Γράφει ο Βασίλης Γκάτσος
Δεν τις ανακαλύψαμε φυσικά εμείς, ούτε τις
κάναμε "θεσμό". Η αγροτική κοινωνία γιόρταζε πάντα τις απαρχές, τους
πρώτους καρπούς που τους πήγαινε στον ναό για ευλογία, και τη
συγκέντρωση των καρπών. Φυσικά και την μεταποίηση (σταφύλι - μούστος -
κρασί, ελιά - λάδι, τσίπουρα - ρακί κ.λ.π.), το φύτεμα, τη σπορά.
Έχουμε
λοιπόν την μεγάλη παράδοση των παραγωγικών εορτών, και η συνέχισή τους,
η τροποποίησή τους, ο εμπλουτισμός τους "την σήμερον ημέρα" δεν είναι
τυπική αναβίωση, θέαμα για θεατές, ούτε τουριστικό φοκλόρ. Είναι δημιουργική συνέχεια της παράδοσής μας. Πατάμε γερά στην παράδοση και δημιουργούμε τη συνέχειά της.
Δεν
θα υποδείξει και δεν θα επιβάλλει κανείς στους πραγματικούς παραγωγούς
και μεταποιητές τον χρόνο εορτασμού, τον χώρο, τον τρόπο, ούτε φυσικά
αυτόν καθ΄ αυτόν τον εορτασμό, αφού μέσω αυτών εορτάζουμε, ενώ χωρίς
αυτούς και τα προϊόντα των κόπων τους η όποια εορτή είναι εικονική.
Υπάρχει
όμως μια διαφορά: Η παλιά αγροτική κοινωνία γιόρταζε από χαρά και
ευχαρίστηση μέσα στα όρια της κοινότητάς της, αφού τα περισσότερα
προϊόντα της τα αυτοκατανάλωνε η κοινότητα. Τα λίγα
περισσεύματα ήταν προς εξαγωγή. Δεν υπήρχε δηλαδή ειδίκευση ενός τόπου
σε ορισμένα προϊόντα. Αυτή άρχισε όταν τα μαγκανοπήγαδα και μετά οι κάθε
είδους μηχανές, έδωσαν τη δυνατότητα μεγάλων παραγωγών που ευνοούσε ο
τόπος, παραγωγών που στόχευαν τον έξω από την κοινότητα κόσμο. Για τον
τόπο μας μέχρι το 1828 σχεδόν όλα τα αγροτικά προϊόντα τα κατανάλωναν οι
τοπικές κοινότητες. H Ερμιονίδα έπινε σχεδόν όλο το κρασί της, έτρωγε
όλα τα σιτηρά της τις ελιές και το λάδι, κατανάλωνε σχεδόν όλα τα
προϊόντα κτηνοτροφίας. Λίγα περισσεύματα περνούσαν κυρίως στην Ύδρα και
στις Σπέτσες. Τι νόημα είχε η προβολή των προϊόντων μας στην Ύδρα και
στις Σπέτσες;
Με το πέρασμα του χρόνου
το λάδι έγινε κύριο εξαγωγικό προϊόν, ακολούθησαν τα εσπεριδοειδή, οι
ντομάτες κυρίως και το κολοκυθάκι, μετά και τα ρόδια.
Έτσι παρουσιάστηκε η ανάγκη προβολής αυτών των προϊόντων στον έξω από την κοινότητά μας χώρο.
Πολύ
σωστά λοιπόν οι παραγωγικές μας γιορτές στοχεύουν σήμερα τον εκτός
κοινότητας δυνητικό πελάτη, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Και ο στόχος
πραγματοποιείται με δύο τρόπους. Ή φέρνουμε τους πελάτες κοντά μας, ή
πάμε εμείς εκεί που είναι οι πελάτες, ή και τα δύο μαζί.
Τα
τουριστικά μέρη έχουν το πλεονέκτημα να υποδέχονται πάρα πολύ κόσμο
κυρίως το καλοκαίρι. Είναι λογικό λοιπόν να σχεδιάζεται ο τρόπος που θα
συναντηθεί όλος αυτός ο κόσμος με τα προϊόντα του τόπου.
Η
Κρήτη λοιπόν που δέχεται επί 8 μήνες πλήθος τουριστών πολλαπλάσιο του
πληθυσμού της έχει αναπτύξει και βελτιώσει, εκ της εμπειρίας και
ανασκόπησης των αποτελεσμάτων, ένα πολύ καλό σκεπτικό: Παράγουν κάθε
είδους προϊόντα και με αυτά γεμίζουν τα καταστήματά τους. Συνδέονται
αγροκτήματα και ξενοδοχεία, ώστε όχι μόνον να προμηθεύονται κρητικά
προϊόντα από τη αγορά, αλλά οι τουρίστες να επισκέπτονται τα αγροκτήματα
και να κόβουν μόνοι τους καρπούς. Οι κουζίνες των ξενοδοχείων προωθούν
την ελληνική μαγειρική, τις ελληνικές γεύσεις. Αυτό το σκεπτικό δεν
αποσκοπεί μόνον στο να αγοράσει κρητικά προϊόντα ο τουρίστας και να τα
τρώει με ελληνικό τρόπο μαγειρεμένα. Αποσκοπεί και στο να αγαπήσει ο
ξένος τα κρητικά προϊόντα και φαγητά και να τα αναζητήσει και στη χώρα
του, βάζοντάς τα στη κουζίνα και στο τραπέζι του καθημερινά.
Διαθέτουν
λοιπόν μια οργανωμένη παραγωγική βάση που μπορεί να διαθέτει μεγάλες
ποσότητες κρητικών προϊόντων στο εξωτερικό όλο το χρόνο. Αυτή η
οργανωμένη παραγωγική βάση δεν παραλείπει να παρουσιάζει τα προϊόντα της
και σε πλήθος εκθέσεων σε ξένες χώρες. Αλλά και στη πρωτεύουσα, αν
κάπου υπάρχει μια αγορά, τα μισά και πλέον προϊόντα είναι Κρήτης. Έχουν
τις τοπικές τους παραγωγικές εορτές, αλλά δεν συναντούν όλες το μεγάλο
πλήθος των τουριστών ντόπιων και ξένων. Έχουν λοιπόν καθιερώσει τον ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΑΥΓΟΥΣΤΟ,
δηλαδή μια παραγωγική εορτή που αγκαλιάζει όλη την Κρήτη και όλα
τα προϊόντα, τον μήνα που θρέφει τους δώδεκα, τον μήνα
που κατακλύζεται όλη η Κρήτη από τουρίστες. Και ο Αγροτικός Αύγουστος
περιλαμβάνει κάθε είδους εκδηλώσεις.
Στην
Κρήτη από νωρίς κατανόησαν ότι ο τουρισμός περνάει από το στομάχι. Οι
μισοί ξένοι που ερωτώνται για το πώς είδαν τον τόπο που έκαναν διακοπές,
προτάσσουν το πολύ καλό φαΐ, τα νόστιμα αγροτικά προϊόντα, για να
περάσουν μετά στο πολιτισμό μας και τελευταία στο πώς πέρασαν στο
ξενοδοχείο και πώς διασκέδασαν.
Έτσι
και μεις στην Ερμιονίδα μπορούμε να έχουμε τέλη Οκτώβρη τη γιορτή του
ροδιού, αρχές Νοέμβρη τη γιορτή της ελιάς και του λαδιού, τον Δεκέμβρη
τη γιορτή του Μανταρινιού, και όποια άλλη, όμως δεν συναντούν τους
δυνητικούς πελάτες, είναι δηλαδή περισσότερο κοινοτικές εορτές με λίγους
επισκέπτες. Πόσο μάλλον η γιορτή του ψαρά, όπου δεν υπάρχει πια προϊόν
για προώθηση και εξαγωγή, ή η γιορτή του τρύγου, όταν εισάγουμε σχεδόν
όλο το κρασί που χρειάζεται η Ερμιονίδα. Ομοίως η γιορτή της πατάτας και
ο,τι άλλο φανταστούμε, γιατί, έτσι που εύκολα παίρνουμε φόρα,
σύντομα θα δούμε και τη γιορτή της γκοριτσιάς και του κοκοροβένιου ...ως
θεσμών.
Την Ερμιονίδα την τρέφει ο Αύγουστος και μέχρι σήμερα είμαστε από τα τουριστικά μέρη με τη μικρότερη τουριστική περίοδο.
Ας δημιουργήσουμε λοιπόν τον δικό μας ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΕΡΜΙΟΝΙΔΑΣ
και με όλα τα προϊόντα μας, τη μαγειρική μας, τις γεύσεις μας, τις
μουσικές και τους χορούς μας, να απλωθούμε και να συναντήσουμε τους
δυνητικούς πελάτες μας. Και να βρεθεί τρόπος να μπορούν τον Αύγουστο
αυτόν να πουλούν όλα τα νοικοκυριά την οικιακή παραγωγή τους, γιατί
είναι μεγάλη υπόθεση η συμμετοχή στην εμπορική πράξη, η συναλλαγή με τον
πελάτη.
Σημείωση: Τα
συν της γιορτής του Ροδιού τονίστηκαν από πολλούς, και είναι όντως συν,
δεν είναι λόγια και μεγαλοστομίες. Ας δούμε όμως και τα πλην: Στο χώρο
της γιορτής μόνο η Φιλόπτωχος πουλούσε, και το στέκι της στο ωραίο
κτήριο των Μαντρακιών είναι το μοναδικό πωλητήριο προϊόντων οικιακής
παραγωγής στην Ερμιόνη. Φυσικά δεν έχει σκοπό το κέρδος ή την προώθηση
των προϊόντων, δεν παύει όμως να είναι πρωτοπόρο σε αυτόν τον τομέα.
Κανένας άλλος δεν πουλούσε, αλλά παρέπεμπε στο μαγαζί που διαθέτει τα
προϊόντα του. Δηλαδή ο επισκέπτης της γιορτής είναι πάνω από το προϊόν
σου, ετοιμάζεται να το αγοράσει και του λες όχι εδώ αλλά κάπου έξω από
την έκθεση. Ένας στους εκατό αναζήτησαν το κατάστημα, ενώ επί τόπου οι
30 και περισσότεροι θα αγόραζαν.
Δεν
υπάρχει συνεταιρισμός γυναικών που να παράγει και να πουλάει, κάτι που
είναι ο κανόνας σε άλλους τόπους. Θυμίζω τον συνεταιρισμό γυναικών της
Νέας Κίου, που είναι πολύ κοντά μας, ο οποίος πουλάει παντού. Απ΄ αυτόν
αγοράσαμε και πρωτοφάγαμε εξαιρετικό γλυκό ελιά αλλά και γλυκό φασόλι!
Χώρια ο αντίστοιχος της Λέσβου που κυριαρχεί στο νησί.
Δεν
υπήρχε στέκι που να είναι Συνεταιρισμός, Ένωση Αγροτών, κάτι που να
έχει σχέσει με τα Ξενοδοχειακά Συγκροτήματα της Ερμιονίδας, κάτι που να
είναι συν-ένωση παραγωγών.
Δεν υπήρχαν
στέκια που να πουλούν ή έστω να διαφημίζουν άλλα προϊόντα. Υπενθυμίζω
ότι στη μεγάλη έκθεση - παραγωγική γιορτή της ελιάς και του λαδιού που
γίνεται στην Πρωτεύουσα, νομίζω κάθε δύο χρόνια, τα μισά προϊόντα έχουν
σχέση με το λάδι και την ελιά, ενώ τα υπόλοιπα με γλυκά κάθε είδους,
μαρμελάδες, παξιμάδια και τα παρόμοια, αρωματικά φυτά, ποτά, τυριά και
τα παρόμοια. Μονοπροϊοντική έκθεση είναι .....κούτση έκθεση.
Και ένα τοπικό θαύμα: Αγοράζοντας λοιπόν στο μαγαζί προϊόντα ροδιού και μαρμελάδες τοπικές, είδα το Θυμαρίσιο μέλι Μπαϊρακτάρη.
Έχοντας δοκιμάσει θυμαρίσια μέλια εξαιρετικά από τόπους θυμαριού, όπως
Λήμνος, Μάνη, Νότια Κρήτη, Κύθηρα, είχα τον διασταγμό: Πώς είναι δυνατόν
να παράγεται θυμαρίσιο μέλι στην Ερμιονίδα, όταν έτσι να κάνουν οι
μέλισσες βρίσκονται στα άνθη των εσπεριδοειδών και των
άλλων καλλιεργειών και στους πευκώνες. Κατανοητό για την Ερμιονίδα το
μέλι ανθέων και πευκόμελο ή κάτι το ενδιάμεσο. Το αγόρασα στη συσκευασία
των 750 και είναι εξαιρετικό, μιλάμε για θυμαρίσιο μέλι ανωτάτης
ποιότητος! Από το χρώμα του θα το έλεγα χρυσόμελο. Ο δημιουργός του
δημιούργησε έναν γνήσιο θυμαρότοπο στο κέντρο της Ερμιονίδας, αντί να
τρέχει από δω και από κει με τις κυψέλες του σε αμφίβολους
μελισσότοπους. Δηλαδή ήλθε το βουνό στον Μωάμεθ!
Αν αυτό δεν είναι καινοτομία, τότε τι είναι καινοτομία;
Συμπέρασμα μετά από αυτό: Όλα γίνονται!!!!
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος