Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

«Κάθε σπίτι κρύβει λίγη αγάπη στη σιωπή…»

«Κάθε σπίτι κρύβει λίγη αγάπη στη σιωπή…»
  Γράφει ο Γιάννης Σπετσιώτης και η Τζένης Ντεστάκου
 α. Το σπίτι με τη τζιτζιφιά
Κατηφορίζοντας την οδό Ταξιαρχών, τα κλαδιά της τζιτζιφιάς γέρνουν προκλητικά μπροστά μας. Συνομιλούν με τα άνθη της γειτόνισσας, της ολάνθιστης  βοκαμβίλιας...
Το σπίτι, στον αριθμό 49, είναι πέτρινο, δίπατο, με κεραμοσκεπή και ακροκέραμα, με αυλή και τσιμεντένια σκάλα κι ένα αδειανό πιθάρι στη γωνιά, στη σκιά του λιόδεντρου.
Η μάντρα ασβεστωμένη χρόνια πίσω και η σιδερένια πόρτα με σχέδια και στολίδια, και λουκέτο με αλυσίδα να κλειδώνει το χρόνο και ν΄ αφήνει τη ζωή απέξω.
Παραθυρόφυλλα κλειστά με εμφανή τα σημάδια της εγκατάλειψης. Όλα βουβά και μελαγχολικά στη σιγαλιά του απογεύματος….....
Εδώ έμενε ο Κωστής ο Βελούδης, τσαγκάρης στο επάγγελμα, με τη μητέρα του, την κυρα-Λένη, ο αδελφός του Μίμη, του πρώτου Προέδρου της Κοινότητας μετά τη Μεταπολίτευση και του Τάσου, που ήταν μηχανικός στα Μεταλλεία.
Ήταν διασκεδαστικός και χιουμορίστας ο Κωστής, πάντα με καλή διάθεση σχολίαζε τα ψαλτικά του τόπου μας, καθότι και ο ίδιος λάτρης της βυζαντινής μουσικής και ψάλτης αριστερός, για πάνω από πενήντα χρόνια, στην Παναγία. Λένε, μάλιστα, πως σαν φτιαχνόταν το καμπαναριό της Παναγίας, μικρό παιδί εκείνος τότε, η καμπάνα σημάδεψε το πόδι και την παιδική του ηλικία, χωρίς ωστόσο να επηρεάσει τη συμπεριφορά και το κέφι του για ζωή.
Τον θυμάμαι, πειραχτήρι καθώς ήταν, να μαζεύει τα παιδιά της γειτονιάς και προφασιζόμενος άγνοια, να μας βάζει να λύνουμε προβλήματα των τεσσάρων πράξεων, για να διαπιστώσει τις γνώσεις μας, επιδοκιμάζοντας την προσπάθειά μας. Κάποια φορά, βέβαια, η Κ.Π., μια από τις καλύτερες μαθήτριας της τάξης μας, που δεν εισέπραξε το ιδιαίτερο «μπράβο» του, έβαλε τα κλάματα, δηλώνοντας αδυναμία!
Στ’ αυτιά μου ηχεί μέχρι και σήμερα το χαρακτηριστικό του επιφώνημα με τα πέντε συνεχόμενα ω!, όταν κάτι του φαινόταν περίεργο. Το άρθρωνε με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αφού δεν έβγαζε τον αέρα από το στόμα του απευθείας, αλλά τον περνούσε πρώτα από τον ουρανίσκο του, εκπνέοντας ταυτόχρονα και από τη μύτη.
-Ωωωωω! θυμάστε;
Εμείς οι Ταξιαρχιώτες είχαμε το πλεονέκτημα να περνάμε καθημερινά από το σπίτι με τη τζιτζιφιά, μοναδικό στην πόλη μας, πηγαίνοντας για τα ψώνια. Ακουμπούσαμε τις τσάντες στον τοίχο και, με την άδεια των νοικοκυραίων, πηδούσαμε ψηλά να φτάσουμε τα τζίτζιφα που ήσαν ιδιαίτερα γευστικά και να περηφανευτούμε στους άλλους, τους Λιμανιώτες, που ιδέα δεν είχανε. 
Βραδιάζει... Σημάδια ζωής! Είναι «ο αγέρας που περνά και κάνει τα κλειστά παράθυρα να τρίζουν». Είναι κι η τζιτζιφιά που, παλεύοντας πεισματικά με τη λήθη, δηλώνει την παρουσία της. Κάθε που καλοκαιριάζει, ανθίζει και μοσχοβολά! Και χρωματίζει με τους βαθυκόκκινους καρπούς της το πλακόστρωτο και την ιστορία…
 β. Το σπίτι με τη μουσμουλιά
Οδός Εθνοσυνέλευσης. Αριθμό δεν έχει. Το σπίτι γωνιακό, δίπλα στου παπα-Παναγιώτη, ίσα που το διακρίνεις πίσω από το φρεσκοασβεστωμένο μαντρότοιχο που υψώνεται γύρω του και «…ανεπαισθήτως (;)το ’κλεισεν από τον κόσμον έξω…».  
 
Οι πόρτες θαλασσιές και ξύλινες, με ασορτί παράθυρα και φύλλα ανοιχτά. Λευκές κουρτίνες κι ένα φως που αχνοφέγγει, μαρτυρά την «ύπαρξη» που παγώνει το χρόνο.
Στα δεξιά της αυλόπορτας δεσπόζει η μουσμουλιά, μεγαλωμένη με ήχους, μουσικές, τραγούδια και μελωδίες και πόσα κρυμμένα μυστικά! Αγέρωχη, με φύλλωμα πυκνό, φάνταζε θεόρατη στα παιδικά μου μάτια. Κι οι καρποί της, στα τέλη της άνοιξης, με χρώματα χρυσά και πορτοκαλιές ανταύγειες, εκεί ψηλά –πόσο δύσκολο ήταν τους φτάσεις!
Είναι το σπίτι των Φασιλήδων, του Γιάννη και του Παναγιώτη, λαϊκών οργανοπαικτών, γεννημένων στην πόλη μας, την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.
Ο κυρ-Γιάννης, επιπλοποιός στο επάγγελμα, έπαιζε λαγούτο και τραγουδούσε, με γλυκιά, σιγανή, ερωτική φωνή. Του άρεσαν οι καντάδες, το γυναικείο φύλο και τα ανέκδοτα!
Ο κυρ-Παναγιώτης ήταν κουρέας και συνόδευε με το βιολί του, αγορασμένο το ’30 από το μαγαζί του Κανελλίδη, οργανοποιού και οργανοπαίχτη, στο Μοναστηράκι. Έκανε μαθήματα στο Λεωνίδα το Νάκο, το μεγάλο βιολιστή της πόλης μας και πήγαινε στο Χοροδιδασκαλείο, όπως κι ο αδελφός του. Του άρεσε η κουβέντα, το κομψό ντύσιμο κι οι μυρωδιές! Τον θυμάμαι πάντα στην τρίχα, πεντακάθαρο και μυρωδάτο, στο κουρείο του, δίπλα στο σπίτι του δασκάλου, μέρα και νύχτα να κουρεύει, συνοδεία ραδιοφώνου!
Η αυλή τους, τη δεκαετία του ’50, πλημμύριζε μουσικές! Εκεί γίνονταν οι πρόβες πριν από τα γλέντια και τους γάμους. Κι εμείς, παιδιά τότε, κρυμμένα στις φυλλωσιές της μουσμουλιάς, «ταξιδεύαμε» με τα «Μιλλεούνια» και τον «Περιβολάρη». Κι ύστερα τους ακολουθούσαμε και στα μαγαζιά, χωμένα κάτω απ΄ τα τραπέζια, να απολαύσουμε τους χορευταράδες και να ακούσουμε τις παραγγελιές τους…      
Βγάζω το μπλοκ μου. Χωρίς σβηστήρι και με μολύβι ακατάλληλο, 7Β, σχεδιάζω γρήγορα σε πρόχειρο χαρτί, να κρατήσω εικόνες. Η κυρία Ελένη, η δασκάλα, γειτόνισσα από το ’63, έχει διάθεση για κουβέντα και πολλά και ενδιαφέροντα να διηγηθεί. Έχει σπίτι-μπαλκόνι στη θάλασσα, με άρωμα πεύκου στη γωνιά του… Μαζί περιμένουμε μια κίνηση στο παράθυρο, ένα σημάδι ζωής. Μάταια! Το φως σβήνει και τα πατζούρια κλείνουν με θόρυβο… Τελειώνω! Χανόμαστε αμήχανοι στα δρομάκια. Μια φωνή πίσω μάς ακολουθεί:
«Στoν τόπο που σε πρωτοείδα θε να φυτέψω μουσμουλιά,
για να κρεμάσω τας ελπίδας που έχω φως μου στην καρδιά…».
Να ’ναι ο κυρ-Γιάννης ή μήπως ο κυρ-Γιώργος ο Σκούρτης, ο Μάσας; Ποιος νοιάζεται; Οι αναμνήσεις μου κομμένες στα δυο σαν τα κλαδιά της μουσμουλιάς, που μόλις που προβάλλουν στη μάντρα.
Φεύγουμε! Κάτω η ζωή δεν περιμένει! Τα Μαντράκια φορούν τα καλά τους! Με χρωματιστά σημαιάκια υποδέχονται τα σκάφη που πλευρίζουν την προκυμαία…
Μονάχα ο ήλιος ματώνει!
Στη δύση του….
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.  «Οδός ονείρων», Μ. Χατζιδάκι
2.  Η κυρα-Μαρίνα Φασιλή, σύζυγος του Παναγιώτη, μου έχει τραγουδήσει μοναδικά «Τα Μιλλεούνια», τον «Περιβολάρη» και άλλα τραγούδια, που περιλαμβάνονται στην ανέκδοτη συλλογή μου με παραδοσιακά τραγούδια της Ερμιόνης.
3.  Στην Ερμιόνη λέμε: «Τι μουσμουλεύεις = τι ψάχνεις στα κρυφά;
Αυτόν που συνεχώς ανακατεύει, τον λέμε «μουσμούλα».
4.  Φωτο τζιτζιφιάς, Κατερίνας Σπετσιώτου
5.  Φωτο μουσμουλιάς, Ρίνας Λουμουσιώτη
Γιάννης Σπετσιώτης – Τζένη Ντεστάκου