Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

ΤΟ ΜΑΝΤΡΑΚΙ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ ΠΡΟΚΟΠΗ ΦΟΛΩΚΑ

Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος





Το μαντράκι του μπαρμπά Προκόπη Φολώκα.

Το τελευταίο μάντρακι που είχε απομείνει στα Μαντράκια. Όλα τα άλλα θάφτηκαν κάτω από τη σταμπωτή ταφόπλακα του εξωραϊσμού και της ανάπτυξης.
Ήταν το μικρότερο μαντράκι, τελευταίο προς τη δύση.
Χρόνια έβαζε κει τη βαρκούλα του ο μπαρμπα Προκόπης, ναυτικός από τους λίγους. Μέχρι τα βαθιά του γεράματα έβγαινε με το πανί και το κουπί, μηχανή δεν ήθελε ούτε να την βλέπει. Πάντα με το ναυτικό του κασκέτο, έκανε πανί για κολπάδα προς τον όρμο Κουβέρτα, άραζε ακόμη και μισοπέλαγα για να ξεκουραστεί, κι έπαιρνε κάναν ύπνο στ΄ αμπάρι. Ξέχναγε να μαζέψει καμιά φορά το πανί, φουνταρισμένο το σίδερο, έβαζε αέρα, τέζα το πανί, κόντρα το σίδερο, τούμπα η βάρκα! Ο εγγονός του ο Προκόπης τού είχε την έγνοια, κι άμα αργούσε να φανεί το πανί, αμόλαγε να τον βρει.

Το βράδυ στην ταβέρνα του πατέρα μου έλεγε γελώντας τις περιπέτειες: με ψαρέψανε πάλι, αλλά τους είπα: μυαλό δε βάζω, κι ας πνιγώ!

Ένα μεσημέρι, ήρθε να πιει ένα ποτήρι κρασί στο μαγαζί, κι έμεινε ακίνητος στην καρέκλα. Δεν τον πήρε η θάλασσα.

Τη ναυτοσύνη του την πήρε ο γαμπρός του, ο μπάρμπα Αργύρης Καισαρέας. Άφησε τη βάρκα, όταν δεν μπορούσε να μπει πια μέσα. Την πήρε στη συνέχεια ο Ησαΐας, ο Προκόπης κι ο Τάξης. Δεν μπόρεσαν, δεν μπορούν χωρίς τη θάλασσα. Του Τάξη είναι το προτελευταίο σκαρί που εξανάγκασαν να φύγει από τα Μαντράκια για να χωρέσει ένα ακόμη κότερο. Τελευταίο, μετά από αγώνες, το κόκκινο τρεχαντηράκι του Κωσταντή του Νίκα, που αράζει στη θέση που άραζαν οι πρόγονοί του. Το τελευταίο ίχνος του μαγικού κόσμου των Μαντρακιών.
Γέρος ο μπαρμπα Προκόπης ώρες παιδευότανε να σηκώνει και να βάζει στη θέση τους τις πέτρες μετά από σοροκάδα. Αγόγγυστα. Θυμόταν ακριβώς που πάει η κάθε μία. Στην αμμουδιά ήταν μπηγμένη μια μικρή αρχαία κολόνα από κοκκινωπό μάρμαρο. "Η κολόνα του μπάρμπα Προκόπη" που έδενε πριμάτσα στη βάρκα, όταν φύσαγε για να την κρατάει στη μέση της λεκάνης. Μάντρα που φύλαγε τη βάρκα ήταν το μαντράκι. Και ήταν ιερό. Ούτε μεις τα πιτσιρίκια, που δεν αφήναμε πέτρα πάνω στην πέτρα δεν τολμούσαμε να πειράξουμε μαντράκι.

Περνούσα με το αυτοκίνητο και είδα εργάτες να δουλεύουν. Μου φάνηκε ότι έσκαβαν την άμμο και ότι σήκωναν τις πέτρες να αποκαταστήσουν το μαντράκι στην παλιά του μορφή. Είχαν ξηλώσει και τη μαρμαροκολόνα. Να δεις, λέω, που κάποιος αποφάσισε να το φτιάξει και να βάλουν μέσα μια παπαδιά να βλέπουν όλοι πώς ήταν και πώς λειτουργούσαν τα μαντράκια.
Πού να φανταστώ ότι θα έφτιαχναν ένα τσιμεντένιο σταμπωτό μπλόκι! Φυλάμε την παράδοση, τη τσιμεντώνουμε να μη μας φύγει!
Θυμάμαι τον Καραγκιόζη του Αβραάμ:
Πασάς: Γιατρέ μου φοβάμαι μη χάσω το παιδί μου, ούτε μιλάει ούτε λαλάει!
Καρ: Μη φοβάσαι πασά μου, θα της δώσω φάρμακο. Πρωί, μεσημέρι βράδυ θα παίρνει μια κουταλιά τσιμέντο.
Πασάς: Τσιμέντο γιατρέ μου; Και τι θα κάνει το τσιμέντο;
Καρ: Θα τσιμεντώσει τη ψυχή και δε θα μπορεί να της την πάρει ο χάρος!
Πασάς: Ω! Εύγε! Είσαι μεγάλος γιατρός!

Μα καλά:
Αυτή η κατασκευή δεν είναι επιχωμάτωση θαλάσσης; Δεν χρειάζεται άδεια;
Το λιμεναρχείο δεν έπρεπε να επέμβει και να ζητήσει άδεια κατασκευής;
Δεν απαγορεύονται τέτοιοι μόλοι στη θάλασσα και επιτρέπονται πάντα, κατόπιν αδείας, μόνο σανίδες στερεωμένες σε πασσάλους, ώστε να μην κόβεται η ροή των ρευμάτων;
Μπορεί ο καθένας να προφασίζεται ανακατασκευή παραδοσιακού μαντρακιού και να φτιάχνει αυτό το τσιμεντένιο μπλόκι;
Η Αρχαιολογική υπηρεσία νεότερων μνημείων έδωσε άδεια; Το μαντράκι αυτό ήταν τουλάχιστον 200 ετών.
Και το κολονάκι το αρχαίο τι έγινε; Το κτίσατε κι αυτό να στοιχειώσει το μαντράκι;

Όσο για τον δυτικά του μαντρακιού χώρο, όπου ο Δήμος βάζει τους κάδους, και εκεί ωραίος μόλος ήταν. Άραζαν τις βάρκες τους, ο μπάρμπα Γιάννης ο Μπαρδάκος, Ο Γιανναρής με τον Μπούλη τον Χάλαρη, ο Μιχαλάκης ο Κωτσογκιώνης. Με το άνοιγμα του δρόμου, με την ασφαλτόστρωση του δρόμου και τα σκαψίματα για τον αγωγό λυμάτων πήγαν εκεί τα μπάζια. Η Κοινότητα και ο Δήμος τον κάνανε σκουπιδότοπο.

Επιεικώς απαράδεκτα πράγματα.

Βασίλης Γκάτσος