Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

Μέχρι κεραίας: Το Πάσχα της ζωής μου το παιδικό...

''Όταν τα παιδικά  βιώματα στην ιδιαιτέρα σου πατρίδα έχουν ριζώσει στην ψυχή και την καρδιά σου!''
Θ.Σ
 


Της Ντέπυς Γκολεμά

Τούτες τις μερες στα παιδικά μου χρόνια βρισκόμουν ήδη στην Ερμιόνη, στο πατρικό. Με τη θεία Κατίνα. Την ανεκτίμητη θεία που η ζωή της ήμασταν εμείς. Όλα ήταν από νωρίτερα τακτοποιημένα. Τα κόκκινα παπούτσια από τον Μούγιερ αγορασμένα με κόπο, αλλά δεν έλειψαν ποτέ, το καινούργιο λαμπριάτικο φόρεμα που το είχε αρχικά φορέσει η μεγαλη αδελφή, οπωσδήποτε η μεσαία και τελευταία εγώ απο την ανάποδη μάλλον, ολοκαίνουργιο. 
@ Η θεία ήταν μοδίστρα. Το σπίτι στην Ερμιόνη ήταν ακριβως δίπλα στην εκκλησία, στον Ταξιάρχη και το δωμάτιό μου πρεπει να ήταν μέσα στην καμπάνα ή η καμπάνα μέσα στο δωμάτιο. Αυτό το Ντιν, Νταν, Ντιν, ήταν πάντως ο εφιάλτης μας στο πρωινό ξύπνημα. 
@ Ειδικά το Πάσχα, η θεία άσπριζε τις αυλές, τις ρίζες των πεύκων με ασβέστη, κάθε γωνία στην αυλή και έξω στα πεζούλια και το σπίτι έπαιρνε μια μυρωδιά... Κάθαρσης. Σαν κάτι να έφευγε που παιδί δεν μπορούσα να το καταλάβω...
@ Θυμάμαι ένα Πάσχα, έφαγα το ξύλο της χρονιάς μου. Ήμουν ντυμένη στολισμένη με τα ωραία μου κόκκινα παπούτσια, έναν τεράστιο φιόγκο στα μαλλιά και πήγαινα να φέρω κρασί από τον θείο Δημητρη που είχε ταβέρνα ξακουστή και ένα ορθάνοιχτο σπίτι με αρνιά, κοκορέτσια, τραγούδια και χορούς. Στον δρόμο με πέτυχε ένας ξάδελφός μου, ο Νικος, και με ανέβασε στο ποδήλατο του. 7 εγώ 10 αυτός ζήτημα. 
@ Σε μια κατηφόρα βάλαμε φωτιά στο γκάζι και μας σπάσανε τα φρένα, όποτε εγώ προσγειώθηκα σε μια αυλή και ο Νίκος με το ποδήλατο σε ένα χωράφι. «Τίνος είσαι εσύ;», ακούστηκε η βροντερή φωνή και σε λίγο γεμάτη μελανιές, με σκισμένο το καινούργιο φόρεμα, τα παπούτσια χάλια και κυρίως χωρίς κρασί βρέθηκα στην αυλή του σπιτιού της θείας Κατίνας. 
@ «Καλώς τη βοσκοπούλα», μου ειπε η θεία μου και με κοίταξε όπως η Μπέτυ Ντέηβις την Τζόαν Κρόφωρντ τωρα που βλέπουμε το feud. «Το κρασί, πού είναι το κρασί», μου ειπε περιπαιχτικά. «Μηπως το ήπιαμε και αυτό; Και εκείνος ο μπαγάσας ο ξάδελφος σου πού χάθηκε ο άχρηστος»;
@ Εκείνο το Πάσχα έκατσα τιμωρία. Δεν έφαγα ούτε αρνί, ούτε κουλουράκια ούτε τιποτα. «Θα μάθεις να σέβεσαι τον κόπο των άλλων», μου έλεγε ολο το απόγευμα η θεία μου. Τα αδέλφια σου για να σου πάρουν τα παπούτσια έδωσαν ολες τις οικονομίες τους, το φόρεμα σου η αδελφή σου δεν το χάρηκε και εμένα χάθηκε η μισή ζωή μου μέχρι να μάθω ότι είσαι καλά». Η γλυκιά μου θεία! 
@ Όταν γύρισε το βραδυ ο άλλος σαν βρεμένη γάτα, τον άρπαξε από τον λαιμό και τον κρέμασε στο τσιγκέλι του αρνιού. «Θα σε σκοτώσω κερατά», του φώναζε. «Θα σε σκοτώσω. Αμ δεν ειναι τα φρένα από το ποδήλατο χαλασμένα, τα φρένα απο τα μυαλά σου είναι διαβολάκι»! Εκείνος έκανε να δει δίφραγκο έναν μηνα και εγώ άργησα πολυ να ξαναδώ καινούργια παπούτσια...
@ Όμως το βραδυ που η θεία νόμιζε πως κοιμόμουν έσκυψε πάνω μου με σταύρωσε και είμαι σίγουρη, την άκουσα να λέει «Χριστέ μου, ΕΣΥ που αναστήθηκες, σε ευχαριστώ που μου έδωσες, κάτι μικρο, που μπόρεσα να αντέξω...»
@ Πάνε πολλά χρόνια από εκείνο το Πάσχα. Η θεία κοιμάται στον ουρανό, ο Νίκος είναι κοντά παππούς κι εγώ αυτή που είμαι. Όμως το Πάσχα καμιά φορά έχει τη γλύκα και την αγάπη της. Και ας μην είμαστε πια παιδιά με κόκκινα παπούτσια. 
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ...