Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

''Ρόδι Ερμιόνης και Μαστίχα Χίου.''

''Ρόδι Ερμιόνης και Μαστίχα Χίου.''

Γραφει ο Βασίλης Γκάτσος
Η μαστίχα Χίου:
Είναι μοναδικό προϊόν, παράγεται σε συγκεκριμένο τόπο εδώ και αιώνες, είναι πασίγνωστο σε όλη τη Μεσόγειο εδώ και αιώνες. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Είναι ένα προϊόν με τέτοια φήμη που μπορεί και περπατάει μόνο του στην αγορά.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Οι παραγωγοί μαστίχας με τη μοναχική τους πορεία ως καλλιεργητές διέθεταν το περίφημο προϊόν τους στους εμπόρους, έτσι όπως έβγαινε από το δέντρο, και τα έσοδά τους ήταν οριακά. Κι ο έμπορας το κέρδος του ήθελε και όχι την οργάνωση της παραγωγής.
Χρειάστηκε να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον δικό τους τρόπο, να αναθέσουν όλο το προϊόν σε ειδικό και εμπνευσμένο μάνατζερ και να μετεξελιχθούν σε μια σωστά οργανωμένη εταιρεία με όραμα. Αυτό δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη. Έγινε με πολλές προσπάθειες και αγώνα κόντρα σε προκαταλήψεις του παρελθόντος. Σήμερα έχουν στόχο να πλασάρουν στην αγορά περί τα 18 προϊόντα που θα τα παράγουν από τη μαστίχα τους και οι καλλιεργητές απολαμβάνουν όλο και καλλίτερες τιμές. Τριπλοκλειδώνουν την παραγωγή τους, γιατί είναι πλέον χρυσάφι. Ένα μοναδικό στον κόσμο προϊόν, με έτοιμη τη φήμη του, που όμως μόνο του δεν περπατούσε στην αγορά.
Καμία γιορτή δεν στάθηκε ικανή να προχωρήσει στην αγορά τη μαστίχα. Η αλλαγή νοοτροπίας των καλλιεργητών, η πίστη τους στο προϊόν τους, η αποδοχή από όλους ότι χρειάζεται ικανή διοίκηση της συλλογικής τους προσπάθειας, η υπομονή, το όραμα, η πελατοκεντρική οργάνωσή τους, η εξωστρέφεια, έφεραν τα όποια αποτελέσματα...
 

....

Το ρόδι Ερμιόνης δεν συγκρίνεται με τη μαστίχα, αλλά έχει ως την ώρα καταφέρει να ξεχωρίζει στην αγορά. Και ΠΟΠ να πάρει, κατοχυρώνει το όνομά του, αλλά υπάρχουν πολλά εμπόδια.
Είναι φθαρτό προϊόν, δεν αντέχει πάνω στο δέντρο πολύ, και στα ψυγεία λίγο. Ο καταναλωτής το έχει συνηθίσει σαν εποχικό του Νοέμβρη και λίγο πριν, λίγο μετά. Αν κοπεί πρώιμα και αποθηκευτεί δεν αποκτά μετά το σωστό χρώμα ούτε τη γλυκύτητα που έχει όταν κόβεται στην ώρα του. Δεν είναι δηλαδή σαν το αχλάδι.
Το βασικό του μειονέκτημα: το θέλουν όλοι καθαρισμένο και δεν καθαρίζεται εύκολα. Αλλά και το καθαρισμένο δεν κρατάει πολύ στη συσκευασία του, απλά διευκολύνει τη διάθεση. Και η χυμοποίησή του πολύ δύσκολη υπόθεση, τουλάχιστον στο σπίτι.
Το βασικό του πλεονέκτημα: όλοι θέλουν να φάνε ρόδι και όλοι θέλουν να δοκιμάσουν και να γνωρίσουν προϊόντα από ρόδι. Και τέτοια προϊόντα υπάρχουν πολλά κυρίως σε Συρία, Ισραήλ και τις γύρω περιοχές. Πέραν αυτού εξακολουθεί και σήμερα να είναι ένας μαγικός και ιερός καρπός. Γνωρίζουν δε όλοι ότι το ρόδι, όπως και η μαστίχα, κάνει πολύ καλό στον οργανισμό. Ως εκ τούτου κανείς δεν έχει αναστολές στην κατανάλωσή του.

Και στόχος δεν μπορεί να είναι το ρόδι Ερμιόνης από 2 € το κιλό να γίνει ΠΟΠ και να πουλιέται στη λαϊκή 2.2 €. Ούτε ως καθαρισμένο να πουλιέται λίγο παραπάνω. Μια σοβαρή έρευνα αγοράς πρέπει να συγκεντρώσει όλα τα προϊόντα με βάση το ρόδι, χυμούς, ποτά, σιρόπια, γλυκά, σάλτσες, κ.λ.π., μέχρι και αφεψήματα από τη φλούδα του.  Να βρεθεί πού και πώς παράγονται, πού και πώς καταναλώνονται και χρησιμοποιούνται. Ποια από αυτά μπορεί να στηρίξει η παραγωγή μας και ποια από αυτά θα βγαίνουν εξαιρετικής ποιότητας λόγω της γλυκύτητας των δικών μας ροδιών.
Η μεταποίηση του ροδιού σε εξαιρετικά και μοναδικά προϊόντα που γίνονται στον τόπο μας προσθέτει μεγάλη αξία στο προϊόν αλλά και του δίνει διάρκεια, δηλαδή είναι στα ράφια όλο το χρόνο. Μπορείς τότε να αυξήσεις την παραγωγή σου, μπορείς τότε να κάνεις εξαγωγές, να κάνεις το ρόδι «σήμα» της Ερμιόνης. Κακά τα ψέματα, αλλά κανένα σοβαρό μαγαζί δεν σε ανεβάζει στο ράφι του, αν δεν μπορείς να το τροφοδοτείς κανονικά και επαρκώς με μεγάλες ποσότητες προϊόντος.
Είναι λοιπόν μια νέα ευκαιρία για τους παραγωγούς μας το ρόδι; Είναι και πάρα είναι αλλά υπό την προϋπόθεση ότι θα μετασχηματιστούν όλοι οι καλλιεργητές σε σύγχρονους καλλιεργητές, ιδιαίτερα οι νέοι, με στόχο την αγορά. Να κάνουν δηλαδή κάτι ανάλογο με τους μαστιχοπαραγωγούς. Και τότε θα διαπιστώσουν ότι ευκαιρία δεν είναι μόνο το ρόδι αλλά και όλα τα άλλα προϊόντα μας. Αυτό που διαπίστωσαν και εφάρμοσαν στην πράξη οι Κρητικοί.

Αυτά τα πράγματα δεν είναι εύκολα, δεν είναι θέμα εθελοντών, δεν είναι θέμα δήμου (θέμα δήμου είναι να φέρει νερό και να διαχειριστεί το υπάρχον), δεν είναι θέμα περιβαλλοντικών συζητητών για το ρόδι. Είναι θέμα παραγωγών και μεταποιητών που ασκούν δραστηριότητα από την οποία εξαρτάται πρώτα απ’ όλα το ψωμί της οικογένειας και το μέλλον των παιδιών τους.
Ήδη έχουν αναπτύξει δραστηριότητα αξιοπρόσεκτη και για την κατοχύρωση του ονόματος, και για το καθάρισμα του ροδιού, και για φυτώρια, και για τοπικές ποικιλίες, και για μεθόδους βιολογικής καλλιέργειας. Αυτή η δραστηριότητα διαπαιδαγωγεί, καλεί τον νέο πίσω στη γη του. Και στο σχολείο δεν λέει απολύτως τίποτα το να ζωγραφίζουν τα παιδάκια ρόδια και ροδιές. Αυτό που έχει αξία είναι να προτρέπει το σχολείο τα παιδιά να είναι τα απογεύματα και τα σαββατοκύριακα στα κτήματα των γονιών τους και να μετέχουν κανονικά στις εργασίες, όπως γινόταν με τη γενιά μας. Ότι τα αγαθά με κόπο αποκτιόνται, με τον ιερό κόπο του παραγωγού. Ότι τα ροζιασμένα χέρια και τα ηλιοκαμένα πρόσωπα είναι τιμή και όχι ντροπή. Ότι ο κλήρος στην Ερμιόνη μικρός και οι πρόγονοί μας, ότι και να γίνονταν, δεν παρατούσαν την καλλιέργεια της γης τους.
Δεν ζωγραφίσαμε ποτέ μανταρίνια αλλά πετάγαμε τη σάκα και τρέχαμε στα περιβόλια μας και κανένας δάσκαλος δεν μας είπε ποτέ τρέχτε στα φροντιστήρια. Και καλά γράμματα μάθαμε, και σπουδάσαμε και σε τίποτα δεν μας εμπόδισαν ποτέ οι εργασίες στα κτήματά μας, από τότε που θυμόμαστε τους εαυτούς μας.

Η ξαφνική γιορτή της ροδιάς (που ξάφνιασε και τον δήμο γιατί ήταν των παραγωγών και μεταποιητών της Ερμιόνης με την ενεργό συμμετοχή του Αντιδημάρχου Παντελή ο οποίος είναι παραγωγός) είναι επιστροφή στη γη μας με επίγνωση. Είναι η πρώτη γιορτή, ενδωστρεφής, για να συνειδητοποιήσουμε την παραγωγική ικανότητά μας, η οποία όμως πρέπει να γίνει εξωστρεφής και να συναντήσει τον πελάτη και την πραγματική αγορά.
Η πρωτοφανής κρίση που περνάει η χώρα φανερώνει τη γύμνια κυρίως της Πρωτεύουσας η οποία έμεινε χωρίς εργοστάσια (τα πολέμησε ο σοσιαλισμός – κρατισμός που ελλοχεύει σε όλα τα κόμματα και που έγινε κυρίαρχη μεταπολιτευτική ιδεοληψία, φυσικά και στην Ερμιονίδα), και ο μισός αστικός πληθυσμός της χώρας ζούσε από υπηρεσίες που πουλούσε ο ένας στον άλλον ανακυκλώνοντας τα δανεικά του δημοσίου και τις αρπακτές. Το υπόλοιπο μισό ήταν στον ονομαζόμενο «δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα». Η γιορτή του ροδιού είναι ένα κάλεσμα στην παραγωγή προϊόντων και μάλιστα αγροτικών. Το φαγητό μας, τα ρούχα μας, το σπίτι μας, τα έπιπλα, τα εργαλεία κ.λ.π., κ.λ.π. είναι αντικείμενα, είναι προϊόντα πρώτης ανάγκης, ενώ οι υπηρεσίες είναι δεύτερης και τρίτης ανάγκης. Ευγενέστατη φιλοδοξία, ευγενέστατο και χαρμόσυνο κάλεσμα των συμπατριωτών μας που καλλιεργούν αγόγγυστα τη γη μας. Και αυτό φαινόταν στα πρόσωπά τους που έλαμπαν.
Δυστυχώς δεν ήλθαν στο φως στοιχεία παραγωγής, δηλαδή πόσες ροδιές έχουμε, τι παράγουν το χρόνο, πού και πώς διατίθενται, τι τιμή πιάνουν κ.λ.π. Το μόνο που άκουσα είναι ότι με το ρόδι ασχολούνται κάπου 200 παραγωγοί και μπορεί να είναι παραδοσιακή καλλιέργεια αλλά η ανάπτυξή της είναι των τελευταίων χρόνων.

Η μαστίχα βέβαια της Χίου φέρνει μαζί της από τα βάθη των αιώνων ένα μύθο τον οποίο πουλάει με το κάθε προϊόν της. Ανατολίτικα παλάτια, μαχαραγιάδες, βεζυροπούλες και χανούμισσες, σουλτάνοι και σουλτάνες έχουν τη μαστίχα αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Η ίδια η ιστορία της Χίου είναι η ιστορία της Μαστίχας. Και όταν πιάνουν τα πλοία στη Χίο ένα λεφούσι μικροπωλητών ορμά μέσα διαλαλώντας «μαστίχα Χίου». Θυμηθείτε παλιά στην γραμμή Αργοσαρωνικού τα «φιστίκια Αιγίνης». Αλλά και το νεότερο παράδειγμα της Κέρκυρας, όπου ένα εξωτικό καρπό, το κουμκουά, που λίγες δεκαετίες έχει στα χώματά της, κατάφερε να τον κάνει «σήμα» του νησιού με ένα σύγχρονο απλό μύθο. Ποιος πήγε στη Κέρκυρα και δεν αγόρασε, όταν συνέχεια του το φέρνανε μπροστά του με χίλιους τρόπους;

Έχουμε μύθο, έχουμε ιστορία, έχουμε τεκμήρια για τα ρόδια μας για να στηριχτούμε; Έχουμε και πάρα έχουμε.


Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος