρόνια την αποκλειστικότητα του δικαιώματος.

Η μετάβαση στο δημοκρατικό πολίτευμα και κυρίως η μετάβαση από την Φιλελεύθερη Δημοκρατία σε άλλες ιστορικά κρισιμότερες δημοκρατικές μορφές με θεσμικά κατοχυρωμένη λαϊκή συμμετοχή συνδέετε με μία άλλη σχέση κράτους και κοινωνίας. Στη μεταφιλελεύθερη Δημοκρατία κράτος και κοινωνία παύουν να είναι πολιτειακά ετερογενείς και γίνονται λειτουργίες και πεδία ανάπτυξης του ενός και ενιαίου χώρου της πολιτείας. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας σχέσης κράτους και κοινωνίας είναι αναγκαίος ο εξοπλισμός του ανθρώπου, του πολίτη ή της κοινωνικής ομάδας με νομικές αξιώσεις, που διασφαλίζουν τη δυνατότητά τους να μετέχουν ενεργητικά στις κοινωνικές και πολιτειακές διαδικασίες. Έτσι , τα θεμελιώδη δικαιώματα παύουν να είναι μόνο πολιτικές διακηρύξεις και εξελίσσονται σε νομικούς κανόνες. Η ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων έγκειται – όπως εύστοχα διατυπώνει ο Φ. Σπυρόπουλος – « στον καθορισμό της σχέσης του ατόμου ή του συνόλου των ατόμων, δηλ. της κοινωνίας, προς την κρατική εξουσία, κατά τρόπο τέτοιο, που οφείλει η εξουσία να υποτάσσεται στον καθορισμό αυτόν. Η σχέση κράτους και ατόμου ή κράτους και κοινωνίας είναι η βάση για την ανάπτυξη ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και συμφερόντων». Σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα άρθρο 25 παρ 1 « Τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου ή ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκησή τους.»

Ζητήματα ορολογίας.

Η επιλογή του όρου θεμελιώδη δικαιώματα δεν παραβλέπει πως αυτός ο όρος δεν είναι ο μόνος που χρησιμοποιείται. Για την ίδια θεματική χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων και οι όροι ατομικά δικαιώματα, ατομικές ελευθερίες, συνταγματικά δικαιώματα. Ο Χρ. Σγουρίτσας χρησιμοποιεί τον όρο «ατομικαί ελευθερίαι», ενώ ο Α. Μάνεσης τον όρο «συνταγματικά δικαιώματα», στον οποίο εντάσσει τις ατομικές ελευθερίες, τα πολιτικά και τα κοινωνικά δικαιώματα.

Ο όρος ατομικά δικαιώματα έχει δύο μειονεκτήματα. Πρώτον, είναι όρος που δεν καλύπτει το σύνολο της σχετικής συνταγματικής ύλης. Έτσι ορισμένα κατεξοχήν συλλογικά δικαιώματα, όπως είναι π.χ «το δικαίωμα των Ελλήνων να συνιστούν ενώσεις» (άρθρο 12 παρ. 1), δεν θεσπίζει δικαίωμα μόνο υπέρ του ατόμου, αλλά και υπέρ της ελεύθερης συλλογικής δράσης των προσώπων που οργανώθηκαν σε ενώσεις. σωματεία κτλ. Δεύτερον ο όρος ατομικά δεν διαφοροποιεί τα δικαιώματα αυτά από τα ιδιωτικά που αντιστοιχούν σε μία διαφορετική κοινωνική ύλη. Τρίτον, ο όρος ατομικά δικαιώματα δεν καλύπτει ούτε τα πολιτικά δικαιώματα (εκλογής, διορισμού κτλ.), αλλά ούτε και τα κοινωνικά (π.χ δικαίωμα εργασίας, υγείας κ.α) που εκφράζουν την αξίωση για κοινωνική δικαιοσύνη.

Ο όρος ανθρώπινα δικαιώματα χρησιμοποιείται 1) κατά κύριο λόγο, σε διεθνή κείμενα για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς επίσης και στις αγγλοσαξωνικές χώρες. Ο όρος όπως επισημαίνει ο Μάνεσης έχει μία ιδεολογική φόρτιση από την πλευρά του φυσικού δικαίου που θέλει τα θεμελιώδη δικαιώματα σύμφυτα με τον άνθρωπο. 2) Ο όρος δεν επιτρέπει την απαραίτητη διάκριση των δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα δικαιώματα του πολίτη ή των κοινωνικών ομάδων.

Ο όρος ατομικές ελευθερίες εκτός από τα μειονεκτήματα που αναφέρθηκαν σχετικά με τον όρο «ατομικά» δικαιώματα είναι πιο στενός από την ύλη που θέλει να καλύψει. Παράδειγμα: στην έννοια της ελευθερίας δεν υπάγεται κατ΄ ανάγκη το δικαίωμα για ίση μεταχείριση. Δεν καλύπτει δηλ. ο όρος τα κοινωνικά δικαιώματα.

Ο όρος συνταγματικά δικαιώματα παρουσιάζει τα λιγότερα μειονεκτήματα. Αντίθετα έχει την κατάλληλη ευρύτητα να χαρακτηρίζει, ως έννοια γένους, όλες ανεξαίρετα τις ειδικότερες κατηγορίες των σχετικών δικαιωμάτων. Κοινό κριτήριο υπαγωγής όλων των σχετικών διατάξεων στην κατηγορία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί η ιδιότητά τους  ως κανόνων που ρυθμίζουν τη νομική σχέση της κρατικής εξουσίας ή υπό προϋποθέσεις και της ιδιωτικής – με τον άνθρωπο, τον πολίτη ή την κοινωνική ομάδα.

Η εξέλιξη της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα.

Η οικονομική ανάπτυξη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα τέλη του 18ου αιώνα και κυρίως, η ακμή του εμπορίου με τη δύση και η επιβολή μιας ελληνικής ηγεμονίας στις παρίστριες περιοχές, επέτρεψαν τη διάδοση της φιλοσοφίας του διαφωτισμού και στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Η θεωρία των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου μετά το παράδειγμα της αμερικανικής ανεξαρτησίας και της γαλλικής επανάστασης, σε μία περίοδο όπου στην λοιπή Ευρώπη έτεινε να αποκατασταθεί η απολυταρχία, στήριξε τόσο την απαίτηση εθνικής ανεξαρτησίας κατά της τουρκικής δουλείας, όσο και την απαίτηση ατομικής προστασίας κατά των αυθαιρεσιών. Έτσι η αναγνώριση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η εγκαθίδρυση της πολιτειακής οργάνωσης , που συνεπάγονται, αποτέλεσε τον βασικό σκοπό της επανάστασης του 1821.

α) Ήδη το 1797, ο Ρήγας Βελεστινλής συντάσσει σχέδιο Συντάγματος, τη «Νέα Πολιτική Διοίκηση» που βασίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και περιλαμβάνει διακήρυξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επηρεασμένη από τα γαλλικά Συντάγματα του 1793 και του 1795, ακόμα και κοινωνικές διατάξεις. Το 1806 κυκλοφορεί στην Ιταλία η Ελληνική Νομαρχία, αγνώστου συγγραφέα, που επικαλείται την «Αρετή», την «Ομοιότητα» και την «Αδερφότητα» για να καλέσει τους Έλληνες σε εθνική επανάσταση με σκοπό την εγκαθίδρυση ενός δικαιοπρακτικού πολιτεύματος, της «Νομαρχίας». Ο Δημ. Υψηλάντης, στην προκήρυξη της 6ης Οκτωβρίου του 1821 για την σύγκληση της πρώτης Εθνικής Συνέλευσης, τονίζει χαρακτηριστικά :  Ήλθον να διεκδικήσω τα δίκαιά σας, την τιμήν, την ζωήν, την περιουσία σας, ήλθον να σας δώσω νόμους δικαίους, δικαστήρια αμερόληπτα, ώστε ουδείς να βλάπτει τα συμφέροντά σας, ουδέ να παίζει με την ύπαρξή σας. Καιρός είναι να παύσει πλέον η τυραννία των ατόμων εκείνων, τα οποία συμμεριζόμενα τα αισθήματα των Τούρκων, ζητούν να καταπιέζουν τον λαόν. Πατήρ σας είμαι, όστις ήκουσα τους γογγυσμούς σας εις αυτό το κέντρο της Ρωσίας και έσπευσα δια να σας υπερασπιστώ, να σας καταστήσω ευτυχείς, να αγωνιστώ διά την σωτηρίαν σας, να εξασφαλίσω την ευδαιμονίαν των οικογενειών σας, να σας ελευθερώσω από την οικτράν κατάστασιν, εις την οποίαν έφεραν ασεβείς τύραννοι και οι φίλοι και σύντροφοι των τυράννων εκείνων.

β) Οι πρώτες προσπάθειες οργάνωσης ελληνικού κράτους βασίζονται και εκφράζουν τους νέους αυτούς σκοπούς και αντιλήψεις. Ήδη η Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος της 15ης-11-1821, περιείχε παρά τον τοπικό και προσωρινό χαρακτήρα της, μία «Διακήρυξη Δικαιωμάτων και Χρεών του Έλληνος» που θέσπιζε οκτώ δικαιώματα, κυρίως την ανεξαρτησία και την ασφάλεια συνδεδεμένα με τα οκτώ αντίστοιχα καθήκοντα, όπως την «ευπείθεια στους νόμους» και τη «δικαιοσύνη προς αλλήλους». Όλα τα εθνικά Συντάγματα της επανάστασης περιέλαβαν στα πρώτα κεφάλαια κατάλογο ατομικών δικαιωμάτων συνδυασμένο με την καθιέρωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και συνοδεύτηκαν όλα από διακηρύξεις ανεξαρτησίας, που κηρύττουν την ανάκτηση των φυσικών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου ως σκοπού της επανάστασης.

αα) Το Σύνταγμα της Επιδαύρου της 1ης Ιανουαρίου του 1822 κατοχύρωνε, έτσι την προστασία της ιδιοκτησίας, της τιμής και της ασφάλειας των Ελλήνων (παρ Ζ), την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (παρ. α), καταργούσε «διαπαντός» τα βασανιστήρια και την ποινή της δήμευσης (παρ ζε), ενώ θέσπιζε την αρχή της ισότητας όλων των κατοίκων της Ελλάδος(παρ γ) και την αρχή της νομιμότητας του φόρου (παρ η).Πληρέστερο και σαφέστερο, το Σύνταγμα του Άστρους της 13ης Απριλίου 1823 επεκτείνει σε όλους τους κατοίκους της Ελλάδος το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, της τιμής και της ασφάλειας (5) και εισάγει νέα ατομικά δικαιώματα, όπως την ελευθερία διάδοσης των ιδεών και την ελευθερία του τύπου (παρ η), την απαγόρευση της δουλείας και της σωματεμπορίας (παρ ε), την αρχή του νόμιμου δικαστή (παρ 1), καθώς και το πολιτικό δικαίωμα της υποβολής γραπτών αναφορών για οποιοδήποτε θέμα στη βουλή   (παρ ια), ενώ το ψήφισμα της 13ης Απριλίου 1823 κατοχυρώνει, για πρώτη φορά ρητά τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος. Η ίδια εθνοσυνέλευση ψηφίζει και νέο εκλογικό νόμο που επεκτείνει το δικαίωμα της ψήφου από τους «γέροντες» στους «άνδρες».

Το τελειότερο από τα επαναστατικά Συντάγματα, το Σύνταγμα της Τροιζήνας της 1ης Μαίου 1827, ως συνέχεια των εργασιών που διενεργήθηκαν στην Ερμιόνη, που σε αντίθεση με τα προηγούμενα Συντάγματα δεν χαρακτηριζόταν «προσωρινό», συμπληρώνει τον κατάλογο των ατομικών δικαιωμάτων και θεσπίζει για πρώτη φορά πραγματικές εγγυήσεις προστασίας τους. Κάτω από τον τίτλο «Δημόσιο Δίκαιο των Ελλήνων» που υιοθέτησαν όλα τα μεταγενέστερα ελληνικά Συντάγματα μέχρι το 1975, κατοχυρώνει πληρέστερα την προσωπική ασφάλεια (άρθρα 11 και 23), τη θρησκευτική ελευθερία (άρθ. 1), την ελευθερία του τύπου με την απαγόρευση της λογοκρισίας (αρθ, 26), την αρχή της ισότητας (αρθ. 7), με την απαγόρευση των τίτλων ευγενείας (αρθ, 27), την αναλογική κατανομή των φόρων (άρ. 10) και το ποσοστό των δημοσίων επαγγελμάτων σε όλους τους Έλληνες (αρθ. 8), θεσπίζει την ελευθερία της εκπαίδευσης (αρ. 20), την ελευθερία του επαγγέλματος (αρθ. 20), την αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων (αρ. 12) και προβλέπει το θεσμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για δημόσια ωφέλεια μετά από προηγούμενη αποζημίωση (αρ. 17). Κυρίως το Σύνταγμα της Τροιζήνας κατοχυρώνει, για πρώτη φορά ρητά, την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, (αρ. 5) και θεσπίζει την τυπική διάκριση Συντάγματος και νόμου (αρ, 94 και 143).

ββ) Οι διακηρύξεις Ανεξαρτησίας, που ακολούθησαν τα Συντάγματα αυτά, ενίσχυσαν ιδεολογικά τα νέα ατομικά δικαιώματα, τονίζοντας τον χαρακτήρα τους ως φυσικού δικαίου. Παράδειγμα, η Διακήρυξη του Άστρους  της 8ης Απριλίου 1823, που προβάλλει τα «απαράγραπτα δικαιώματα» των Ελλήνων την απόλαυση των «ατίμητων αγαθών», « την δόξαν της Αγίας ημών Πίστεως και την ευτυχία των ανθρώπων».

γγ) Οι νέες αυτές διατάξεις εφαρμόστηκαν δύσκολα και μερικώς κατά την περίοδο αυτή, γιατί η ανάγκη αποτελεσματικής εξουσίας, τόσο προς τα έξω, όσο και προς τα μέσα, υπερείχε τελικά από την ανάγκη για ελευθερία και δημοκρατία, για την επιτυχία της επανάστασης. Αποτέλεσαν όμως ιδεολογικό και συνταγματικό προηγούμενο για τα μετέπειτα πολιτεύματα.

2α) Η ανάγκη διεξαγωγής της επανάστασης, παρά τις εμφύλιες συγκρούσεις, οδήγησε με την εκλογή του Καποδίστρια στην  αναστολή του Συντάγματος της Τροιζηνίας με το ψήφισμα της 18ης Ιανουαρίου 1828 και στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του Κυβερνήτη. Η αναθεώρηση των τριών επαναστατικών Συνταγμάτων που είχε εξαγγελθεί με το ίδιο ψήφισμα της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, έπρεπε να είναι «παντοτινός εγγυητής των πολιτών περί των εν ενεργεία δικαιωμάτων αυτών», αναβλήθηκε τελικά από τον Καποδίστρια μέχρις ότου «η τύχη της Ελλάδος αποφασίσθη οριστικώς».

β) Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, η Ε΄ Εθνική Συνέλευση του Άργους ψήφισε στις 15 Μαρτίου 1832 το λεγόμενο Ηγεμονικό Σύνταγμα που καθιέρωνε μία μορφή συνταγματικής μοναρχίας. Το Σύνταγμα αυτό περιείχε διατάξεις (άρθρα 27-52) που προστάτευαν λεπτομερώς τα ατομικά δικαιώματα που θέσπιζαν και τα προηγούμενα Συντάγματα, και μάλιστα πληρέστερα, αφού προέβλεπε γενικά την ελευθερία εκδήλωσης της γνώμης με οποιοδήποτε τρόπο (άρθρο 47) και κατοχύρωνε για πρώτη φορά επίσης το άσυλο της κατοικίας (άρθρο 46). Καθιέρωνε, όμως, όχι μόνο την έμμεση (αρ, 71, 131,132), όπως ο καποδιστριακός νόμος, αλλά και την τιμηματική ψηφοφορία (αρ. 72, 75,79). Το Ηγεμονικό Σύνταγμα δεν εφαρμόστηκε ποτέ και καταργήθηκε από την Δ΄ κατά συνέχεια Εθνική Συνέλευση. Η βούληση να καταρτιστεί νέο Σύνταγμα αναστάλθηκε από τις προστάτιδες δυνάμεις ως τον ερχομό του Όθωνα.