Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

''Ο τουρισμός δεν είναι αυτός που ονειρευτήκαμε για τον τόπο μας''

''Μας βόλευε το όνειρο αλλά........''
Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος

Τα πρώτα ξενοδοχειακά συγκροτήματα στην Ερμιονίδα γίνανε επί χούντας. Για λίγα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση ήταν ιδιόκτητα, χρησιμοποιούσαν μια ιεραρχία στη δομή τους, γι’ αυτό και τα παιδιά τρέχανε στις τουριστικές σχολές Ρόδου κ.λ.π. για να γίνουν επαγγελματίες του ξενοδοχειακού κλάδου, γιατί τον θεωρούσαν καλή δουλειά με μέλλον και εξέλιξη...... 
.......
Η πελατεία κυρίως αλλοδαποί, όχι μεγιστάνες αλλά εργαζόμενοι που λόγω της τεράστιας διαφοράς εισοδήματος και ισχυρού νομίσματος της χώρας τους φάνταζαν σε μας ως μεγιστάνες.
Να φέρουμε στη μνήμη μας το τότε Σκάρλετ Μπίτς. Όλο το προσωπικό ήταν Έλληνες. Η πελατεία ήταν σχεδόν αποκλειστικά Γάλλοι για τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του. Έρχονταν προγραμματισμένα οι εργαζόμενοι (εργάτες, τεχνίτες, μεσαία στελέχη) των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών και άλλων μεγάλων εργοστασίων της Γαλλίας. Με τις οικογένειές τους, καλοντυμένοι, άνετοι και ξόδευαν. Όχι ότι σπαταλούσαν. Το μισθό τους έτρωγαν αλλά ο μισθός τους ήταν δεκαπλάσιος τότε από του αντίστοιχου Έλληνα. Έτσι φάνταζαν στα μάτια μας ως πλούσιοι Γάλλοι, αλλά στην ουσία ήταν πλούσιοι εν σχέσει με μας.
Το παράδοξο ήταν ότι οι ‘πλούσιοι’ αυτοί εργαζόμενοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν του Κομμουνιστικού κόμματος και του Σοσιαλιστικού Γαλλίας. Εμείς τότε παιδιά δεν μπορούσαμε να το αντιληφθούμε, γιατί πραγματικά εν σχέσει με μας ήταν ευκατάστατοι. Το μόνιμο συγκρότημα ήταν του αείμνηστου Τζαβέλα που τον αγαπούσαμε και τον θαυμάζαμε για όσα τράβηξε στην πολύπαθη ζωή του, που τραγουδούσε κατά τα μεσάνυκτα αντάρτικα ελληνικά τραγούδια, όμοιά τους ρώσικα και γαλλικά και ορισμένα δικά του, γιατί είχε και δικά του ωραιότατα τραγούδια. Μας φαινόταν αλλόκοτη η παρουσία του σε ένα ξενοδοχείο πολυτελείας, αλλά αργότερα πλήρως κατανοητή. Και δεν διαπιστώσαμε ποτέ την αριστερή πελατεία του ξενοδοχείου να δυσφορεί που παραθέριζε σε ένα καπιταλιστικό ξενοδοχείο, όπως και αργότερα οι εργαζόμενοι από τη σοσιαλιστική τότε Πολωνία που έρχονταν ως πελάτες στο εν παρακμή πλέον συγκρότημα με στόχο όμως να δουλέψουν στο μάζεμα του χαρουπιού για να βγάλουν τα έξοδα.
Εμείς πηγαίναμε στη Ντίσκο του ξενοδοχείου, με μηχανάκια, με οτοστόπ (αξέχαστη εποχή) αλλά το να πάρουμε ένα ουίσκι ήταν οικονομικά δυσβάστακτο. Έτσι έβλεπες μια παρέα 10 Ερμιονίτες να παίρνουν πορτοκαλάδες οπωσδήποτε με νερό ή τίποτα (δηλαδή τα ποτήρια θέλαμε) και μετά πίναμε το ουίσκι που είχαμε ρεφενέ αγοράσει από του Πραχαλιά στην Ερμιόνη. Και ας μη βγει κανένας να μου πει ότι λέω υπερβολές, γιατί αυτές τις τότε καταστάσεις τις βίωσε όλη η Ερμιόνη και όλη η Ερμιονίδα.

Και για μας τους Ερμιονίτες ήταν η ξένοιαστη και χαρούμενη εποχή του Λεμπεσώ (Ανάργυρος Λεμπέσης στα Ελληνικά), Πασχάλη, Τζώνη, Βάκη, αείμνηστου Μαντηλάκη, αείμνηστου Νικολού, τη ξενοιασιά του τρίος λος Πίσος, των βραβείων μουρταδέλας του Ύδρα Μπίτς, τους οποίους όλοι οι μικρότεροι που τους ακολουθούσαμε όχι απλά τους ευχαριστούμε, αλλά τους ευγνωμονούμε για το κέφι και τη χαρά που μας προσφέρανε.

Με το που ανέβηκε το βιοτικό επίπεδο στη χώρα μας αυτή η πελατεία εξαφανίστηκε, γιατί πλέον ακρίβυνε πολύ η ζωή στην Ελλάδα.
Κτίστηκαν πολλά ξενοδοχεία τα οποία σιγά σιγά δεν διέφεραν από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση. Και γιατί να διαφέρουν άλλωστε. Όπως σήμερα ένας υφαντουργικός όμιλος έχει την έδρα του στη Γερμανία και δεκάδες εργοστάσια διάσπαρτα σε άλλες χώρες, έτσι και σήμερα ένας όμιλος τουριστικός που εδρεύει στην Αγγλία, έχει αγοράσει ξενοδοχεία σε άλλες χώρες, έχει αεροπορική εταιρεία δικιά του, κλείνει συμβάσεις με άλλα ξενοδοχεία, έχει εστιατόρια, άλλες τουριστικές επιχειρήσεις και μια πελατεία εκατομμυρίων που αγοράζει πακέτα τουριστικού προϊόντος κατά το συμφέρον της. Μήπως εμείς δεν καμαρώνουμε που οι τράπεζές μας έχουν χιλιάδες υποκαταστήματα εκτός Ελλάδος όπου δουλεύουν πάρα πολλοί Έλληνες ως στελέχη, δεν καμαρώνουμε για τον ελληνόκτητο στόλο που απλώνεται στα πέρατα του κόσμου;
Αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα. Δηλαδή και ο τουρισμός είναι άθροισμα επιχειρήσεων, καπιταλιστικών επιχειρήσεων που αποβλέπουν στο κέρδος για να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν. Και ο τουρισμός είναι πλέον αρκετά διεθνοποιημένος για τον απλό λόγο: Γιατί ο Εγγλέζος να έρχεται πάντα ως τουρίστας στον ελληνόκτητο τουρισμό με τους όρους που του υπαγορεύει, και να μην επιχειρήσουν στον τομέα αυτό εγγλέζικες εταιρείες που στο κάτω κάτω της γραφής εγγλέζοι είναι και οι πελάτες; Αυτή είναι η πραγματικότητα μας αρέσει δεν μας αρέσει και από την πραγματικότητα δεν μπορείς να ξεφύγεις.  Μπορείς να της διαχειριστής προς το συμφέρον σου.
Προσωπικά, άλλα ξενοδοχεία δεν γνωρίζω. Δηλαδή ένας που δεν θέλει το καπιταλιστικό ξενοδοχείο, προφανώς θα έχει κατά νου το σοσιαλιστικό που δεν αποβλέπει στο κέρδος. Ας το φτιάξει για να το δούμε. Στις τότε σοσιαλιστικές χώρες τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα διακοπών ήταν για την νομεκλατσούρα, και για προσκεκλημένους επώνυμους ξένους οι οποίοι καλούντο για να εντυπωσιαστούν και να μεταφέρουν τα θαύματα που κάνει το σοβιετικό καθεστώς, το μαοϊκό καθεστώς κ.λ.π. Δηλαδή ένας μηχανισμός προπαγάνδας.  Για αυτά έχει γράψει και ο Μίκης Θεοδωράκης, από αυτά πέρασε και ο Καζαντζάκης και ο Γκαρωντύ ο οποίος με το που γύρισε από τη φιλοξενία έγραψε το «Ελευθερία», έργο που διάβασε σχεδόν όλη η δική μου γενιά στα νιάτα της, μαζί με Γκράμσι, Καρίλιο κ.λ.π. και έτσι είδε μπροστά της το ‘όραμα’,  το δρόμο’: σοσιαλισμός με δημοκρατία στην Ευρώπη.
Και αν κάποιος πει ότι ένα τέτοιο ξενοδοχείο προϋποθέτει σοσιαλιστικό καθεστώς όπως αυτός το φαντάζεται, ε, τότε δεν μπορούμε να ζούμε με τις υποθετικές προϋποθέσεις του, αλλά με τη καθημερινή μας πραγματικότητα και στο κάτω κάτω με τις δικές μας υποθέσεις. Και το ξενοδοχείο αποδεικνύεται μια πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση, μια μεγάλη επένδυση που είναι υποχρεωμένη να ζήσει από 1 το πολύ 2 μήνες καλοκαιρινούς. Και είναι δύσκολη υπόθεση και για το προσωπικό που δουλεύει λίγους μήνες, αλλά και την κοινωνία που πληρώνει δυσβάστακτα ασφάλιστρα για να συντηρείται το προσωπικό αυτό τους μήνες που δεν υπάρχει δουλειά και αυτό το ξεχνάμε.
Γι’ αυτό, ως εργαζόμενος στη βαριά βιομηχανία όπου εργασία υπάρχει όλο το χρόνο, αλλά και τα βράδια και απογεύματα και τα Σάββατα και τις Κυριακές, δεν με χαλάει καθόλου το να ανοίξουν τα μεταλλεία Ερμιόνης, ή Λευκολίθου, ή το νηματουργείο του Λαναρά ή ότι άλλο παρόμοιο. Ως προς αυτό είμαι ορθόδοξος: Ναι στην βαριά βιομηχανία και στον εξηλεκτρισμό, όπως αυτά νοούνται στο σήμερα. Προέχει η δουλειά για τον άνθρωπο, μετά έρχεται ο πολιτισμός και το περιβάλλον. Άλλο πράγμα είναι οι όροι και οι συνθήκες εργασίας, γιατί όροι και συνθήκες προϋποθέτουν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, δηλαδή εργασία που ξεπηδά από τις ανάγκες της παραγωγής και όχι πολιτικό παρκάρισμα με μέσον και εξαγορά ψήφου σε κομματοκρατούμενα δημόσια και δημοτικά φέουδα και φυσικά όχι στα κεκτημένα που ο ένας τη βγάζει αραχτί και ο άλλος ταξιδεύει 30 χρόνια στα πέρατα του κόσμου και στο τέλος αντί σύνταξης του δίνουν πλέον επίδομα. Και δε κατανοώ οποιαδήποτε αριστερά και οποιονδήποτε σοσιαλισμό που τα βάζει με τις παραγωγικές επιχειρήσεις, τα ξενοδοχεία, τα ιχθυοτροφία, τα λιμάνια, τις μαρίνες, το λιτρίβια, τα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα του τόπου μας με πρόσχημα το περιβάλλον. Αν αμαρτάνω, συγνώμη.

Έρρωσθε,

Βασίλης Γκάτσος