Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

'' Ένα επίκαιρο παραμύθι ''

 Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
Μια φορά κι έναν καιρό,
Τα πολύ πολύ παλιά χρόνια, οι τότε κάτοικοι του Σπηλαίου Φράχθι είχαν μάθει να καλλιεργούν τη γη και να κάνουν κοπάδια. Ως ποιμένες και καλλιεργητές άρχισαν να απλώνονται στη γη της Ερμιονίδας αναζητώντας εύφορη γη και βοσκοτόπια. Το κύριο εργαλείο τους ήταν η φωτιά. Διαπίστωναν όμως ότι μετά από λίγα χρόνια το χωράφι έχανε τη δύναμή του και γινόταν όλο και λιγότερο παραγωγικό. Δεν είχαν άλλη επιλογή από το να βάζουν νέες φωτιές και να κάνουν νέα πεδινά χωράφια. Από την άλλη, οι βοσκοί είχαν και αυτοί ανάγκη νέων βοσκοτόπων και για τον πρόσθετο λόγο, ότι τους έδιωχναν από τις καλλιέργειες οι αγρότες. Πέρασαν τα χρόνια δηλαδή οι αιώνες, και οι ανάγκες της ζωής περιόρισαν τα δάση δραματικά και άπλωσαν τα χωράφια σε επικλινή εδάφη και ρεματιές. 'Νίκησε' ο άνθρωπος τη φύση με το φοβερό όπλο της φωτιάς.
Τότε όμως η φύση πήρε την εκδίκησή της. Τα νερά της βροχής ξέπλεναν το γυμνό έδαφος, κατέτρωγαν τα χρήσιμα υλικά του, μετέφεραν χαλίκια και πέτρες στα πεδινά, και το έδαφος 'ξεπλύθηκε' σε τέτοιο βαθμό που η παλιά παραγωγικότητά του, έγινε παραμύθι για τους νεότερους.
Μόλις είχαν μάθει να σκάβουν πηγάδια, αλλά το πηγάδι δεν ήταν φοβερό σαν τη φωτιά. Όσα πηγάδια και να άνοιγαν, το νερό που η φύση μάζευε στο υπέδαφος δεν επηρεαζόταν.
Μόλις είχαν μάθει να φτιάχνουν αγκίστρια, δίκτυα, να παγιδεύουν τους τόνους στα Θυνεία, αλλά τα ψάρια γελάγανε με αυτά τα εργαλεία.
Κάποτε οι άνθρωποι κατανόησαν αυτό που συμβαίνει με τις φωτιές και το έδαφος, και η ηγετική τους ομάδα έβαλε νόμους για τα δάση και υποχρέωσε όλους τους καλλιεργητές τα μεν επικλινή εδάφη να τα καλλιεργούν φτιάχνοντας πεζούλες για να συγκρατούν το χώμα, και στα ρέματα να φτιάχνουν κάθετες πεζούλες για να συγκρατούν τα γόνιμα χώματα που κατέβαιναν με τις βροχές. Έτσι δόθηκε μια σωτήρια τεχνική λύση που επανέφερε το έδαφος σε ικανοποιητικά επίπεδα παραγωγικότητας. Συγχρόνως είχαν διαπιστώσει τη δύναμη της κοπριάς, η οποία τέθηκε στην υπηρεσία των καλλιεργητών.
Έδωσαν, όπως θα λέγαμε σήμερα, οικολογική λύση. Δηλαδή μια λύση λογική για τον οίκο τους. Η φυσική λύση ήταν να επιστρέψουν στην κατάσταση του κυνηγού και να αφήσουν τη φύση να δημιουργήσει πάλι τα δάση της. Όμως ήθελαν να ζουν αυτό που ήσαν τώρα, ποιμένες και παραγωγοί σε αγροτικούς οικισμούς κι όχι νομάδες. Με τη λογική, την τότε επιστήμη και το σεβασμό στη φύση, έδωσαν λύση.

Σήμερα τα όπλα που έχουμε είναι φοβερά. Γεωτρήσεις που όχι μόνον αφάνισαν τα υπόγεια νερά, αλλά έφεραν στη θέση τους τη θάλασσα. Λιπάσματα και φυτοφάρμακα που δηλητηριάζουν γη, επιφανειακά και υπόγεια νερά και παράκτια ύδατα. Αλιευτικά εργαλεία που ήδη έχουν σαρώσει το βασίλειο του Ποσειδώνα. Εκατοντάδες χιλιάδες προϊόντα που αφήνουν πίσω τους βουνά απορριμμάτων  ικανά να βλάψουν ανεπανόρθωτα, γη, υπόγεια νερά, θάλασσα, ατμόσφαιρα.
Βρισκόμαστε λοιπόν μέσα στο παλιό παραμύθι. Στη φάση που πρέπει να δώσουμε γενική οικολογική λύση, για τη σωτηρία του οίκου μας.Να σώσουμε την περιοχή μας από τα ..... κατορθώματά μας. Για την Ερμιονίδα και τα νησιά της αυτό είναι το πρώτιστο, και το έχει πλέον συνειδητοποιήσει όλος ο κόσμος, από τον πιο απλό έως τον ειδικό επιστήμονα.
Δεν είναι λοιπόν ο Δήμος για να υπηρετήσει πρωτίστως τους δημότες του στην καθημερινότητά τους, αλλά για να δώσει σωτήριες λύσεις σε αυτά τα επείγοντα θέματα. Μία τράπεζα παραπάνω, δύο τρία κτίρια ανακαινισμένα επιπλέον, δύο τρεις επιπλέον μεταμορφώσεις δρόμων και πλατειών, δυο τρεις διευκολύνσεις, δύο τρεις ομιλίες, μια καλύτερη εξυπηρέτηση του πολίτη, δεν είναι το ζητούμενο για τον τόπο μας και τον Δήμο μας.

Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος