Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

''Οι τεχνητοί ύφαλοι''

Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
Έχουν διπλή σημασία:
Με το πέρασμα του χρόνου μετατρέπονται σε φωλιές και κρυψώνες ψαριών.
Από τη στιγμή που δημιουργούνται, δεν μπορούν να δουλέψουν τα συρόμενα εργαλεία.

Ήταν δεκαετία του 1970, αν θυμάμαι καλά, που οι τράτες και οι ανεμότρατες όργωναν τον κόλπο της Κάπαρης. Οι ψαράδες της Ερμιόνης είχαν καταλάβει ότι καταστρέφεται ο βυθός, χάνεται το ψάρι, και μαζί το επάγγελμα του παράκτιου...... ψαρά. Νύχτα λοιπόν έριχναν στα μέρη που γινότανε καλάδα, βαρέλια με πηγμένο τσιμέντο μέσα στο οποίο είχαν "φυτέψει σίδερα". Έτσι σκάλωναν και έσκιζαν τα δίκτυα των συρόμενων εργαλείων. Παράνομη ενέργεια, αλλά είχαν πλέον απελπιστεί, γιατί τίποτα δεν συγκρατούσε τη νόμιμη, πόσο μάλλον την παράνομη, καταστροφική αλιεία.
Την ίδια περίπου εποχή άρχισαν να δημιουργούνται εστίες για τα ψάρια ποντίζοντας δεμένα λάστιχα αυτοκινήτων. Δεν είχε συνέχεια αυτό.
Σήμερα γράφονται αυτά για τους τεχνητούς τσιμεντένιους ύφαλους, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα και στη χώρα μας.
Αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, δεν πρέπει να εφαρμοστεί και στη περιοχή μας ένα πιλοτικό επιδοτούμενο πρόγραμμα;

Σημείωση: Τα μάστερ και τα ντοκτορά τα σχετικά με τη θάλασσα είναι συνήθως περιβαλλοντικά, ρύπανσης, παρακολούθησης κι ανάλυσης παραμέτρων, ιχθυοποικιλία, ιχθυοπληθυσμός, πλακτόν, κ.λ.π. Αυτό που δεν έχω δει είναι εργασίες παρατήρησης - μέτρησης της ζημιάς που κάνει κάθε εργαλείο στη θάλασσα, ακόμη και η πιο απλή πετονιά. Άλλο είναι να παρακολουθείς τον ιχθυοπληθυσμό σε έναν κόλπο μακροχρόνια και να βγάζεις συμπεράσματα, και άλλο είναι να παρακολουθήσεις μακροχρόνια ένα εργαλείο. Και στην περίπτωση που εφαρμοστεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα σε έναν κολπίσκο μας, π.χ. Κάπαρης, πρέπει να συνοδεύεται από μακροχρόνια έρευνα όχι μόνον για τα ψάρια, αλλά και την κατάσταση βυθού και βένθους. Εκτός από την προστασία της θάλασσας, αυτά τα προγράμματα είναι και χρήματα για τους ψαράδες που θα μετέχουν. Το βέβαιο είναι ότι ένα παρθένο μέρος ακόμα και το πιο απλό εργαλείο το επηρεάζει και το φέρνει σε μια νέα ισορροπία, έστω και για λίγα είδη.
Για παράδειγμα: Σμηνίτες στη Λήμνο κατεβαίναμε για ψαροντούφεκο σε ένα πολύ μακρινό ορμίσκο. Παρθένος τόπος! Δύο ψαροντούφεκα είμαστε και πέσαμε 4 φορές Μάιο, γύρω στη μία ώρα γιατί τα νερά ήταν πολύ κρύα. Τα κοπάδια σαργών, κεφάλων, σαλπών αμέτρητα. Έξω έξω πιάναμε καραβίδες σκαφιάδες. Οι πίνες ήταν θεώρατες, γύρω στους 60 πόντους. Αυτό που μας έκανε εντύπωση ήταν οι πελαγίσιες χίβες, λαπίνες τις λέγανε εκεί, αυτές με τις βούλες σαν το δέρμα της σμέρνας, έφταναν και τα 3 κιλά. Φυσικά με το ψάρεμά μας δεν επηρεάσαμε στο ελάχιστο τα μεγάλα κοπάδια, αλλά την επόμενη χρονιά, πολύ λίγες μεγάλες λαπίνες πιάσαμε, πολύ λίγους σκαφιάδες, τις δε πίνες τις είχαμε σχεδόν βγάλει όλες. Για έναν που μας ακολουθούσε για πρώτη φορά, παρθένος τόπος ήτανε και πάλι, όμως όχι για μας που τον ψαρεύαμε για δεύτερη φορά.
Έτσι και ένας που πρωτοψαρεύει στον τόπο μας, τον βλέπει παρθένο τόπο αλλά χωρίς ψάρι, σαν φυσική κατάσταση, άρα και γιατί να ανησυχήσει.
Είναι ευκαιρία λοιπόν ΤΩΡΑ με την κρίση, να διατυπώσουμε και τις αλήθειες για τη θάλασσά μας.
Είδα το 18λεπτο βίντεο από τη γιορτή της Τσέτας στο Πορτοχέλι, μικρογραφία του Ερμιονίτικου γιούδα μου θύμισε, αλλά αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι το πόσο φυσικά μιλάμε και με καμάρι για τους προγόνους μας χωρίς να κάνουμε ούτε ένα σχόλιο για τα δυναμίτια που έπεφταν τότε βροχή και για τον φλόμο που  είχαν δεμάτια οι βάρκες. Φαίνεται τελικά ότι η η ιδιοκτησία προστάτεψε μάλλον καλύτερα τη γη, από ότι η κοινοκτημοσύνη τη θάλασσα.

Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος