Ο Πειρασμός πρωτοπαίχτηκε στην Αθήνα πριν από εκατόν δώδεκα χρόνια, στις 10 Ιουλίου του 1910, στο θέατρο «Βαριετέ», από τον θίασο της Κυβέλης. Αλλά όχι με το όνομα του συγγραφέα του. Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος γράφει σχετικά: «Οι θεαταί της βραδυάς εκείνης επήγαιναν στο συμπαθητικό θεατράκι, εκεί κοντά στο σημερινό Χρηματιστήριο, για να ιδούν το διαφημισμένο έργο ενός κάποιου κυρίου Fremd με αρχικό ένα σύμφωνο G., αγνώστου ξένου θεατρικού συγγραφέως, που εχρησίμευε για την περίσταση ως προσωπείο του Γρηγορίου Ξενοπούλου ή, καλύτερα, ως … μετάφραση στα γερμανικά του ονόματος του Έλληνος συγγραφέως. Δεν μπορώ να γνωρίζω, ή μάλλον κάτι ημπορώ να γνωρίζω, από το χρονικό της ελληνικής πνευματικής ζωής, για την ξενομανία των παλαιών Αθηναίων που, θρεμμένοι με το γαλλικό ιδίως βουλεβάρτο, δεν έβλεπαν με πολλήν εμπιστοσύνη τους εγχώριους θεατρικούς συγγραφείς. Ο Ξενόπουλος ένοιωσε τον πειρασμό, όπως άλλωστε και άλλοι πριν απ’ αυτόν, να παίξουν λιγάκι με τον παλαιόν, τον αφελή και συμπαθητικόν αθηναϊκόν σνομπισμόν. Η κωμωδία εθριάμβευσεν από την πρώτη της νύκτα. Και μετά οκτώ ημέρες, το γερμανικόν ψευδώνυμον αντικαθίστατο με το ελληνικόν όνομα του συγγραφέως της, και ο τίτλος της κωμωδίας έγινεν ο θρυλικός Πειρασμός. Ο Ξενόπουλος δεν ήτο πια υποχρεωμένος να καταφεύγει σε ψευδώνυμα. Η ξενομανία, τουλάχιστον ως προς αυτόν, είχε νικηθή. Είχε κατακτήσει την ελληνική σκηνή και οι ομότεχνοί του, αν είχαν κάτι για να παραπονεθούν, δεν ήτο πλέον η ξενομανία του ελληνικού κοινού, αλλά μάλλον η… ξενοπουλομανία του».
Υπόθεση του έργου Η Καλλιόπη, μια νεαρή καμαριέρα, αναστατώνει τη ζωή της μεγαλοαστικής οικογένειας Γεωργιάδη. Έναν Απρίλη, μπαίνει στα σπίτια τους και στις ζωές τους και παρασύρει στον πειρασμό και στην απιστία όλα τα αρσενικά της οικογένειας και όχι μόνο. Ένα έργο για τον πειρασμό της σάρκας και την αντρική απιστία. Ένα έργο για το παιχνίδι του έρωτα και τη δοκιμασία των συζυγικών σχέσεων, όπου νικητής βγαίνει η αγάπη. Και ο Πειρασμός, που ξεκινά μια καινούργια ζωή. Μα κι ένα έργο με πολιτική χροιά, για τους φτωχούς και τους πλούσιους, γι’ αυτούς «που το ’χει η μοίρα τους να δουλεύουν για τον κόσμο» και την ομορφιά της αλληλεγγύης. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, εξαιρετικός ψυχογράφος, δίχως να ηθικολογεί, ανατέμνει όλες τις πλευρές των πολλαπλών ερωτικών τριγώνων του: αυτήν της πέτρας του σκανδάλου, αυτήν του άντρα που υποκύπτει μοιραία και αυτήν -γυναίκας ή άντρα- που υποφέρει από την προδοσία που γεννά η απιστία. Οι ήρωες γίνονται θύτες και θύματα, αλλάζουν ρόλους, ευτυχούν, δυστυχούν, κλαίνε, γελάνε, αγαπούν, μισούν, συγχωρούν, προδίδουν και προδίδονται, διεκδικούν ή παραιτούνται, υποτάσσονται στη μοίρα τους ή την προκαλούν, μα κανείς δε λέει όχι στο υπέροχο παιχνίδι του έρωτα. Κανείς. Αν το έργο εξακολουθεί να παίζεται ως τις μέρες μας, είναι γιατί συγκεντρώνει πολλές θεατρικές αρετές: ζωηρό διάλογο, πειστικούς ανθρώπινους τύπους, στέρεη πλοκή, έξυπνα σκηνικά ευρήματα, σίγουρη αίσθηση του κωμικού, οξεία κοινωνική παρατήρηση. Δημήτρης Ι. Σίδερης, Ιούνιος 2022 |