Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

''Αν και πριν δύο χρόνια, νομίζω ότι είναι ακόμη επίκαιρα.''

Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος 

Τώρα που όλοι μας συνειδητοποιήσαμε ότι η κρίση δεν ήλθε για να φύγει αλλά για να μας αλλάξει εντελώς

Παρασκευή, 8 Οκτωβρίου 2010

Η ΣΤΕΡΝΑ ΤΗΣ ΕΡΜΙΟΝΙΔΑΣ

Ωραία τα όσα έγραψε η κυρία Δημότση στο άρθρο της Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ (να το ξαναδιαβάσετε). Όμως δεν περιγράφει απλά την εποχή μας. Είναι η εποχή μας, όπως και όλο το διάστημα από τον Πλάτωνα έως σήμερα. Ο Πλάτωνας διέλυσε με την ιδιοφυΐα του το φαντασιακό της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και δημιούργησε ένα νέο, Πλατωνικό, μέσα στο οποίο είναι εγκλωβισμένη μέχρι σήμερα η σκέψη και η πράξη. Τόσο που δεν θυμάμαι ποιος τόνισε ότι « η φιλοσοφική σκέψη μετά τον Πλάτωνα είναι απλά σημειώσεις γραμμένες στα περιθώρια των βιβλίων του».
Αλλά ας κάνουμε λίγο πιο ελαφρά τη συζήτηση και να δούμε την Ερμιονίδα όχι ως σπηλιά αλλά ως   ....
... στέρνα!

Μια φορά και ένα καιρό λοιπόν ήταν μια στέρνα με χρυσόψαρα. Ο περιβολάρης έπαιρνε το νερό της, αλλά φρόντιζε να τη γεμίζει. Πέφτανε μέσα φύλλα, φυτρώνανε νούφαρα, στο πυθμένα μαζευότανε λάσπη, αλλά ο αγρότης νοιαζότανε και για τα χρυσόψαρα. Έβλεπε πόσο αρέσανε στα χρυσόψαρα τα νούφαρα και τα φύλλα και φρόντιζε να τα διατηρεί.
Έτσι τα χρυσόψαρα έβλεπαν τη στάθμη του νερού να ανεβοκατεβαίνει αλλά ποτέ δεν ανησύχησαν, γιατί ποτέ δεν άφησε ο περιβολάρης να πατώσει το νερό. Και τα νούφαρα και η λάσπη και τα φύλλα φτιάχνανε φαΐ αρκετό.
Πέρασαν τα χρόνια και το περιβόλι έγινε ασύμφορο για τον γεωργό. Το παράτησε, αλλά λυπότανε τα χρυσόψαρα. Γέμισε λοιπόν πίλα τη στέρνα, σφράγισε καλά την ποτίστρα, αποχαιρέτησε τα χρυσόψαρα και τα άφησε στο έλεος του Θεού.
Ούτε που κατάλαβαν, ούτε που νοιάστηκαν να καταλάβουν, ούτε ανησύχησαν, ούτε έθεσαν ερωτήματα.
Γέμιζε λοιπόν η στέρνα με τις βροχές του χειμώνα κατέβαινε το καλοκαίρι το νερό, αλλά όλο και κάποια μπόρα ανέβαζε τη στάθμη. Μερικές φορές κατέβαινε τόσο το νερό που τα ψάρια ζορίζονταν λίγο, αλλά ήσαν τόσο βέβαια ότι ο καλός Θεός θα ξαναβρέξει που απλά κάθονταν και περίμεναν.
Πέρασαν τα χρόνια και βαρέθηκε και ο Θεός. Αυτά τα χρυσόψαρα ποτέ δεν κάνουν κάτι μόνο τους, θα σκέφτηκε.
Ήλθε το καλοκαίρι, άδειασε η στέρνα και φάνηκε η λάσπη. Τα χρυσόψαρα ζορίσθηκαν και γίνανε ψάρια. Άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα, θόλωνε το νερό, δεν βλέπανε τίποτα. Μερικά άρχισαν να σκέπτονται, άλλα λέγανε ασυναρτησίες, άλλα πιστεύανε ότι όπου νάνε βρέχει, άλλα θέλανε να γίνουν αρχηγοί για να σώσουνε το κόσμο τους, άλλα το ρίξανε στο τραγούδι και άλλα στο κλάμα, άλλα βρίζανε θεούς και δαίμονες και άλλα βρίζανε τα άλλα ψάρια και τα θεωρούσαν υπεύθυνα. Ανθρώπινη κατάσταση δηλαδή.
Βαθιά μέσα τους όμως ξέρανε ότι ο καλός Θεός τα είχε προικίσει με ικανότητες, ώστε να μπορούν να φέρουν αυτά νερό στη στέρνα, αλλά αυτό δεν το έκαναν ποτέ και σχεδόν είχαν ξεχάσει πώς γίνεται.
Τα χρυσόψαρα σε αυτή την κατάσταση βρίσκονται σήμερα.
Κάποιος άκουσε τη φασαρία που κάνανε, έσκυψε στη στέρνα και μέσα στη θολούρα όλα, με ανακούφιση, τον είδανε σαν από μηχανής .... περιβολάρη.
Όμως αυτός απλά τους υπενθύμισε μια Φράση της Ημέρας: Αν είναι ο λάκκος σου βαθύς, χρέος σου μόνος σου να βγεις.


Έρρωσθε,
Βασίλειος Γκάτσος


Τρίτη, 12 Οκτωβρίου 2010

ΤΟ ΤΕΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΟΣ

Στη «Στέρνα της Ερμιονίδας» γράφω:
«Ήλθε το καλοκαίρι, άδειασε η στέρνα και φάνηκε η λάσπη. Τα χρυσόψαρα ζορίσθηκαν και γίνανε ψάρια. Άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα, θόλωνε το νερό, δεν βλέπανε τίποτα. Μερικά άρχισαν να σκέπτονται, άλλα λέγανε ασυναρτησίες, άλλα πιστεύανε ότι όπου νάνε βρέχει, άλλα θέλανε να γίνουν αρχηγοί για να σώσουνε το κόσμο τους, άλλα το ρίξανε στο τραγούδι και άλλα στο κλάμα, άλλα βρίζανε θεούς και δαίμονες και άλλα βρίζανε τα άλλα ψάρια και τα θεωρούσαν υπεύθυνα. Ανθρώπινη κατάσταση δηλαδή.»

Όταν η στέρνα φτάσει σε αυτήν την κατάσταση, ο ήλιος δεν κτυπά ολημερίς τον πυθμένα της, το θολωμένο νερό δεν εξατμίζεται εύκολα, τα φύλλα καλύπτουν την επιφάνεια της λάσπης και την προστατεύουν, η υγρασία της στέρνας δεν διευκολύνει την εξάτμιση. Όλα συντείνουν στη διατήρηση αυτής της κατάστασης.
Το κύριο λοιπόν χαρακτηριστικό είναι η διάρκεια, ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να κρατήσει αρκετό χρόνο και τα πανικόβλητα ψάρια να τη συνηθίσουν ως μία νέα πραγματικότητα. Αυτή η κατάσταση είναι ένα ΤΕΛΜΑ. Μπορείς να ξεφύγεις με ατομικές και συλλογικές προσπάθειες, αλλά όσο η τελμάτωση παρατείνεται τόσο πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα, γιατί πλέον σταματάς να ονειρεύεσαι την προτέρα ευτυχή θέση σου και συμβιβάζεσαι με τη θολούρα και τη λάσπη, αφού όλοι μέσα σε αυτή τσαλαβουτάνε. Ξεχνάς ότι ήσουν χρυσόψαρο.
Και για του λόγου το αληθές, για μεν τους Υδραίους η σημερινή εικόνα του οικισμού τους που είναι ίδια και απαράλλακτη αιώνες, είναι η πραγματικότητά τους, έχουν επίγνωση ότι μαγεύει τον καθένα.
Για δε τους Ερμιονίτες πραγματικότητα έχει γίνει αυτός ο ανορθόγραφος, άνευ αισθητικής οικισμός που τον καμαρώνουν και προβάλλουν ως νέα πραγματικότητά τους, ξεχνώντας και απωθώντας στο υποσυνείδητό τους τον ονειρικό οικισμό που τους μεγάλωσε και που τον θεωρούν πια ως χαμένο παράδεισο. Έχουν δε εκλάβει τη νέα κατάσταση ως τέτοιας απαράμιλλης αισθητικής που νομίζουν ότι θα συρρεύσει όλη η οικουμένη να γυροφέρνει στα σοκάκια της θαυμάζοντας τα κτίρια και τις πισοτσιμεντοστρώσεις! Παρόμοια διαμορφώνεται και ο ψυχισμός τους, γιατί το τοπίο διαμορφώνει χαρακτήρες.

Το τέλμα δεν είναι ο πάτος, αλλά στο τέλμα πιο εύκολα βυθίζεσαι παρά βγαίνεις από αυτό. Ο ΠΑΤΟΣ είναι όταν ξεραθεί η λάσπη, ψοφήσουν τα ψάρια και ....τετέλεσθαι.

Η Ερμιονίδα είναι σε κατάσταση τέλματος και οι κάτοικοί της (εννοώ πάντα του μόνιμους) είναι στην κατάσταση των τυχαίων κινήσεων, προς τα εκεί που ο καθένας νομίζει ότι θα σωθεί. Δυστυχώς και οι κάτοικοι που προς στιγμή δημιουργούν κάποιες συλλογικότητες στη ίδια μοίρα βρίσκονται. Ο πάτος θα είναι όταν οι μόνιμοι κάτοικοι έχουν πλήρως περιθωριοποιηθεί και κυρίαρχο στοιχείο στην Ερμιονίδα θα είναι οι ιδιοκτήτες εξοχικών, βιλών και τεραστίων εκτάσεων, οι εταιρείες γης, και οι παλιοί και τα παιδιά τους που ζούνε στην πρωτεύουσα και οι οποίοι ήδη κατέχουν μεγάλο μέρος των σπιτιών στους οικισμούς (πατρογονικά) αλλά και μεγάλες εκτάσεις γης, γιατί δεν τις έχουν πουλήσει ακόμη. Δηλαδή ένας στριμωγμένος ντόπιος πληθυσμός που δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα, «θα βολοδέρνει», για να χρησιμοποιήσω μια παλιά φράση, προσπαθώντας να πάρει τις δουλειές των μεταναστών, και μια ανθηρά κοινωνία, κατά κανόνα ευκατάστατων, που ως κοινωνία θα συγκροτείται μόνον ένα μήνα το χρόνο, τον θείο Αύγουστο, και μετά θα εξαφανίζεται στην πρωτεύουσα αλλά και το εξωτερικό.
Αγαπητοί συμπατριώτες, αν σας αρέσει αυτό το τέλμα, ήδη το έχετε πετύχει. Δεν σας το επέβαλαν ούτε οι μεγάλες βίλες, ούτε τα εξοχικά, ούτε οι συμπατριώτες σας που ζουν στην πρωτεύουσα και το εξωτερικό. Αυτοί ήταν και είναι πλούτος για σας, πλούτος όμως που περνάει δίπλα σας και τον διώχνετε.

Και από αυτά τα τέλματα μία και μόνη η ανά τον κόσμο συνταγή: Νόμοι, δικαιοσύνη, αιδώ, σκληρή δουλειά για παραγωγή και διάθεση πραγματικών προϊόντων και υπηρεσιών. Και φυσικά ζωή εν μέτρω, σύμφωνα με τις δυνατότητές μας και με στόχο καλύτερη ζωή (όχι πιο εύκολη) για τα παιδιά μας και όχι για τις αφεντομουτσουνάρες μας. Και όλα αυτά η Παιδεία να τα κάνει τρόπο ζωής. Και δεν εννοώ μόνον τη σχολική ή μάλλον την βάζω τελευταία, αλλιώς είμαι υποχρεωμένος να παραδεχτώ ότι οι παππούδες μας που υπογράφανε με σταυρό και άμα είχαν βγάλει την Τρίτη Δημοτικού θεωρούνταν μορφωμένοι, ήσαν απαίδευτοι άνθρωποι.

Όταν η Ερμιονίδα αρχίσει να δημιουργεί, όταν ο τρόπος της διαφέρει από των άλλων και ξεχωρίζει, τότε και η στέρνα της θα αρχίσει να γεμίζει και πάλι.
Ως τότε,

Έρρωσθε,
Βασίλειος Γκάτσος