Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

''Χρήσιμα των ημερών''

''Μερικά ρητά, έτσι για να τα ξαναθυμηθούμε.
Περιέργως πώς, τα είχαν στα χείλη τους καθημερινά οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας στην Ερμιονίδα.''

Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
Τ’ αγαθά κόποις κτώνται (πνευματικά και υλικά, έτσι μας λέγανε).

Αργός μη ίσθι, μήδ’ αν πλουτής (αυτό μας το λέγανε πιο απλά: μη μένεις χασομέρης κι ας είσαι πλούσιος).

Εργασίη ουδέν όνειδος, αεργία δε τ’ όνειδος (και αυτό ακόμη πιο απλά: η δουλειά δεν ειν’ ντροπή)............................

Ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω ( αυτό το λέγαν στα αρχαία και όταν ρωτάγαμε: δηλαδή παππού να πεθάνει της πείνας; Παίρναμε την απάντηση όχι, αλλά να μπει πρώτα στην ντροπή του ζήτουλα, δεν θα τον αφήσουμε έτσι).

Αργία μήτηρ πάσης κακίας (Το λέγανε και δεν σήκωναν αντίρρηση).

Ο πωλών τοις μετρητοίς και ο πώλων επί πιστώσει (με την επισήμανση των παππούδων: με τα δανικά και με την πίστωση έτσι καταντάς).

Ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι και ο έχων βρώματα ομοίως ποιείτω (αυτό το είχαν απλοποιήσει: άμα έχεις δυο χιτώνες δώσε τον ένα σ’ αυτόν που δεν έχει. Και στην εύλογη απορία μας: Άμα έχω έναν χιτώνα; Παίρναμε την απάντηση: να το κρατήσεις για τον εαυτό σου, Χριστός δεν είσαι. Και άμα έχω πολλούς; Ατάραχοι μας λέγανε: δώσε τον έναν που τον έχει ανάγκη και να δουλέψει να φτιάξει και αυτός πολλούς).

Ο καθείς σύμφωνα με την εργασία του (αυτό ήταν του Marx που το είχε αντιγράψει από τα παραπάνω δικά μας. Και όταν ρωτάγαμε μικροί την αριστερή τοπική διανόηση τι σημαίνει, μας έλεγαν με καμάρι: το πρώτο στάδιο είναι ο σοσιαλισμός όπου ο άνθρωπος είναι αναγκαίο ακόμη να εργάζεται και το σοσιαλιστικό δίκαιο λέγει ότι θα μετριέται η εργασία σου και θα αμείβεσαι δίκαια σύμφωνα με αυτήν).

Ο καθείς σύμφωνα με τις ανάγκες του (αυτό ήταν του Marx, όλο δικό του, και οι παππούδες μας δεν το ξέρανε). Και όταν ρωτάγαμε μικροί την αριστερή τοπική διανόηση τι σημαίνει, μας έλεγαν με διπλό καμάρι: στο στάδιο του κομμουνισμού θα έχει γίνει τέτοια πρόοδος των παραγωγικών μέσων που ο εργαζόμενος θα εργάζεται όποτε θέλει και αν θέλει. Η αφθονία των αγαθών θα είναι τέτοια που θα πληρώνεται κατά τις ανάγκες του, δηλαδή ό,τι αγαθό έχει ανάγκη θα του το δίνει η κοινωνία. Τότε με απορία γιατί αυτό δεν το καταλαβαίναμε ( όχι ότι το καταλάβαιναν αυτοί που το λέγανε), ρωτούσαμε: Και αν θέλει ένα μεγάλο κότερο ή αεροπλάνο; Και τότε τρώγαμε τη σφαλιάρα μας. Και άμα ρωτάγαμε τι θα γίνει με το κράτος που στο σοσιαλισμό είναι κυρίαρχο; Τότε τρώγαμε δεύτερη φάπα, γιατί ήταν αυτονόητο ότι στον κομμουνισμό το κράτος είναι αχρείαστο και θα μαραθεί από μόνο του. Πού να φανταζόμαστε ότι τελικά όλοι θα ζητάγαμε από το δημόσιο κορβανά σύμφωνα με τις ανάγκες μας! Όσο για την μάρανση λειτούργησε ανάποδα και έγινε γιγάντωση.

Όλα αυτά χρήσιμο και γόνιμο είναι να τα ξανασκεφτούμε και να πιάσουμε πάλι το ξινιάρι, ο καθένας το δικό του ξινιάρι, και να το σηκώσουμε όλοι μαζί ψιλά, όπως στην εξαίρετη φωτογραφία των γεωργών μας που ίδρυσαν τον μεγάλο συνεταιρισμό στην Ερμιόνη (βλέπε μπλογκ Πρωτοβουλία Ενεργών Πολιτών Ερμιόνης), το καμάρι της Ερμιόνης.
Οι δύο πρωτεργάτες ο Δεληγιάννης και ο Δέδες ήταν φυσικά αστοί, ο Νίκος Δέδες χημικός και διευθυντής των Μεταλλείων Ερμιόνης και πρόεδρος της Κοινότητας. Και μια παρατήρηση: Τα ξινιάρια είναι ντόπιας κατασκευής, από τα τρία σιδεράδικα που είχε τότε η Ερμιόνη, τη μικρή βιομηχανία της (Ο Λεμπέσης λοιπόν ήταν όχι απλά Δήμαρχος, αλλά και Βιομήχανος), τα δε στειλιάρια δεν είναι αγοραστά, αλλά φτιαγμένα από μεγάλες κωλόριζες ελιάς.
Άμα ζούσανε σήμερα και μας βλέπανε, θα τις τρώγαμε με τα στειλιάρια. Είχαν και σχετικό ρητό: «έρε στειλιάρι που σας πρέπει!».
Ο δε συνεταιρισμός τους ήταν επιτυχέστατος, πάντα σε άξια χέρια, έδωσε μεγάλη βοήθεια με την αλωνιστική του μηχανή, με τις αποθήκες του, με τη διαχείριση των λιπασμάτων.
Οι γεωργοί μας είναι αυτό που είναι και καμαρώνουν γι’ αυτό φέροντας τη φορεσιά της καθημερινότητάς τους, και οι δύο αστοί καμαρώνουν γι’ αυτό που είναι και φέρουν και αυτοί την καθημερινή φορεσιά τους.
Αυτήν τη φωτογραφία καλόν είναι να την βάλλουν στα γραφεία τους όλοι οι αιρετοί του Δήμου μας. Να θυμούνται δε, ή μάλλον να τους θυμίσουμε, ότι την εποχή αυτή η Κοινότητα Ερμιόνης είχε έναν άμισθο Πρόεδρο, έναν Γραμματέα με τόσο χαμηλό μισθό που αν δεν του άφηναν το κάτι τις σαν ελεημοσύνη όσοι πήγαιναν να τους βγάλει κανένα χαρτί, δεν έβγαζε τον μήνα, και έναν υδραυλικό που μάλλον δεν ήταν έμμισθος. Και όμως η Ερμιόνη είχε πλήρες σύστημα αποχέτευσης, άπλωσε γρήγορα πλήρες σύστημα υδροδότησης, μάζευε με το κάρο τα σκουπίδια της καθημερινά, ήταν καθαροί και ασβεστωμένοι οι δρόμοι της, υπήρχε πλήρης ασφάλεια ζωής και περιουσίας στον οικισμό και τα κτήματα, τσιμεντόστρωνε σιγά σιγά τους βασικούς δρόμους (τσιμέντα Νοταρά), είχε το μοναδικό και πολύ αξιόλογο λιμάνι της Ερμιονίδας, είχε το γήπεδο του Ερμή, και ένα ζηλευτό κτίριο Δημοτικού Σχολείου, είχε το κέντρο Τροκαντερό με θέατρο και καραγκιόζη, είχε δύο σινεμάδες, αμέτρητα τα μαγαζιά της, φάμπρικες, λιτρίβια, καρνάγιο, ναυπηγία, και φυσικά ηλεκτρικό ρεύμα. Και φρόντιζε η Κοινότητα για την παραγωγή του τόπου και την συνένωση και πρόοδο των παραγωγικών της δυνάμεων.

Να την βάλλετε λοιπόν στα γραφεία σας και να την μελετάτε καθημερινά μπας και κάποτε νοιώσετε το βαθύ μήνυμά της.

Έρρωσθε,

Βασίλης Γκάτσος