Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

''Ένα από τα καλύτερα και μεγαλύτερα παλιά περιβόλια''

''Το περιβόλι του Κόντου και του Κανέλλη.''

Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
Μια και η γιαγιά ροδιά που φυτεύτηκε στο Λιμάνι της Ερμιόνης είναι από το περιβόλι του Δημήτρη του Κόντου και επειδή τώρα με την κρίση έρχεται στο προσκήνιο η αγροτική μας τάξη (μέχρι τώρα το πρότυπο ήταν να χωθώ στο δημόσιο με οποιοδήποτε κομματικό μέσο και τρόπο), κάνουμε μια παρένθεση για να τιμήσουμε τους άξιους αγρότες – παππούδες μας αλλά κυρίως να ξαναθυμηθούμε τις αξίες της τοπικής αγροτιάς μας και μάλιστα αυτών που θεωρούνταν μεγαλοκτηματίες ή ευκατάστατοι αγρότες.................
Το περιβόλι λοιπόν του Κόντου είναι πάρα πολύ παλιό και το φύτεμά του πρέπει να έγινε κάπου μεταξύ 1830 – 1850. Ήταν κρανιδιώτικης ιδιοκτησίας μάλλον κάποιας Τουτουτζή. Δόθηκε προίκα στον Δημήτρη τον Κόντο και στον Βασίλειο Κανέλλη (παππού μου) οι οποίοι συμβολαιογραφικά το είχαν από κοινού μαζί με γύρω χωράφια και αργότερα το χώρισαν. Ο Κόντος πείρε το νότιο τμήμα και ο Κανέλλης το βορεινό. Σήμερα στο παλιό περιβόλι του Κόντου σώζονται οι μεγάλες παμπάλαιες μανταρινιές και πορτοκαλιές, αν και νομίζω πολλά δέντρα έχουν μπολιαστεί. Επίσης σώζονται λίγες παλιές ροδιές, η μουριά με τα μαύρα μούρα, το πηγάδι και το σπίτι που όμως είναι νεότερη κατασκευή, ενώ του παππού ήταν παμπάλαιο.Σώζεται στο λόφο του Kόντου το συγκρότημα με τις αποθήκες τους σταύλους και το αλώνι. Από του παππού μου δεν σώζεται τίποτα, ούτε το σπίτι. Φυτεύτηκαν ελιές. Σώζονται μονάχα ορισμένα στοιχεία: Το παμπάλαιο πηγάδι, το μεγάλο κυπαρίσσι άνω των 200 ετών και η μεγάλη μουριά και συκιά.
‘Όλοι οι νεότεροι έχουμε την εντύπωση ότι τα παλιά περιβόλια είχαν μόνο μανταρινιές ή μόνο πορτοκαλιές ή και τα δύο μαζί με λίγες λεμονιές. Είναι μεγάλο λάθος. Τα παλιά περιβόλια είχαν απ’ όλα, δεν ήσαν μονοκαλλιέργειες όπως συνέβη μετά το 1960 στα νέα περιβόλια των μηχανών και των γεωτρήσεων. Βασικό προϊόν ήταν πάντα το λεμόνι γιατί είχε μεγάλη ζήτηση.

Έτσι στο ενιαίο περιβόλι των ως άνω δύο, πριν το 1930 υπήρχαν:
1.    Μανταρίνια Χίου αποτελούσαν το μισό περίπου του περιβολιού.
Πορτοκάλια, περίπου το ¼ του περιβολιού. Ήταν κυρίως Ντόλτε, γιατί τα προτιμούσε τότε η αγορά. Υπήρχαν όμως και τα γλυκόξινα μεγάλα πορτοκάλια σε σχήμα αυγού, γι’ αυτό και τα λέγανε Αυγουλάτα, τα οποία ήσαν και πολύ ευαίσθητα στη μύγα της Μεσογείου. Υπήρχαν και λίγα δέντρα που έβγαζαν πολύ ξινά πορτοκάλια. Σήμερα δεν θα τα έτρωγε κανένας, αλλά τότε υπήρχε μικρή ζήτηση.
2.    Το υπόλοιπο ¼ παρά κάτι ήταν λεμονιές. Παμπάλαιες και αυτές με πολύ υψηλούς κορμούς. Καμιά σχέση με τις σημερινές. Τα λεμόνια τους είχαν πολλά κουκούτσια. Σχεδόν όλες ξεράθηκαν πριν την Κατοχή από μια πολύ γερή παγωνιά.
3.    Η τέταρτη στη σειρά καλλιέργεια ήταν οι ροδιές. Υπήρχε μία σειρά παμπάλαιες ροδιές στη βορινή πλευρά δίπλα στο μεγάλο Κυπαρίσσι και στη νότια πλευρά κοντά στο πηγάδι του Κόντου. Γλυκά και νοστιμότατα ρόδια. Τις πρόλαβα πολύ γέρικες και τα ρόδια αυτοκαταναλώνονταν τη δεκαετία του 1950. Παλιά τα εμπορεύονταν. Οι ροδιές αυτές ήταν σύγχρονες του περιβολιού δηλαδή του 1830 – 1850.
4.    Πέραν αυτών των δέντρων υπήρχαν για αυτοκατανάλωση και μικροεμπόριο: Λίγες νεραντζιές για γλυκό (πράσινο και φλούδα), μία δύο πορτοκαλιές σαγκουίνια, μία βερικοκιά παμπάλαια με πολύ μικρά βερίκοκα, δύο καρυδιές, πολλές μυγδαλιές, 2 μηλιές που κάνανε κάτι περίεργα μήλα μικρά που τα κάνανε κομπόστα, ένα δέντρο που έβγαζε κίτρα, τρεις μουριές, δύο συκιές, γύρω γύρω φραγκοσυκιές, κληματαριές στα σπίτια. Στα χέρσα χωράφια, πολλές ξερικές αχλαδιές, κοντούλες, αυγουστιάτικα, και κάτι περίεργα αχλάδια μικρά που ήταν σαν μεγάλα γκορίτσια. Ήταν κοκκινωπά και όταν ωρίμαζαν το μέσα τους ήταν πολύ μαύρο. Πεντανόστιμα όσο και περίεργα και δυστυχώς το μοναδικό αυτό δέντρο κόπηκε χωρίς λόγο.

Τώρα γιατί τα αναφέρω όλα αυτά τα δέντρα; Γιατί ίδια περίπου δομή είχαν όλα τα περιβόλια με πολλά παράξενα δέντρα, δαμασκηνιές, κορομηλιές, τζάνερα, κίτρα, κιτρολέμονα, ροδακινιές (ναι γλυκύτατα και εμπορεύσιμα) και άλλα και άλλα. Δηλαδή στην Ερμιόνη φαίνεται ότι μετά το 1770, οπότε άρχισαν να αναπτύσσονται τα νησιά μας και η ναυτιλία τους, ήλθαν πολλά δέντρα, πολλές ποικιλίες, και η Ερμιονίδα απέκτησε ένα θα το λέγαμε δενδρικό πλούτο, που ακόμη και σήμερα μπορεί να ανιχνευθεί και να αξιοποιηθεί. Αλλά περισσότερα θα πούμε, όταν μιλήσουμε εκτενέστερα για αυτό το θέμα και για το πώς βρέθηκαν στα μέρη μας οι ροδιές.

Ο παππούς μου ήταν κυρίως σφουγγαράς, είχε κάνει 38 ταξίδια στη Μπαρμπαριά και έτσι το κτήμα το κοινό το καλλιεργούσε και το πρόσεχε ο μπάρμπα Δημήτρης ο Κόντος μέχρι το 1930 περίπου.
Γιατί τα προϊόντα αυτού του περιβολιού ήταν νοστιμότατα και διάσημα;
1.    Το νερό ήταν καλό και άφθονο, αλλά έτσι ήταν και για τα άλλα περιβόλια τότε.
2.    Τα δέντρα τα κλάδευαν ελάχιστα και τις λεμονιές καθόλου. Ήταν τεράστια τα δέντρα. Μια μανταρινιά κατέβαζε μέχρι και 150 κιλά μανταρίνια τα περισσότερα πολύ μεγάλα. Τα μεγάλα μανταρίνια του Κόντου. Κανονικά τα μανταρίνια θα έπρεπε να ήταν σχετικώς ξινά, γιατί τα δέντρα ήταν τεράστια, όμως αντίθετα ήταν νοστιμότατα.
3.    Tο μυστικό ήταν η κοπριά. Η μπάρμπα Δημήτρης διατηρούσε μεγάλο κοπάδι γίδια και πρόβατα και είχε πάντα άλογα για το μαγγανοπήγαδο και το όργωμα και το αλώνι. Την κοπριά την μάζευε σε μεγάλους λάκκους να σβήσει πολύ καλά και μετά την άπλωνε στα δέντρα. Δύο και τρεις φορές το καλοκαίρι σκαλίζονταν τα γάρδοι που ήταν τεράστια. Σηκωνόταν το χώμα τους σε δύο κουμούλια και έμενε εκεί μερικές μέρες να το δει ο ήλιος. Μετά έριχνε φουσκί ένα τεράστιο τσουβάλι στο δέντρο, ενώ πάντα υπήρχε φουσκί μαζεμένη σωρό γύρω από τον κορμό.
4.    Υπήρχε και ένα δέντρο, μια μανταρινιά μεγάλη η οποία είχε την τύχη να βρίσκεται δίπλα στο κοτέτσι της γιαγιάς μου. Ήταν κάπως ψηλά το γάρδος της και πήγαινε λίγο νερό, αλλά απολάμβανε όλη την κοπριά του κοτετσιού κυρίως με τις βροχές. Σε αυτό το δέντρο ποτέ δε ρίχναμε φουσκί. Γέμιζε κάθε χρόνο μανταρίνια, στη κυριολεξία σπάγανε οι κλάρες του και τις στηρίζαμε. Ήταν όχι μόνο τα νοστιμότερα του περιβολιού αλλά όλα υπέρ το δέον μεγάλα, εντυπωσιακά. Τα πουλούσαν με τη κλάρα, για χριστουγεννιάτικη διακόσμηση και επίδειξη στα μεγάλα αστικά σπίτια της Αθήνας. Σημειώνω ότι οι περιστερώνες και τα κοτέτσια στα Κυκλαδονήσια, ήταν ‘αντιγραφή’ από Συρία, Ιορδανία κ.λ.π. όπου τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για την κοπριά από τα περιττώματά τους. Τα δέντρα ποτίζονταν με χωμάτινα αυλάκια και γάρδους. Φύτρωνε το καλοκαίρι άφθονο χορτάρι και κάθε τόσο τα πρόβατα αμολιόντουσαν στο περιβόλι να το φάνε, βρίσκοντας εξαιρετική τροφή μέσα στη ξεραΐλα του καλοκαιριού. Τότε το μοναδικό ράντισμα γινόταν με ασβέστη και λίγο γαλαζόπετρα.
5.    Ο μπάρμπα Δημήτρης ο Κόντος σπούδασε και τα δύο παιδιά του, τον Κοσμά και τον Κώστα στην Αναργύρειο των Σπετσών, σήμερα αντίστοιχη Πανεπιστημίου και βάλε. Και τα δύο παιδιά συνέχισαν κτηματίες. Ο μπαρμπα Δημήτρης και η γυναίκα του η κυρά Θοδότα ζούσαν στο κτήμα μόνιμα, είχαν αγοράσει γύρω τους αρκετά μεγάλες εκτάσεις, αλλά η ζωή τους ήταν όπως και του εργάτη, ίδια και απαράλλαχτη. Στα αγροτόσπιτά τους είχαν τα απολύτως αναγκαία, και για κρεβάτι δύο φύλλα παλιάς πόρτας με ένα αχυρένιο στρώμα. Το ίδιο και ο παππούς μου. Όχι γιατί δεν είχαν να αγοράσουν, αλλά η πολυτέλεια ήταν κοινωνική ντροπή. Αν έβλεπαν οι γνωστοί κανονικό κρεβάτι με στρώμα, μονολογούσαν , «πάει χαλάσανε κι’ αυτοί!». Η εργατικότητα και το μεγάλωμα του βιού, όπως και το να βάλουν από νωρίς στο κελάρι τα αγαθά της χρονιάς, ήταν το κοινωνικό γόητρο και όχι τα καταναλωτικά αγαθά. Ο πλούτος τους θα ‘έβγαινε’ στα μάτια της κοινωνίας, με το να μορφωθούν τα παιδιά τους, να γίνουν μεγάλοι κτηματίες αγοράζοντας νέα γη, έμποροι, τεχνίτες κ.λ.π., να δοθούν πλούσιες προίκες, να φτιαχτούν σπίτια. Τη λέξη δάνειο, ούτε να την ακούσουν δεν ήθελαν.

Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος