Σάββατο 23 Απριλίου 2016

''Λόγια της πλώρης...''

''ΚΑΚΟΣΗΜΑΔΙΑ''


 --ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ--
Μας ήβρε το ηλιοβασίλεμα ανάμεσα Σίφνου – Σέρβου, δυόμισι μίλια κάτω από την κόκκινη Χερσόνησο. Ως εκεί βοήθησε ο γρεγολεβάντες και με πρωτοδεύτερα πανιά κατεβήκαμε από τη Μύκονο τον Τρούλο για πέντε ώρες. Ήταν γρήγορη η γολέτα του καπετάν Κρεμύδα και δεν είχε δυσκολία σε καλόν καιρό να πάρει και οχτώ και δέκα μίλια την ώρα. Όμως αποδώ κι εμπρός δεν έπαιρνε ουδέ τρία στη βόλτα. Γιατί άξαφνα χύθηκε από το βουνό της Μήλου, σα να διάβαινε από απέραντο καλαμιώνα, το πουνεντογάρμπι, κεφάλωσε το γρέγο και μας χώρισε κάτω από την Κίμωλο.
Ο καπετάν Κρεμύδας πρόσταξε να κατεβάσουμε τα πανιά. Μα ώστε να το πει, ξεθύμανε ο καιρός και σε λίγο έπηξε η θάλασσα κι έγινε λιμνοστάσι.
– Όρσε, διάολε! είπε φαρμακωμένος· μια φέρνει να μας πνίξει, μια μαγκάρει... Ταρσανά θα κάνουμε!...

Ο καπετάν Κρεμύδας ήταν πενηντάρης, κοντόχοντρος, με κεφάλι ολοστρόγγυλο, με πρόσωπο κρεμεζοβαμμένο και μαλλιά κάτασπρα· τα μάτια του ήταν μικρά, τα φρύδια και τα μουστάκια του βλάγκα· η φωνή του βραχνή και βαριά σαν ρέκασμα κυμάτου και η καρδιά του απονήρευτη. Από ναύτης ήταν δουλευτής και οικονόμος. Λίγο – λίγο απόχτησε μερικά λεφτά, πήρε μισακό ένα σαπιοκάικο και δούλεψε σερμαγιά εδώ τριγύρω. Έπειτα το σαπιοκάικο έγινε όλο δικό του και άνοιξε δουλειές ως την Αττάλεια. Τέλος έχτισε τη γολέτα και άπλωσε τα ταξίδια του πέρα στον Ποταμό.
Μα τώρα ήταν όλος θυμό. Όταν κατεβαίναμε από τη Μαύρη Θάλασσα, οι ναύτες, που ήταν συντοπίτες του, φρόντιζαν κάθε ώρα να του θυμίζουν με τρόπο την πατρίδα και τα σπίτια τους.
– Ε, καπετάνιε, και να ήταν κανένας σαββατογεννημένος εδώ μέσα και να έπιανε ένας δυνατός γρεγολεβάντες και να διπλάρωνε η γολέτα μας κάτω από τον Τσικνιά! έλεγε ο ένας.
– Εκεί που θα ειπείς τον Τσικνιά, δε λες καλύτερα της Μύκονος τον Τούρλο; πρόσθετε άλλος, κοιτάζοντάς τον κατάματα.
Εκείνος γύριζε αλλού, τάχα πως δεν άκουε, κι έπιανε κουβέντα με τον Μπαρμπατρίμη το ναύκληρο για τον καιρό. Και όταν τον στενοχωρούσαν με τα λόγια τους και με τις ματιές τους, που ήταν πιο παρακαλεστικές από τα λόγια τους, έσκαε την κόκκινη σκούφια του χάμω και μελανιάζοντας έλεγε:
– Ανάθεμα τον καπετάνιο που τσουρμάει συντοπίτες του. Να με ιδείς στο πίκι κρεμασμένο, Μπαρμπατρίμη, αν βάλω άλλη φορά στη γολέτα μου Μυκονιάτη!...
Οι ναύτες έσκυβαν το κεφάλι και σκορπούσαν κατακόκκινοι από ντροπή, σαν παρθένες άβγαλτες, με λυπητερό χαμόγελο στα χείλη και μ' ένα δάκρυ, ψιλό – ψιλό και άφαντο, στη βρύση των ματιών τους. Κι ο καπετάνιος, πικραμένος, έφευγε σέρνοντας στο κατάστρωμα τα ποδήματά του για να φανεί φοβερός και κλειότανε στην κάμαρή του. Γιατί και κείνου η καρδιά λαχτάριζε για τη Μύκονο. Εκεί είχε τη γυναίκα του, την ψηλομελάχρινη Ελεφάντω, μ' ένα παιδί στην κούνια κι άλλο στην κοιλιά. Οι καιροί ενάντιοι μας άργησαν στη Μαύρη Θάλασσα, και αντί να φτάσουμε στη Μαρσίλια, δεν είχαμε ούτε το μισό δρόμο παρμένον. Μα να που ήταν κάποιος σαββατογεννημένος στη γολέτα κι έπιασε δυνατός γρεγολεβάντες στα Μπουγάζια κι ήβραμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικο και διπλάρωσε η «Βαγγελίστρα» μας κάτω από τον Τσικνιά. Ο καπετάνιος πρώτος έτρεξε σπίτι του. Μα στο γυρισμό ούτε παιχνίδια ούτε φίλους έφερε. Και στο ταξίδι τώρα, αν και είχε την πλώρη κατά το Γαρμπή, τα μάτια του ήταν στυλωμένα στο Γρέγο κι έβλεπε πάντα εμπρός του, από τα χιονάτα σπίτια και τις όμορφες εκκλησιές του νησιού, ένα μονάχα σπιτάκι και μέσα τη γυναίκα του, κλιναρωμένη να χαροπαλεύει! Την έβλεπε να γυρίζει τα φωτερά μάτια της και ν' αργολέει με αδύνατη φωνή:
– Πού είσαι, Μανολιέ και μαυροκαπετάνιε!... Πού είσαι, Μανολιέ και μαυροκαπετάνιε!...
Και πού να ζητήσει, πού να έβρει ησυχία ο Μανολιός.
Δρασκέλαε το κατάστρωμα σαν το λιοντάρι· πότε μίλαε μόνος του δυνατά· πότε χειρονομούσε χωρίς αιτία· πότε τραβούσε τα μαλλιά και χτυπούσε το κεφάλι του στα ξύλα. Και όλο βλαστημούσε την τύχη του και την τέχνη του.
Στη γολέτα είχαν απλωμένα όλα τα πανιά. Τέσσεροι φλόκοι εμπρός και πέντε πανιά στο πλωριό κατάρτι, τρεις στραλιέρες στη μέση, μπούμα και φλις στο πρυμιό κατάρτι. Μα το ξύλο έμενε ακίνητο σαν βάρυπνο. Ρίζες έριξε, νομίζεις, στον πάτο και θα βλαστοβολήσει. Αποκαρωμάρα βασίλευε γύρω, από άνθρωπο σε άνθρωπο σε ξύλο, από θάλασσα σε ουρανό. Κουρελιασμένα σύγνεφα καφετιά κρέμονταν εδώ και κει και σταχτοκόκκινη σκόνη καθόταν ανάλαφρα στις στεριές και τη θάλασσα. Πότε και πότε έβγαζαν καμία σπηλιάδα, έπαιρναν μπουρίνια τα πανιά και αυλακώναμε τη θάλασσα ζερβόδεξα μ' ένα γλυκομουρμούρισμα, αποκαρωτικό και κείνο. Έπειτα έπεφτε ο άνεμος, τα πανιά κυματούσαν σιγαλινά, τα σχοινιά λάγγευαν και χτυπιόνταν στο κατάστρωμα, ως που έμεναν ακίνητα. Κι ο καπετάν Κρεμύδας φαρμακωμένος συχνοψιθύριζε σφίγγοντας τα δόντια του:
– Όρσε, διάολε! μια φέρνει να μας πνίξει, μια μαγκάρει... Ταρσανά θα κάνουμε!...
– Σώπα καπετάνιε, και γλήγορα δυναμώνει ο νότος· είπε ο Μπαρμπατρίμης. Για δες τι τέμπλα έκανε το Τσιρίγο!
Αληθινά κάτω στη νοτιά μαυροκόκκινα σύγνεφα σωριάζονταν τετραπανωτά. Και πίσω βασιλεύοντας ο ήλιος σαΐτευε ανάμεσα από κροσσωτές σχισμάδες, από σκοτεινόξανθες ή αιματοβαμμένες σπηλιές, δεμάτια αχτίνες, έλουζε τη γη με φως και χρώματα. Η θάλασσα, ασπρογάλαζη, καθρέφτιζε τους ίσκιους των νησιών και αυλακωνόταν από τα ρέματα, σαν πλατύς κάμπος κιμωλίας, ζωσμένος από δρόμους και μονοπάτια. Και τα νησιά, η Μήλος και η Ερμόμηλος που τρέφει τ' αγριόγιδα· πίσω η Σίφνος και η Σέρφος με τα παρδαλά γαϊδούρια της· η Νάξο παραπάνω με τους Βαραββάδες και η Πάρο με τα μάρμαρα· η Μόλυβος η καμπουρωτή και η Κίμωλος η σαλαμάντρα· η Σίκινος και η Φολέγαντρος εδώθε και κάτω τα Γερακούνια χωριστά, σαν κοτρώνα κυματοπλανημένη, έπαιρναν ένα χρώμα κι έδιναν μύρια. Έστεκε το ένα με κάποιο συγνεφάκι στην κορφή· το άλλο με ζουνάρι καταχνιά στη μέση· το δώθε μα κροκοβαμμένο μέτωπο· το κείθε καστανοστεφανωμένο· το παρακεί με κάτασπρο χωριουδάκι, σαν απλοχεριά χιονιού που λησμονήθηκε στη λακκούλα του. Και πέρα στη θάλασσα, σε μεταξωτό παραπέτασμα, τα καράβια κοντυλογραμμένα, πήγαιναν οκνά κι ο μαύρος καπνός των βαποριών ψήλωνε κι έσβηνε σε χρυσόξανθες τουλούπες. Ανάερα πουλάκια πετούσαν κυματιστά κι έλαμπαν τα χιονάτα στήθη τους, σαν αργυρά φύλλα που άρπαξε ο άνεμος από εργαστήρι χρυσικού· και κάτω από τα κοντινά μας ακρογιάλια της στεριανής ζωής η βουή έφτανε, γεμάτη χαρές και γέλια. Χώρια από τον καπετάνιο, οι άλλοι απλώναμε την ψυχή να ρουφήξουμε κείνη την παράδεισο, με ζήλια στα μάτια για κείνους που τη χαίρονται. Και άξαφνα, δεν ξέρω πώς, ένιωσα μια ευτυχία γλυκιά και μια θλίψη γλυκύτερη, που ήθελα να τη φωνάξω, γιατί μ' έπνιγε. Και άρχισα το τραγούδι:
«Του ναύτ' η μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδι!...»
– Σκάσε, βρε! μη σου σπάσω το δοιάκι στο κεφάλι! μ' έκοψε ο καπετάνιος.
Ξέχασα το τραγούδι και λούφαξα σε μια κώχη. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω στο πλωριό κατάρτι μια κουκουβάγια. Τα μαύρα νυχοπόδαρά της γύριζαν δαχτυλίδια στα χείλη της κόφας και στήριζαν ακίνητο το κορμί, σα να ήταν ψεύτικη. Και αληθινά έμοιαζε για ψεύτικη. Ήταν η ομορφότερη κουκουβάγια που είδα στη ζωή μου! Όπως καθόταν συμμαζωμένη, με τα μάτια στυλωμένα πέρα, δεν έκανε την ασχήμια που ταιριάζει στο σόι της. Έμοιαζε καλονοικοκυρά, βγαλμένη στην πόρτα να περιμένει τον άντρα της. Μου ήρθε όρεξη να παίξω με το πουλί και άρχισα να το προγκάω:
– Ξιξιξί!... ξιξιξί!...
– Τι κάνεις αυτού, μωρέ! μου φωνάζει ο καπετάνιος.
– Μια κουκουβάγια κάθεται στην κόφα.
– Κουκουβάγια!
Σηκώθηκε από τη θέση του και ήρθε να την ιδεί από κοντά. Μα εκείνη, καθώς ψήλωσα το χέρι μου να δείξω, φρου!... έκαμε και πέταξε πέρα. Ο καπετάν Κρεμύδας ακολούθησε για κάμποση ώρα το τρεμουλιαστό πέταμά της κι έπειτα, σα να μην είχε δύναμη να γυρίσει στη θέση του, σωριάστηκε απάνω στο αμπάρι. Έμεινε εκεί με το κεφάλι σκυμμένο. Έπειτα μου είπε:
– Κακοσημαδιά, μωρέ παιδί· μεγάλη κακοσημαδιά!... Είδες το άτιμο να πάρει τα ζερβά!... Αν πετούσε δεξιά, θα είχαμε καλό ταξίδι· μα τώρα κακά σημάδια. Ή σε μας ή στο σπίτι κάτι κακό θε να γένει!...
Και γω εκείνη την ώρα τα ίδια συλλογιζόμουνα. Η κουκουβάγια λένε πως ήταν αδερφή των οχτώ παιδιών και του Κωσταντή. Η μάνα της:
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα την έπλεκε,
στ' άστρι και στον αυγερινό έφτιανε τα σγουρά της.

Όταν έγινε δώδεκα χρονών, ήρθαν προξενητάδες και τη ζητούσαν νύφη στην Βαβυλώνα. Η μάνα και τα οχτώ τ' αδέρφια δεν ήθελαν να τη δώσουν τόσο μακριά· δε μπορούσαν να υποφέρουν το χωρισμό της. Μα ο Κωσταντής επίμενε και κάθε μέρα έλεγε της γριάς του:
Δος τηνε, μάνα μ', δός τηνε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα 'κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
να 'χω και γω παρηγοριά, να 'χω και γω κονάκι.

Μα της μάνας η καρδιά δε θέλει ν' ακούσει τα λόγια του πραματευτή και σοφά του απαντά:
Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσχημα απελογήθης.
Κι αν μώρθει, γιε μου, Θάνατος, κι αν μώρθει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα ή χαρά, ποιος θα μου τηνε φέρει;

Εγώ! απαντάει εκείνος βαστάζοντας όρκο φριχτό. Κι έτσι κατάφερε να χωρίσει την Αρετή από τη φαμελιά της. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και οι φόβοι της μάνας αλήθεψαν. Θανατικό έπεσε στη χώρα. Σάρωσε κόσμο και κοσμάκη, σάρωσε και της δόλιας μάνας τα εννιά παιδιά! Έρημη εκείνη, καταμόναχη, κλαίει και μύρεται στα μνήματα των οχτώ παιδιών αλλά στο μνήμα του πραματευτή κλωτσά τις πλάκες, βρουχιέται κι αναθεματίζει.
Ασήκω, σήκω Κωσταντή, την Αρετή μου θέλω!
Το Θεό μου 'βαλες εγγυητή και τους αγίους μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα ή χαρά να πας να μου τη φέρεις!

Η κατάρα των γονέων ακούεται, όπως Κι η ευχή. Σηκώνεται ο Κωσταντής μισολιωμένος από το μνήμα.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρι σαλιβάρι
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να τηνε φέρνει.

Η μάνα βλέποντάς την άξαφνα δεν μπορεί να πιστέψει τα μάτια της. Και όταν τέλος την αναγνωρίζει και μαθαίνει τον ανέλπιστο γυρισμό της, σωριάζεται νεκρή. Η Αρετή, απελπισμένη, ρίχνεται στο Θεό, παρακαλεί και λέει Του:
Θεέ μου και κάνε με πουλί, κάνε με νυχτοπούλι,
να περπατώ στις ερημιές, να κλαίω τους αδερφούς μου!
Έτσι έγινε η κουκουβάγια η πεντάμορφη. 'Αλλαξε το σόι, δεν άλλαξε όμως και την ψυχή. Ο ξεκληρισμός την ακολουθεί ακόμη και, όπου καθίσει φέρνει και κει τη νέκρα και την ερημιά. Αφού τώρα ήρθε κι έκατσε στο καράβι μας, βέβαια για καλό δεν ήταν. Μα για να παρηγορήσω τον καπετάνιο, έκαμα τον αδιάφορο.
– Μπα, δε βαριέσαι που πιστεύεις, καπετάνιε! του λέω. Ο Θεός καλός, όλα καλά.
Εκείνος δεν είπε τίποτα, κούνησε θλιβερά το κεφάλι και κατέβηκε στην κάμαρή του.
– Πάει ν' ανάψει κι άλλο κερί ψιθύρισε ο Μπαρμπατρίμης. Οι μετάνοιες και τα κεριά δεν έπαψαν αφόντας φύγαμε από τη Μύκονο. Μα δεν ήταν τώρα η πρώτη κακοσημαδιά που έτυχε του καπετάν Κρεμύδα. Πριν ακόμη ξεκινήσει από το σπίτι, όλα τα σημάδια του ήρθαν ανάποδα. Ζήτησε να βάλει μισθωτό καπετάνιο στη γολέτα και δεν ήβρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και αποφάσισε να φύγει, βρέθηκε Τρίτη· ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη να κατέβει στο γιαλό και πρώτο πράμα που αντίκρισε ήταν μια γίδα. Τι να κάμει; Γυρίζει πίσω. Τέλος την Πέφτη, αφού βγήκαν οι συγγενείς του να ψάξουν τους δρόμους κι οι γυναίκες τράβηξαν εμπρός να διώξουν κάθε κακό συναπάντημα, κατόρθωσε να φτάσει στη γολέτα.
Ωστόσο η κουκουβάγια δεν είχε σκοπό να ξεκολλήσει από το καράβι! Ήρθε πάλι και κάθισε στο κατάρτι. Ήταν γυρισμένη στον καπετάνιο και στύλωνε τα μάτια της καταπάνω του. Μόλις την είδα, φρόντισα με χειρονομίες να την προγκήξω. Μα χίλια κι αν έκανα, δεν ξεκολλούσε ο πειρασμός. Έβλεπε τις χειρονομίες μου μια στιγμή κι έπειτα γύριζε αλλού το κεφάλι με περιφρόνηση, σα να μου έλεγε Μωρέ, άι χάσου!...
Τέλος ο καπετάνιος την είδε.
– Πίσω μου, σατανά! είπε κάνοντας το σταυρό του.
Σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε κατάματα. Μα και κείνη κατάματα τον κοίταζε, λες και ήθελε να τον αβασκάνει. Στο τέλος τα κατάφερε. Ο καπετάνιος κιτρίνισε σαν το κερί. Ύστερα μεμιάς έγινε αράπης· ανέβηκε το αίμα να τον πνίξει. Κοίταξε το πουλί και δεν έπαυε να μουρμουρίζει σαν αδικοτυραννισμένη ψυχή:
– Φτου! σε ξορκίζω με τον απήγανο, πειρασμέ! Τι θες, μωρέ, από μένα, άθεε!... Φεύγα αποπάνω μου και μη με κολάζεις. Άσε με, φαμελίτη, άνθρωπο, να βγάλω το ψωμί μου!...
Μα εκείνη δεν καταλάβαινε από τέτοια. Κάθε τόσο χαμηλοπλάγιαζε το κεφάλι ζερβόδεξα, σα ν' αυτιαζόταν μαντέματα, που έφερνε από μακριά ο αιματοβαμμένος αιθέρας. Έπειτα το ψήλωνε απότομα με τα μάτια κάπου γυαλιστά, σα να είχε αφαιρεθεί από τα κοσμικά του για να ξηγήσει τα μαντέματα. Και άξαφνα γύριζε στον καπετάνιο, σα να έλεγε: Κοίταξε καλά· αν θελήσω, αλίμονο σε σένα και στο σπίτι σου!...
Έσκυβε έπειτα, έχωνε τη μύτη στα στήθη της, σήκωνε τα λιανοπούπουλα του προσώπου σαν αγκιστρωτά λεπίδια, γούρλωνε τα μάτια, θερίο μανιασμένο που ξέσχιζε τα κρέατά του για να ξεθυμάνει. Ο μαυροκαπετάνιος, βλέποντας την έτσι, χαμήλωνε τα μάτια κι έφευγε να μην τη θυμώσει περισσότερο. Μα αφού βημάτιζε λίγο, στεκότανε απότομα κάτω από το πινό και σταυρώνοντας τα χέρια σήκωνε το κεφάλι και της έλεγε:
– Μωρή, φεύγα! πήγαινε στο καλό· πήγαινε στην ευχή του Θεού και των γονέων μου! Άσε με να πάω στο δρόμο μου και μη με κολάζεις... Φεύγα, μωρή άτιμη, σκύλα, σιχαμένη, βρωμιάρα!... Πήγαινε στο καλό, πήγαινε στο διάολο!...
Και η φωνή του από μαλακή και παρακαλεστική ανέβαινε και ξέσπαε βρισάρα, σαν το κύμα που πιάνεται παιγνιδιάρικο στο ένα ακρογιάλι και καταντά στο αντικρινό τρομερός κοσμοχαλαστής. Αλλά το πουλί, σα να χαιρόταν με την παραφορά του, άνοιγε το στόμα και χαυνιζόταν πλατιά με χαμόγελο και περιφρόνηση. Και κείνος, βλέποντάς το έτσι, όλο άναβε· βλαστημούσε κι έβριζε και χειρονομούσε και δάγκωνε τα δάχτυλά του.
– Μωρέ, φέρε μου την τσάγκρα! φώναξε άξαφνα. Φέρε μου την τσάγκρα να του πιω το αίμα!
Κίνησα να κάμω το θέλημά του. Αλλά δεν είχε υπομονή. Έφτασε πρώτος στην κάμαρη, άρπαξε το σκουροντούφεκο και από τη σκάλα την άναψε στο πουλί. Ένας ξερός χτύπος ακούστηκε, μα τίποτ' άλλο. Ο κόκορας έπεσε, αλλά δεν έπιασε το καψούλι! Παγώσαμε. Κακοσημαδιά στην κακοσημαδιά! Καλά το είπε ο καπετάν Κρεμύδας: Ή στο καράβι ή στο σπίτι μεγάλο κακό θε να γένει!...
Στον ξερό χτύπο η κουκουβάγια πέταξε. Αλλά δεν πέταξε μακριά να φύγει, να χαθεί από μπρος μας. Χαμοπετούσε περίγυρα σχίζοντας τον αέρα με τα ψαλιδωτά φτερά της, καθότανε στο ξάρτι κι έριχνε ξαφνικά μια στριγγιά φωνή που πάγωνε το αίμα:
– Κουκουβάου!... κουκουβάου – βάου!...
Ο ήλιος ήταν βασιλεμένος και δεν έβλεπες στη δύση παρά σύγνεφα αιματοβαμμένα και κατακόκκινο αθέρα σαν αντιλάμπισμα μεγάλης πυρκαγιάς. Πέρα στο Τσιρίγο ο νότος έχτιζε τέμπλο, σωριάζοντας σύγνεφα θεοσκότεινα στη βάση, στη μέση ανοιχτότερα, στην κορφή καταγάλαζα. Κι απάνω στα κυματιστά χείλη, στους πύργους και στις πολεμίστρες, έχυσε πλατύ χρυσογάιτανο κι άλλο αποπάνω αργυρό και ψηλά για φλάμπουρο σήκωσε τον Αποσπερίτη. Και πίσω αποκεί σαΐτευε σπηλιάδα σε σπηλιάδα τον άνεμο, καρτερώντας τη στιγμή να χυθεί συφάμελος ν' αναποδογυρίσει τον κόσμο. Ο Μπαρμπατρίμης, που ακολουθούσε συλλογισμένος το χτίσιμο του τέμπλου είπε του καπετάνιου:
– Καπετάν Κρεμύδα, θα μας βγάλει αέρα ο νότος. Λέω να πάρουμε κάτω λίγα πανιά.
– Μπα! καλοκαιρινός είναι· άσ' το κι ας πάει!...
Ο καπετάνιος ήταν αγαθός άνθρωπος. Μακριά όμως να μην τον θυμώσεις. Τον θύμωσες; Ίδιος βοριάς γίνεται. Τρέχα να μπεις στο λιμνοστάσι, γιατί φίδι που σ' έφαγε!
– Αν δεν σου πιω το αίμα, να μη με ειπούν καπετάν Κρεμύδα! είπε σκάζοντας χάμω το σκούφο του.
Άλλαξε το καψούλι, έφτιασε την αβιζώτη.
– Κυβέρνα καλά, Μπαρμπατρίμη, είπε· ίσ' απάνου στ' άτιμο! Τήρα καλά να μην το χάσεις από τα μάτια σου!
– Λέω, καπετάνιε, να μαϊνάρουμε λίγα πανιά. Θα βγάλει αέρα ο νότος.
– Μωρέ, δος του να παίρνει, γεροξεκουτιάρη! Κυβέρνα καλά κι απάνω του σου λέω!...
Ο Μπαρμπατρίμης μουρμουρίζοντας έκατσε στο τιμόνι και χούφτωσε το δοιάκι. Ο αέρας όλο και δυνάμωνε. Οι σπηλιάδες έρχονταν συχνότερες και τα πανιά άρχισαν να γεμίζουν, τα ξάρτι και οι μακαράδες να τριζοβολούν. Ο γέρος έδινε τώρα τα προστάγματα γοργά· οι ναύτες έτρεχαν από σκότα σε σκότα· η γολέτα λίχνιζε το νερό. Μα καπετάνιος και ναύτες δεν είχαν το νου στο ξύλο παρά στην κουκουβάγια, που δεν έπαυε να κλωθογυρίζει πετώντας πάντα ζερβόδεξα.
Στην αρχή βλέπαμε παράξενο το θέλημα του καπετάνιου. Έξω από το Μπαρμπατρίμη οι άλλοι είμαστε δίβουλοι. Μα ένας με τον άλλον ξεχαστήκαμε, ακολουθώντας το πέταμα του πουλιού. Σε κείνο ή σε μας έπρεπε να ξεσπάσει η κακοσημαδιά. Αν το σκότωνε, σωνόμαστε και μεις και το καράβι και τα σπίτια μας. Γιατί ποιος ξέρει, αν ήταν για τον καπετάνιο η κουκουβάγια κι όχι για κανέναν άλλον! Αληθινά εκείνος ήταν ο καραβοκύρης· εκείνος στο σπίτι του άφησε άρρωστο· μα ποιος ήταν βέβαιος; Ο καπετάνιος μπόλιασε σε όλους τη μανία του και, αν μας έβλεπες, θα πίστευες πως φάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν είχε τα λογικά του.
– Να το, βαρ' του!... φώναζε ένας με τον άλλο, κινώντας χέρια και πόδια.
Και κείνος με το ντουφέκι στο χέρι, το πρόσωπο αναμμένο, έτρεχε κοιτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, λες κι έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο.
Το πουλί ήξερε πολλά παιχνίδια. Δεν πετούσε τόσο μακριά να το χάνουν τα μάτια μας. Μα ούτε και κοντά να το φτάνει η τσάγκρα. Φανερωνόταν δεξιά μας και η γολέτα έτρεχε απάνω του. Εκείνο πετούσε κατάμπροστα στην πλώρη, κρατώντας πάντα το ίδιο μάκρος. Έφτανε έτσι κάτω στο Μήλο ή απάνω από τα Γερακούνια ή κατά την Ερμόμηλο. Τότε, για να φυλαχτεί από τις δόλιες ξέρες, πόδισε η γολέτα. Εμείς βλαστημούσαμε που θα χάναμε το πουλί. Εκείνο φαινότανε πίσω στο πίκι, να στυλώνει τα κρασάτα μάτια του κατά τον καπετάνιο. Και μόλις εκείνος ξάμωνε το ντουφέκι, έχυνε τη φωνή του βρισιά και περιγέλασμα και πετούσε κλωθογυρίζοντας μ' ένα πέταμα τρεμουλιαστό και βαρύ και άταχτο σαν μεθυσμένο· και η γολέτα πλιο μεθυσμένη έτρεχε καταπάνω του με τα πανιά γεμάτα.

 Ο καπετάνιος με την τσάγκρα στο χέρι. Και μεις όλοι με τα μάτια γουρλωμένα, τα πρόσωπα κατακόκκινα, χειρονομώντας και παραμιλώντας, που αν μας έβλεπες, βέβαια θα πίστευες πως φάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν ήταν στα λογικά του!...


Τώρα το φεγγάρι ψήλωνε ολοστρόγγυλο από το βουνό της Νάξου. Τα μακρινά νησιά και περιγιάλια, σκοτεινιασμένα, νόμιζες πως έπλεκαν στο θαμπό αθέρα κι έδιναν να μαντεύεις παρά να ξεχωρίζεις τα σχήματά τους. Τα κοντινά, η Κίμωλος και η Μόλυβος, η Μήλος και η Ερμόμηλος και τα Γερακούνια, ξεχώριζαν τυλιγμένα σε ασπρογάλαζη καταχνιά. Έδειχναν σχισμάδες και σπηλιές σκοτεινόμαυρες· τ' ακρωτήρια και τις ραχούλες φωτεινότερες· τις πλαγιές τους ήμερες, στρωτές, δίχως λάκκους και αγριαγκάθια· τις ρεματιές και τ' ακρογιάλια δίχως λιθάρια και χάλαρα. Το πουλί μας έριξε κάτω από την Ερμόμηλο και βλέπαμε φώτα στο Κάστρο της Μήλου και δυο φωτιές μεγάλες να χύνονται ποτάμια πύρινα και να φτάνουν στο καράβι, που έλεγες τώρα θ' ανάψει και κείνο. Από το αντίθετο πλευρό κατέβαινε του φεγγαριού η λαμπάδα κι έγλυφε με γλώσσες αργυρές το κατραμαλειμμένο σκαφίδι μας. Ο αέρας όλο και δυνάμωνε· σφύριζε μέσα στ' άρμενα κι έβγαζε χιλίων λογιών φωνές. Ο Μπαρμπατρίμης συλλογισμένος αυτιαζότανε το σφύριγμα και, την ώρα που ο καπετάνιος τον πλησίαζε, του ξανάειπε ανήσυχος.
– Καπετάν Κρεμύδα, ο νότος δυναμώνει. Να μαϊνάρουμε, λέω, λίγα πανιά.
– Κάμε ό,τι θες· απάντησε κείνος.
Ακούμπησε αγκομαχώντας στην κουπαστή και παράτησε την τσάγκρα. Μα την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή της κουκουβάγιας απάνω από το κεφάλι του:
– Κούκουβάου!... κούκουβάου – βάου!
Το αναθεματισμένο! τόση ώρα ήταν χωμένο στο ξάρτι και μεις χαμπάρι δεν είχαμε. Τινάχτηκε ορθός, άδραξε την τσάγκρα και αγριοφώναξε:
– Στο τιμόνι, Μπαρμπατρίμη! στο τιμόνι κι απάνω του! Αφήσαμε όλοι τα πανιά και πήρε καθένας τη θέση του.
Ο Μπαρμπατρίμης γύρισε τη γολέτα από την Ερμόμηλο κατά τα Γερακούνια. Το μέρος έχει ρέματα κι εύκολα μπορεί να σε ξεπέσει. «Ερημόμηλο ξεπέσεις. Γερακούνια καταντάς», έλεγαν οι παλαιοί. Μα ο γέροντας είχε στιβαρό και πιδέξιο χέρι. Όταν χούφτωνε το τιμόνι, λαχτάρα το 'πιανε. Δεν είχαμε φόβο κι αρχίσαμε πάλι τον τρελό αγώνα. Μα το πουλί το πλάνο δεν είχε σκοπό να πάψει το παιχνίδι του. Μαύρο σαν χούφτα χώμα, πετούσε αργά – αργά, λες και φρόντιζε να μη χαθεί από τα μάτια μας. Πότε στριφογύριζε στη γολέτα, πότε διάβαινε σαΐτα ανάμεσ' από τα πανιά και χώνευε στις στραλιέρες και καβαλίκευε τον τρίγγο και περνούσε κάτω από τα κουρτελατσίνια και καθότανε στον έξω φλόκο. Άξαφνα με φωνές και φτεροκοπήματα πηδούσε πάλι μέσα, κατέβαινε στο φλις, ροβολούσε στη μπούμα. Και αποκεί, ρίχνοντας άλλη φωνή, ξανάρχιζε το παράξενο κλωθογύρισμά του.
– Πίσω μου, διάολε!... έλεγε ο μαυροκαπετάνιος.
– Μωρέ, το κεφάλι μου κόβω πως δεν είναι πουλί αυτός ο πειρασμός· είπε μια στιγμή ο Μπαρμπατρίμης. Πιάσε, λέω, την τσάγκρα με το ζερβί να μη σου την πάρει, καπετάνιε!... Δεν ακούς μια ώρα τώρα το σκυλί πώς γρινιάζει;
Αληθινά ο Πιστός ο σκύλος μας, πεσμένος στην πλώρη, με την ουρά κρυμμένη στα σκέλια, το κεφάλι ριγμένο στα μπροστινά του, ανοιγοσφαλούσε τα μάτια και γρίνιαζε. Αρχίσαμε τα σταυροκοπήματα. Άλλος φιλούσε το φυλαχτό του, άλλος έπαιρνε στην τσέπη του κερί του Επιτάφιου κι άλλους μουρμούριζε τα τροπάρια. Ο καπετάνιος, καθώς είδε το σκυλί, σταυροκοπήθηκε, έπιασε με το ζερβί χέρι το σκαντάλι.
Τέλος ήρθε μια στιγμή που είπαμε πως τέλειωσαν τα βάσανα! Η κουκουβάγια άρχισε ν' αργοπετά, να χαμηλώνει και άξαφνα βρόντησε χάμου στο κατάστρωμα.
– Βάρ' της! φωνάξαμε ομόφωνοι.
Ώστε να ξαμώσει ο καπετάνιος, χάθηκε από μπρος μας. Εκείνος άρχιζε να μας βρίζει, που δε μιλήσαμε σύγκαιρα. Μα την ίδια στιγμή βλέπω τον Μπαρμπατρίμη να παραιτεί το δοιάκι και αρκουδίζοντας να τον πλησιάζει και με χειρονομίες να δείχνει στο σχοινί της μεσανής στραλιέρας.
– Βάρ' της!
Μπαμ! αντήχησε και καπνός με σκάγια και στουπιά έπεσε στα πανιά, σα να τα έδερνε αδρύ χαλάζι. Με την ντουφέκια ένας άλλος χτύπος συγκρατητός ακούστηκε, όπως όταν γκρεμίζεται δέντρο συγκλαδοκορμόριζο. Πέσαμε όλοι μπρούμυτα.
Ο διάβολος έκαμε το σκοπό του! Μια στιγμή που παράτησε ο γέρος το τιμόνι, μας άρπαξε το ρέμα, μας έσπρωξε απάνω στα Γερακούνια και η γολέτα άνοιξε σαν καρύδι. Και από τη θαμπή ερημιά του νησιού ανέβηκε για τελευταία φορά πιο άγρια κι αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβάγιας:
– Κουκουβάου!... κουκουβάου – βάου!...
– Αχ, μ' έχασες, πειρασμέ!... στέναξε ο καπετάνιος τραβώντας τα μαλλιά του.
Μα ο Μπαρμπατρίμης έτρεξε και του βούλωσε το στόμα.
– Φτύσ' στον κόρφο σου, καπετάνιε, φτύσ' στον κόρφο σου και μη βαργομάς το Θεό!... Να που ξεδιάλυνε η κακοσημαδιά. Κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι σου!
Ο καπετάν Κρεμύδας γύρισε και τον κοίταξε άφωνος. Θυμήθηκε το σπίτι του, τη γυναίκα του κλιναρωμένη να χαροπαλεύει, να γυρίζει εδώ και κει τα φωτερά μάτια της και κάτω τα παιδιά να σέρνονται και να κλαίνε μονάχα κι έρημα. Και πέφτοντας με αναφιλητά στην αγκαλιά του Μπαρμπατρίμη:
– Ναι· είπε με φωνή μισοσβησμένη, λες και φοβότανε να την ακούσει κι ο ίδιος. Δόξα να 'χει ο Θεός! Κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι μου!...